Η συνάντηση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ με τον Ρώσο ομόλογό του Βλαντίμιρ Πούτιν στις 15 Αυγούστου 2025 στην Αλάσκα αποτέλεσε γεγονός διεθνούς βαρύτητας. Το Πεκίνο, ως καίριος γεωπολιτικός παίκτης και στενός εταίρος της Μόσχας, παρακολούθησε προσεκτικά τις εξελίξεις, αξιολογώντας τις πιθανές συνέπειες για την ισορροπία ισχύος τόσο στην Ευρασία όσο και στον Ινδο-Ειρηνικό.
Η συνάντηση ως τεστ για τη Δύση
Η κινεζική ηγεσία δεν είδε τη συνάντηση ως μια απλή διμερή επαφή, αλλά ως δοκιμασία για την ενότητα της Δύσης και τις πραγματικές προθέσεις της Ουάσιγκτον. Οι δηλώσεις Τραμπ ότι οι συνομιλίες υπήρξαν «άσκηση ακρόασης» χωρίς δεσμεύσεις ενίσχυσαν την άποψη του Πεκίνου πως η Δύση παραμένει διχασμένη, αδυνατώντας να παρουσιάσει ενιαίο μέτωπο στο ουκρανικό μέτωπο. Η απουσία του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι από τη διαδικασία επιβεβαίωσε, σύμφωνα με κινεζικούς αναλυτές, ότι οι μεγάλες δυνάμεις εξακολουθούν να διαπραγματεύονται για τις τύχες μικρότερων χωρών χωρίς τη συμμετοχή τους — μια πρακτική που ταιριάζει με την κινεζική λογική των διμερών συνομιλιών, όπως στο ζήτημα της Ταϊβάν.
Διαβάστε επίσης: Το κρίσιμο ραντεβού στο Λευκό Οίκο-Καθοριστικές συναντήσεις για το Ουκρανικό
Ανησυχίες για τη ρωσοκινεζική σχέση
Η Κίνα επωφελήθηκε τα τελευταία χρόνια από την ενίσχυση των εμπορικών δεσμών με τη Ρωσία, με το μερίδιο των κινεζικών εισαγωγών από τη Ρωσία να φτάνει το 34% το 2024. Μια πιθανή αναθέρμανση των σχέσεων Μόσχας–Ουάσιγκτον θα μπορούσε να περιορίσει αυτή την εξάρτηση, μειώνοντας τη στρατηγική επιρροή του Πεκίνου πάνω στη Μόσχα. Παράλληλα, η Κίνα αναγνωρίζει ότι ο Πούτιν δεν επιθυμεί πλήρη εξάρτηση ούτε από την Κίνα ούτε από τις ΗΠΑ, αλλά επιδιώκει μια «τρίτη οδό» που θα του επιτρέπει ελιγμούς. Αυτός ο ρωσικός υπολογισμός προκαλεί σκεπτικισμό στα κινεζικά think tanks.
Τα μηνύματα της Ουάσιγκτον και οι επιπτώσεις για την Ασία
Η δήλωση Τραμπ ότι θα καθυστερήσει την επιβολή δασμών σε χώρες που αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο, όπως η Κίνα, ερμηνεύτηκε ως προσωρινή ανακούφιση αλλά και ως ένδειξη ότι ο Αμερικανός πρόεδρος προτιμά τις «συμφωνίες» από την αποτροπή. Για το Πεκίνο, αυτό αποτελεί μήνυμα ότι οι ΗΠΑ μπορεί να είναι διατεθειμένες να συμβιβαστούν με ισχυρούς αντιπάλους. Μια τέτοια ανάγνωση ενδέχεται να ενθαρρύνει την Κίνα να εντείνει την πίεση γύρω από την Ταϊβάν ή να δοκιμάσει την αμερικανική αποφασιστικότητα στον Ινδο-Ειρηνικό.
Η ευρωπαϊκή αδυναμία
Παράλληλα, η αμηχανία και η απουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τις συνομιλίες ενίσχυσαν την κινεζική πεποίθηση ότι η Ευρώπη παραμένει γεωπολιτικά αδύναμη και εξαρτημένη από τις ΗΠΑ. Το Πεκίνο κατανοεί ότι, παρά τις οικονομικές του σχέσεις με τις Βρυξέλλες, η ευρωπαϊκή φωνή στα θέματα ασφάλειας δύσκολα μπορεί να σταθεί αυτόνομα. Αυτό προσφέρει στην Κίνα περιθώριο να κινηθεί πιο ευέλικτα στη διεθνή σκακιέρα.
Συμπεράσματα του Πεκίνου
Επισήμως, τα κινεζικά μέσα ενημέρωσης τόνισαν την ανάγκη για πολυπολικότητα και ισορροπία, αποφεύγοντας υπερβολικά σχόλια για τη συνάντηση. Στην πραγματικότητα όμως, το Πεκίνο αξιολόγησε την Αλάσκα ως σκηνή όπου η Ρωσία ενίσχυσε διεθνώς το προφίλ της χωρίς να κάνει παραχωρήσεις, ενώ οι ΗΠΑ φάνηκαν περισσότερο διατεθειμένες να ακούσουν παρά να επιβάλουν. Για την Κίνα, αυτή η εικόνα αποτελεί τόσο προειδοποίηση όσο και ευκαιρία: προειδοποίηση ότι η Ρωσία μπορεί να αναζητήσει εναλλακτικές συμμαχίες, αλλά και ευκαιρία να εκμεταλλευτεί την αδυναμία και την αβεβαιότητα της Δύσης.
Σε τελική ανάλυση, το Πεκίνο αντιμετώπισε τη συνάντηση Τραμπ–Πούτιν στην Αλάσκα ως έναν κρίκο σε μια μεγαλύτερη αλυσίδα διεθνών ανακατατάξεων. Χωρίς άμεσα αποτελέσματα, αλλά με έντονα μηνύματα, η Κίνα επανεξέτασε τη θέση της στο τρίγωνο ισχύος ΗΠΑ–Ρωσίας–Κίνας, παραμένοντας θεατής αλλά και δυνητικός κερδισμένος από την αβεβαιότητα που κυριαρχεί στο διεθνές σύστημα.