Ο ΕΜΠΟΡΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕ ΑΝΑΤΑΡΑΞΕΙΣ ΣΤΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΕΣ ΤΗΣ ΚΙΝΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΗΠΑ

Η ΕΠΙΒΟΛΗ ΔΑΣΜΩΝ ΕΠΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΗΠΑ, ΤΗΝ ΚΙΝΑ ΚΑΙ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΩΣ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ, ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΠΛΗΓΜΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΠΟΥ ΓΙΝΟΤΑΝ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΠΕΝΤΑΕΤΙΑ ΓΙΑ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ (ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΕΤΑΙ ΠΩΣ ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΕΙ ΟΙ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΤΛΑΝΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΚΑΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ - TTIP)

Η προσπάθεια της κυβέρνησης Τραμπ είναι ο περιορισμός των εισαγωγών και η δραστηριοποίηση της εγχώριας αγοράς με σκοπό την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και των νέων θέσεων εργασίας

Σημαντικές παραμένουν οι προκλήσεις στο διεθνές πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον. Ο εμπορικός πόλεμος που ξέσπασε προκαλώντας αναταράξεις στις οικονομίες της Κίνας και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (ΗΠΑ), η σταδιακή απόσυρση των μέτρων ποσοτικής χαλάρωσης (η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αναμένεται να διακόψει σταδιακά, μέχρι τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, τις αγορές δημόσιου και ιδιωτικού χρέους), η πορεία των τιμών του πετρελαίου και του πληθωρισμού, καθώς και ο πιστωτικός κίνδυνος που αντιμετωπίζουν κράτη και επιχειρήσεις, δημιουργούν ένα κράμα κινδύνων το οποίο πρέπει να τύχει άμεσης και προσεκτικής διαχείρισης.

Η επιβολή δασμών επί συγκεκριμένων προϊόντων από τις ΗΠΑ, την Κίνα και ενδεχομένως την Ευρώπη, αποτελεί πλήγμα στην προσπάθεια που γινόταν την προηγούμενη πενταετία για ενίσχυση του ελεύθερου εμπορίου (υπενθυμίζεται πως έχουν καταρρεύσει οι συζητήσεις για τη διατλαντική σχέση εμπορίου και επενδύσεων - TTIP). Οι συγκεκριμένες κινήσεις από την κυβέρνηση των ΗΠΑ προκαλούν κραδασμούς στην κινεζική οικονομία, η κυβέρνηση της οποίας προχωρεί σε αντίμετρα. Συγκεκριμένες επιχειρήσεις εξαγωγικού χαρακτήρα έχουν δει το κόστος τους να αυξάνεται ξαφνικά, με αποτέλεσμα η συνέχιση των εργασιών τους να κρίνεται ασύμφορη.

Περιορισμός εισαγωγών από Τραμπ

Η προσπάθεια της κυβέρνησης Τραμπ είναι ο περιορισμός των εισαγωγών (και η μεταφορά κεφαλαίων στο εξωτερικό) και η δραστηριοποίηση της εγχώριας αγοράς με σκοπό την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και των νέων θέσεων εργασίας. Φυσικά ο τρόπος με τον οποίο υιοθετήθηκαν τα μέτρα και η ρητορική που αναπτύχθηκε προκάλεσε αντιδράσεις και αντίμετρα, θέτοντας το εγχείρημα Τραμπ υπό αμφισβήτηση.

Πρέπει να σημειωθεί ότι ενδεχόμενη συνέχιση και ενίσχυση του «εμπορικού» πολέμου θα προκαλέσει αναταραχές και στην αγορά συναλλάγματος αλλά και στην αναθεώρηση των τιμών, με αντίκτυπο στα στατιστικά που αφορούν τον πληθωρισμό. Το ποσοστό πληθωρισμού, το οποίο επηρεάζεται σημαντικά από τη διακύμανση των τιμών πετρελαίου, αποτέλεσε και την αιτία για την εφαρμογή του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης από την ΕΚΤ.

Υπενθυμίζεται ότι οι κεντρικές τράπεζες προχώρησαν σε χαλάρωση των νομισματικών τους πολιτικών σε μια προσπάθεια διοχέτευσης ρευστότητας στην αγορά, με σκοπό την ώθηση της ανάπτυξης και την αντιμετώπιση του αποπληθωρισμού. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια υπήρξαν διαδοχικές μειώσεις στα επιτόκια και η υιοθέτηση προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης, με την αγορά ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά. Η μεγάλη αυτή ρευστότητα οδήγησε τις χρηματαγορές σε ανοδική πορεία και τις αποδόσεις των ομολόγων σε χαμηλά επίπεδα.

Πρώτη η Κεντρική των ΗΠΑ

Η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ ήταν η πρώτη που εφάρμοσε τέτοιες πολιτικές με την έναρξη της οικονομικής κρίσης. Ακολούθησαν αυτές της Ιαπωνίας, της Αγγλίας και τελευταία η ΕΚΤ. Η Κύπρος, παρά το γεγονός ότι δε συμμετείχε στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης λόγω του ότι δεν ανήκει σε επενδυτική βαθμίδα, εντούτοις εκμεταλλευόμενη το κλίμα χαμηλών αποδόσεων που δημιουργήθηκε στις διεθνείς αγορές ομολόγων κατάφερε να αντλήσει δανεισμό με λογικό κόστος, ενώ οι αποδόσεις των ομολόγων της στη δευτερογενή αγορά κατέγραψαν ιστορικά χαμηλά.

Σημειώνεται ότι η Κύπρος ενδεχομένως να βγει στις διεθνείς αγορές πριν από τον Σεπτέμβριο (μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2018), ώστε να προλάβει την απόσυρση των μέτρων ποσοτικής χαλάρωσης που αναμένεται από την ΕΚΤ μετά το καλοκαίρι και ενδεχομένως να αυξήσει τις αποδόσεις ομολόγων στις διεθνείς αγορές.

Προβληματική η αγορά

Την ίδια στιγμή, τα επιτόκια δανεισμού σε ό,τι αφορά τα επιχειρηματικά και στεγαστικά δάνεια έχουν μειωθεί σημαντικά, αλλά η τροφοδότηση της αγοράς με νέο δανεισμό παραμένει προβληματική λόγω του υψηλού ιδιωτικού χρέους της χώρας. Το περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων από τη μια βοηθά στην ευνοϊκότερη χρηματοδότηση έργων? από την άλλη επηρεάζει αρνητικά την κερδοφορία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και τις αποδόσεις των επενδύσεων των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών ταμείων.

Είναι για αυτό τον λόγο που αναζητούνται άλλες μορφές επενδύσεων εκτός των ομολόγων και των τραπεζικών καταθέσεων. Μερικά χρόνια μετά την οικονομική κρίση τα δεδομένα παρουσιάζονται διαφορετικά, αν και σημαντικά προβλήματα παραμένουν. Η παγκόσμια οικονομία παρουσιάζει σημάδια ανάκαμψης, οι χρηματαγορές βρίσκονται στα υψηλότερά τους σημεία, με πολλούς αναλυτές να επισημαίνουν ότι η άνοδος δε βασίζεται σε θεμελιώδη οικονομικά στοιχεία αλλά στην «τεχνητή» αύξηση της ρευστότητας, με τον πληθωρισμό να παραμένει προβληματικός.

Το «tapering»

Το ζητούμενο αυτή τη στιγμή είναι ο τρόπος που θα αντιδράσουν οι αγορές και οι οικονομίες στο λεγόμενο «tapering», δηλαδή στην απόσυρση των μέτρων ποσοτικής χαλάρωσης από τις κεντρικές τράπεζες και με ποιο τρόπο θα γίνει αυτή η απόσυρση (αν δηλαδή θα γίνει άμεσα ή σταδιακά). Σημειώνεται ότι η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ προχώρησε ήδη δύο φορές σε αύξηση των επιτοκίων και αναμένεται να πάρει νέες αποφάσεις τον Σεπτέμβριο. Υπενθυμίζεται ότι την πρώτη φορά οι αγορές αντέδρασαν με πολύ αρνητικό τρόπο στην απόφαση, ενώ τη δεύτερη φορά αφομοιώθηκε πιο ομαλά. Ένας άλλος παράγοντας που επηρεάζει αυτή τη στιγμή τις αγορές είναι οι αποφάσεις και οι δηλώσεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ, όπως για παράδειγμα η απόφαση για επιβολή εισαγωγικών δασμών.

Αποτίμηση περιουσιακών στοιχείων

Την ίδια στιγμή μεγάλος προβληματισμός αναπτύσσεται σε σχέση με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και πιο συγκεκριμένα με την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων στους ισολογισμούς των τραπεζών. Σημειώνεται ότι ενδεχόμενες αναταράξεις στις αγορές ομολόγων αναμένεται να διαφοροποιήσουν την αποτίμησή τους στους λογαριασμούς των τραπεζικών και άλλων οργανισμών. Ο προβληματισμός αυτός, σε συνδυασμό με τα αυστηρότερα διεθνή λογιστικά πρότυπα που υιοθετούνται κιόλας από τον επόμενο χρόνο, οδηγούν τις εποπτικές Αρχές σε μεγαλύτερες πιέσεις σε ό,τι αφορά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τις επισφάλειες και τα εποπτικά κεφάλαια. Ένα άλλο στοιχείο το οποίο προβληματίζει συγκεκριμένα τραπεζικά ιδρύματα του εξωτερικού είναι η μεγάλη έκθεσή τους σε παράγωγα, χρηματοοικονομικά μέσα με σύνθετους κινδύνους.

Διαχείριση

Τα τελευταία χρόνια η ΕΚΤ έχει συγκεντρώσει στον ισολογισμό της μεγάλο όγκο ομολόγων και ένα από τα ερωτηματικά είναι η διαχείριση αυτών των χρηματοοικονομικών μέσων. Ουσιαστικά υπάρχουν δύο εναλλακτικές, η πρώτη είναι η σταδιακή πώλησή τους και η δεύτερη να αφήνονται τα ομόλογα μέχρι τη λήξη τους. Πιθανή αποπληρωμή και όχι ανανέωση αυτών των ομολόγων θα απορροφούσε ρευστότητα από τις οικονομίες. Είναι για αυτό τον λόγο που η ΕΚΤ ενδεχομένως να επανεπενδύει τα ποσά που αφορούν τις λήξεις των συγκεκριμένων τίτλων έως ότου κριθεί αναγκαίο.

Παραμένουν οι προκλήσεις

Σίγουρα τα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης είναι έκτακτα και η διατήρησή τους για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν είναι βιώσιμη. Ούτε όμως και η απότομη απόσυρσή τους ενδείκνυται, εφόσον θα δημιουργήσει κραδασμούς στις αγορές και αλυσιδωτά προβλήματα σε αρκετές οικονομίες, όπως οι αναδυόμενες.
Το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον βελτιώνεται αλλά οι προκλήσεις παραμένουν σημαντικές, ειδικά αν λάβουμε υπόψη και τις τεταμένες σχέσεις μεταξύ κάποιων χωρών. Οι αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών αναμένεται να δημιουργήσουν νέες οικονομικές συνθήκες, ενώ η μεταβλητότητα στη διεθνή πολιτική σκηνή ενδεχομένως να επηρεάσει τις αγορές και την ίδια την παγκόσμια οικονομία.

Η προσπάθεια της κυβέρνησης Τραμπ είναι ο περιορισμός των εισαγωγών και η δραστηριοποίηση της εγχώριας αγοράς με σκοπό την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και των νέων θέσεων εργασίας

ΤΑΣΟΣ ΓΙΑΣΕΜΙΔΗΣ
Οικονομολόγος