Απόψεις: SigmaLive
Ο ρεαλισμός του Θουκυδίδη και ο … ρεαλισμός του Γεραπετρίτη
Πριν από εβδομάδες, Αθήνα και Λευκωσία με συναίνεσή τους ανέτρεψαν την ΟΜΟΦΩΝΗ απόφαση των 27 κρατών της ΕΕ (από το 2019) για επιβολή μέτρων στην Τουρκία λόγω της παραβατικής συμπεριφοράς της στην Ανατ. Μεσόγειο. Έτσι, ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών προσκλήθηκε στο Συμβούλιο της ΕΕ, όπου ζήτησε δύο ξεχωριστά κράτη στην Κύπρο κι αποσύνδεση των Ευρωτουρκικών σχέσεων από το Κυπριακό, ενώ το παράνομο «Τουρκολιβυκό Μνημόνιο», που καταδίκασε η ΕΕ αφού ακρωτηριάζει κυριαρχικά δικαιώματα κυρίως Ελλάδας-Κύπρου, παραμένει αναλλοίωτο. Τις προάλλες, στην ολομέλεια του ΟΗΕ ο Ερντογάν επανέλαβε τα ίδια ακόμη πιο έντονα. Με αυτά τα δεδομένα, υπάρχει κάποιος ρεαλιστικά σκεπτόμενος που προσδοκεί λύση στην Κύπρο στο συμφωνημένο πλαίσιο του ΟΗΕ για ένα επανενωμένο κράτος εντός της ΕΕ και που ερμηνεύει την τουρκική στάση ως διάθεση για σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου και των κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας-Κύπρου;
Η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών έχει σαφή απάντηση: η πολιτική του κατευνασμού εξέθρεψε το τουρκικό θηρίο. Εντούτοις, για την πολιτική ηγεσία πρωτίστως στην Αθήνα προέχει εμμονικά το καλό κλίμα. Κι ενώ η Τουρκία θέτει πλέον επίσημα στον ΟΗΕ και στην ΕΕ την επεκτατική της /πολιτική, θεωρώντας κεκτημένα την κατοχή της Κύπρου και τον ακρωτηριασμό των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην Αν. Μεσόγειο, Μητσοτάκης και Γεραπετρίτης χαιρετίζουν «το καλό κλίμα» και τον «διμερή διάλογο». Έτσι, ο τουρκικός επεκτατισμός ουσιαστικά «ομαλοποιείται» σε ΕΕ και ΗΠΑ με πρωτοβουλία των θυμάτων του. Μάλιστα, το κυριότερο επιχείρημα για να προχωρήσει η πώληση αμερικανικών πολεμικών αεροσκαφών F-35, να ολοκληρωθεί η πώληση υπερσύγχρονων γερμανικών υποβρυχίων και αναβάθμιση των ευρωτουρκικών εμπορικών σχέσεων με «πάγωμα» του Κυπριακού, αποτελεί το «καλό κλίμα» ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία.
Πάντως, ο σύγχρονος ισλαμοφασίστας μίλησε στον ΟΗΕ για «ειρήνη» στην Αν. Μεσόγειο και «λύση» στην Κύπρο κι είναι ευκαιρία να ξεκαθαρίσουν δύο εγχώρια πολιτικά συνθήματα. Το «θέλουμε λύση» και «θέλουμε ειρήνη» δεν αρκούν, αφού «λύση» και «ειρήνη» θέλει και ο Ερντογάν. Το ερώτημα είναι τι είδους λύση επιδιώκουμε και τι είδους ειρήνη π.χ. ειρήνη που σέβεται το Διεθνές Δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα ή «την ειρήνη των νεκροταφείων» που επιδιώκει ο ισλαμοφασισμός όπως και το 1974;
Παρεμπιπτόντως, ο Πρόεδρος Σίσι της Αιγύπτου με Προεδρικό Διάταγμα οριοθέτησε -μονομερώς- τα θαλάσσια σύνορα με τη Λιβύη, αγνοώντας το «Τουρκολιβυκό Μνημόνιο». Ούτε πόλεμος ξέσπασε, ούτε μύτη άνοιξε. Από την άλλη, η Αθήνα ξέγραψε την Κύπρο, το Καστελλόριζο, την Κάσο, όλα χάριν ... του καλού κλίματος, αλλά σε οριοθέτηση ΑΟΖ Ελλάδας-Κύπρου, που θα αποτελεί ΑΟΖ της ΕΕ, δεν προχωρεί, λόγω εμμονικής φοβίας της. Ο διαχρονικός Θουκυδίδης παραθέτει την πραγματικότητα: «Ο ισχυρός προχωρεί όσο του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του». Στις πλέον ευνοϊκές συνθήκες, ο εχθρός της Αθήνας είναι η φοβία της και υποχωρεί σε όσα της επιβάλλει.
Επιγραμματικά, επιμένουμε στην κάθετη αμυντική προετοιμασία, γιατί θέλουμε ειρήνη και δικαιοσύνη. Το βέβαιο είναι ότι ο τουρκικός επεκτατισμός θα προχωρήσει όταν θα είμαστε εντελώς αδύνατοι, για να συντρίψει όλους μας, μαζί και όσους εγχώριους χαριεντίζονται με την «ειρήνη του ισλαμοφασισμού».
Κώστας Μαυρίδης, Ευρωβουλευτής ΔΗΚΟ- S&D
28 September 2024
Ηγεσία ή προσωπική ατζέντα;
Ο Νίκος Χριστοδουλίδης, Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, με τις πρόσφατες δηλώσεις του για τις «διαχρονικά δύσκολες» σχέσεις με την Ελλάδα και την απουσία ειλικρίνειας, φαίνεται να υιοθετεί ένα προφίλ που δίνει έμφαση στη διαφάνεια και την ανοιχτή συζήτηση για τα εθνικά ζητήματα. Ωστόσο, οι δηλώσεις αυτές εγείρουν σοβαρά ερωτήματα για τη συνέπεια και την ωριμότητα της στάσης του, δεδομένου ότι ο ίδιος υπήρξε επί σειρά ετών πρωταγωνιστής στην κυβέρνηση του Νίκου Αναστασιάδη, κατέχοντας καίριες θέσεις, μεταξύ των οποίων αυτή του υπουργού Εξωτερικών.
Το βασικό πρόβλημα που προκύπτει από αυτές τις δηλώσεις είναι η εξής αντίφαση: αν όντως υπήρχε έλλειψη ειλικρίνειας στις σχέσεις με την Ελλάδα, τότε γιατί ο Χριστοδουλίδης δεν το είχε θίξει όλα αυτά τα χρόνια που ήταν μέρος της εξουσίας; Είχε τότε τη δυνατότητα να εκφραστεί, να δράσει, ακόμη και να επιχειρήσει να ανατρέψει την κατάσταση. Γιατί λοιπόν επέλεξε τη σιωπή και τη συμμόρφωση με την επίσημη γραμμή; Μήπως η τωρινή του στάση δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια πολιτική προσπάθεια να διαφοροποιηθεί από τον προκάτοχό του και να οικοδομήσει ένα νέο, υποτιθέμενα "εναλλακτικό" προφίλ ηγέτη;
Η σκληρή αλήθεια είναι ότι, σε ζητήματα εθνικής ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής, η **ενότητα του έθνους** προηγείται των ατομικών φιλοδοξιών ή της προβολής μιας "διαφορετικής" εικόνας. Υπάρχουν θέματα που δεν εκθέτονται δημόσια ακριβώς επειδή οι εσωτερικές διαφωνίες ή οι αποκλίσεις απόψεων δεν πρέπει να αποδυναμώνουν την ενιαία εικόνα της συνεργασίας και της στρατηγικής συνοχής που πρέπει να προβάλλεται προς τα έξω. Αν ο Νίκος Χριστοδουλίδης δεν το κατανοεί αυτό, τότε είναι λογικό να τεθεί το ερώτημα: μήπως το προσωπικό του προφίλ ως "ειλικρινής και διαφανής" ηγέτης τοποθετείται **πάνω από την εθνική ανάγκη για συνοχή**;
Δεν είναι απλά ζήτημα πολιτικής στρατηγικής, αλλά ζήτημα πολιτικής ευθύνης. Οι σχέσεις Κύπρου-Ελλάδας, όσο κι αν έχουν κατά καιρούς τις διαφωνίες και τις προκλήσεις τους, είναι θεμέλιο για την ασφάλεια και την επιβίωση του ελληνισμού. Η προβολή τέτοιων διαφωνιών στον δημόσιο διάλογο δεν εξυπηρετεί τον εθνικό σκοπό, αλλά αντίθετα τον υπονομεύει. Αντιθέτως, το προσωπικό συμφέρον και η προσωπική ατζέντα του κάθε πολιτικού ηγέτη πρέπει να έρχονται **σε δεύτερη μοίρα** όταν μιλάμε για την εθνική ενότητα. Αν ο Χριστοδουλίδης δεν το κατανοεί αυτό ή επιλέγει να το παραβλέψει για να ενισχύσει την προσωπική του εικόνα, τότε το πρόβλημα είναι πολύ μεγαλύτερο από μια απλή δημόσια δήλωση.
Ο Χριστοδουλίδης, επί 9 χρόνια, υπηρέτησε με ευλάβεια την κυβέρνηση Αναστασιάδη. Ήταν από τους κεντρικούς συντελεστές της εξωτερικής πολιτικής της Κύπρου και είχε σαφή λόγο στις σχέσεις με την Ελλάδα. Αν τώρα ισχυρίζεται ότι δεν υπήρχε ειλικρίνεια στις σχέσεις αυτές, τότε είτε παραδέχεται ότι όλα αυτά τα χρόνια συμμετείχε σε μια πολιτική που υποκρυπτόταν διαφωνίες, είτε ότι δεν είχε τη δύναμη ή το θάρρος να επισημάνει αυτά τα ζητήματα τη σωστή στιγμή. Σε κάθε περίπτωση, η συνέπεια της στάσης του τίθεται υπό αμφισβήτηση, και εύλογα προκύπτει το ερώτημα αν η σημερινή του προσέγγιση είναι γνήσια ή αν απλά προσπαθεί να δημιουργήσει έναν "καινούριο" πολιτικό εαυτό.
Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι ο Χριστοδουλίδης φαίνεται να μην αναγνωρίζει τη σημασία της **διατήρησης της εθνικής ενότητας**. Σε κρίσιμα εθνικά ζητήματα, η στρατηγική συνοχή μεταξύ Κύπρου και Ελλάδας είναι απαραίτητη. Όχι επειδή δεν υπάρχουν διαφωνίες, αλλά επειδή αυτές οι διαφωνίες επιλύονται εσωτερικά, χωρίς να εκτίθενται σε δημόσιο διάλογο και να δημιουργούν ρωγμές στην εικόνα του κοινού μετώπου. Όταν οι ηγέτες επιλέγουν να προτάξουν τα προσωπικά τους προφίλ, θυσιάζοντας την εθνική ενότητα στον βωμό της "διαφάνειας" ή της πολιτικής διαφοροποίησης, το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό για το σύνολο του έθνους.
Ο Χριστοδουλίδης πρέπει να κατανοήσει ότι δεν είναι θέμα "ειλικρίνειας" ή "ανοιχτής συζήτησης" όταν μιλάμε για την εξωτερική πολιτική και τις σχέσεις Κύπρου-Ελλάδας. Η εθνική ασφάλεια και η ενότητα πρέπει να προηγούνται οποιασδήποτε προσωπικής πολιτικής στρατηγικής. Και αν όντως υπήρχαν δυσκολίες στις σχέσεις με την Ελλάδα, το ζήτημα δεν είναι αν αυτές θα αποκαλυφθούν δημόσια, αλλά **πώς θα διαχειριστούν υπεύθυνα και σιωπηρά για να εξυπηρετηθεί το εθνικό συμφέρον**.
Συμπερασματικά, οι δηλώσεις του Νίκου Χριστοδουλίδη ενδέχεται να κρύβουν πολιτικούς υπολογισμούς και να στοχεύουν στη διαφοροποίησή του από την προηγούμενη διακυβέρνηση, ωστόσο δεν μπορούν να αποκρύψουν την έλλειψη συνέπειας και υπευθυνότητας. Αν δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι η διαφύλαξη της ενότητας του έθνους προηγείται των προσωπικών στόχων, τότε ενδέχεται τα πράγματα να ειναι για όλους μας ιδιαίτερα δύσκολα και περισσότερο για τα Εθνικά συμφέροντα. Η ηγεσία δεν είναι χώρος για προσωπικές ατζέντες, ειδικά όταν αυτές θέτουν σε κίνδυνο τη συνοχή του ελληνισμού και την ενότητα μεταξύ Κύπρου και Ελλάδας.
Δρ Κυριάκος Α. Κενεβέζος
Π. Υπουργός, τ. Πρέσβης.
21 September 2024
Η ελευθερία της έκφρασης στην Κύπρο: Προς μια θεσμική αποσύνθεση
Η ελευθερία της έκφρασης στην Κύπρο: προς μια θεσμική αποσύνθεση
Για να μπορέσει μια οργανωμένη κοινωνία να ευημερήσει χρειάζεται ένα βασικό συστατικό στοιχείο: την ελευθερία του λόγου και της έκφρασης. Και τί εννοούμε με τον όρο ευημερία: νοείται εκείνη η φάση της κοινωνικής ωρίμανσης, όπου η κοινωνία απαλλαγμένη από φοβίες, εκφοβισμούς και προκαταλήψεις μπορεί να ορθοποδήσει και να αναπτύξει ένα τέτοιο αξιακό σύστημα ώστε να μετεξελιχθεί σε ένα σύγχρονο δημοκρατικό και υγιές κράτος. Τότε, και μόνο τότε, θα υπάρξει πραγματική ευημερία – και όχι επίπλαστη ή προσωρινή – και η οποία θα αντανακλάται πάνω στην ποιότητα ζωής των πολιτών. Η επίσημη στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Eurostat, δημοσιεύει ετησίως τον δείκτη ευτυχίας των πολιτών. Η ευτυχία είναι άμεση συνδεδεμένη με την ευημερία. Και είναι αυτονόητο ότι η ευημερία προϋποθέτει ελευθερία.
Άλλωστε, οι θεσμοί καθορίζουν το αποτέλεσμα. Το έχω αναφέρει πολλάκις και στην αρθρογραφία μου, ότι όσο οι θεσμοί στην Κύπρο αμφισβητούνται (και ενδεχομένως όχι αδίκως), τόσο θα αποκρινόμαστε από το να συγκροτηθούμε σε ένα σύγχρονο και υγιές κράτος. Ουσιαστικά, με βάση τα σημερινά δεδομένα δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είμαστε χώρα αλλά χώρος. Ένας χώρος που ψάχνει να βρει τον εαυτό του, την ταυτότητά του και τα βασικά αξιακά χαρακτηριστικά του. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν αυτά τα χαρακτηριστικά.
Η διεργασία αυτή είναι άκρως επικίνδυνη αφού οι ελεγχόμενοι θεσμοί – απόρροια των υψηλών τάσεων της διαφθοράς και των διαπλεκόμενων συμφερόντων – στοχεύουν στο να ελέγξουν από την μια την ροή της πληροφορίας προς την βάση της κοινωνίας αλλά επίσης και στο να ελέγξουν την έκφραση μέσα στην ίδια την κοινωνία. Αναφερόμενος σε ελευθερία της έκφρασης, δεν αναφέρομαι μόνο στην έκφραση που παράγεται ή/και που εξάγεται από τα ΜΜΕ (έντυπα, ηλεκτρονικά κ.α.). Αυτή είναι η μια πτυχή. Η ελευθερία της έκφρασης έχει να κάνει επίσης με το δικαίωμα του κάθε πολίτη να εκφράζεται ελεύθερα, να σχολιάζει, να κριτικάρει, να συζητά, να ανταλλάσσει απόψεις, να δημοσιεύει και να κοινοποιεί την άποψή του. Παραπέμπω στο Άρθρο 11 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, περί ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης. Συγκεκριμένα: «Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία γνώμης και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, χωρίς την ανάμειξη δημοσίων αρχών και αδιακρίτως συνόρων. Η ελευθερία των μέσων μαζικής ενημέρωσης και η πολυφωνία τους είναι σεβαστές». Υπάρχει άλλωστε μια πλούσια νομολογία στην οποία θα μπορούσε να ανατρέξει και να μελετήσει ο οποιασδήποτε.
Στην μικρή μας κοινωνία όμως συμβαίνει κάτι που μόνο σε προβληματικά καθεστώτα θα μπορούσε να συναντήσει κανείς. Γίνεται ένα απίστευτο. Εκφοβισμός. Σε διάφορα επίπεδα. Στο εργασιακό περιβάλλον, στην έκδοση διαφόρων αδειών, σε υποθέσεις ενώπιων της δικαιοσύνης, σε απλά και καθημερινά πράγματα, στις ζωές των πολιτών. Γι’ αυτό άλλωστε οι διεθνείς δείκτες μας έχουν σε προβληματική κατάταξη όσο αφορά την ελευθερία της έκφρασης. Δεν αρκεί απλά να έχουμε τα εργαλεία έκφρασης. Ναι, σαφώς και τα κοινωνικά δίκτυα βοηθούν προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν είναι όμως αρκετό. Σε αυτόν τον τόπο θα πρέπει να διεκδικήσουμε ως κοινωνία αρκετά αν θέλουμε επιτέλους να γίνουμε πραγματική χώρα και όχι χώρος. Χρειάζεται αλλαγή κουλτούρας. Και η αλλαγή κουλτούρας θα επέλθει μόνο όταν αισθανθεί επιτέλους ο πολίτης ελεύθερος να πει αυτό που θέλει. Όταν επιτέλους ο πολίτης απαλλαγεί από τα δεσμά της θεσμικής ανεπάρκειας και του θεσμικού.
Ας μην απωλέσουμε τα θεμελιώδη δικαιώματά μας. Είναι επικίνδυνο.
Του Δρος Ανδρέα Ν. Μασούρα
Ακαδημαϊκός, Επίκουρος Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Νεάπολις, Πάφος.
21 September 2024
Ποιος υπερέβη «τα έσχατα όρια» των καθηκόντων του;
Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για παύση του Γενικού Ελεγκτή Οδυσσέα Μιχαηλίδη, έφερε στο προσκήνιο ένα θέμα για το οποίο επιμένουμε για χρόνια χωρίς αντίλογο: την ελλιπή απονομή της δικαιοσύνης στην Κύπρο.
Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο αίτημα του Γεν. Εισαγγελέα για παύση του Οδυσσέα Μιχαηλίδη λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς που τον καθιστά ανίκανο για Γενικό Ελεγκτή, δεν είναι υπεράνω κριτικής, ούτε φυσικά το λαϊκό αισθητήριο αποτελεί κριτήριο εκδίκασης. Αντί όμως μιας νηφάλιας και συνολικής αξιολόγησης της συμπεριφοράς του, περιλαμβανομένης της επίδοσης στα καθήκοντά του, είχαμε μια εν πολλοίς συναισθηματική αξιολόγηση «του τρόπου και του ύφους» έκφρασής του, που συμπεριελάμβανε μέχρι και τον περίγυρο του (οικογενειακό, φιλικό κ.ά.). Άμεμπτος δεν υπήρξε, όπως κανένας μας, αλλά τα όσα ατοπήματα διαπιστώθηκαν αρκούν για να διαγράψουν τον έντιμο βίο, την προσήλωση στο καθήκον και την πρωτοφανή για την Κύπρο επίδοσή του; Επιπλέον, του καταλογίστηκαν βαριοί χαρακτηρισμοί, όπως «βάναυσο και ακραίο λεκτικό», συμπεριφορά που παραβίασε τα «έσχατα όρια», «πολύ κατώτερη του αναμενόμενου επιπέδου»… και άνθρωπος που παρασυρόταν «από τις Σειρήνες της δημοφιλίας και των δημοσκοπήσεων». Αυτά κι άλλα υποδηλώνουν προσωπική έχθρα, που υπερβαίνει τα όρια ενός Δικαστηρίου. Έτσι, εκείνος που ξεχώρισε για την άκαμπτη στάση του κατά της διαφθοράς, κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ως παντελώς ανίκανος να εκτελεί τα καθήκοντα του Γενικού Ελεγκτή, χωρίς ποτέ να εξεταστεί το γιατί η σχέση του με τον προηγούμενο Γεν. Εισαγγελέα ήταν τόσο άψογη που έφερε κοσμογονικά αποτελέσματα κατά της διαφθοράς στην Κύπρο! Πάντως, η απόφαση του Ανωτάτου δεν διέλυσε την δυσπιστία των πολιτών αλλά έχει δημιουργήσει ευθεία αμφισβήτηση του κορυφαίου θεσμού απονομής δικαιοσύνης στο κυπριακό κράτος. Συμπερασματικά, η έλλειψη ευθυκρισίας είναι ευδιάκριτη στην απόφαση του Ανωτάτου και αυτό έχει συμβάλει καθοριστικά στην οργή της κοινωνίας.
Τελικά, ποιος υπερέβη «τα έσχατα όρια» των καθηκόντων του; Τα πιο πάνω συνέβησαν καθώς παράλληλα υπάρχει δεσμευτικότητα του δικαίου της ΕΕ για τις καταχρηστικές πρακτικές/όρους σε συμβάσεις των κυπριακών τραπεζών από το 1996! Η παράνομη/καταχρηστική δράση τους έχει διαπιστωθεί από την Ευρ. Επιτροπή και το Ευρωκοινοβούλιο και μετά από αλλεπάλληλες διαδικασίες επί παραβάσει κατά της Κύπρου, υποδεικνύουν ξανά (2/9/2024) ότι: «αποτελεί ευθύνη των εθνικών αρχών και δικαστηρίων να διασφαλίζουν τα δικαιώματα των καταναλωτών σε ατομικές συμβάσεις.»
Παρά την Ευρωπαϊκή νομοθεσία και τις καθοδηγητικές αποφάσεις του Δικαστηρίου της ΕΕ σε σχέση με τέτοιες παράνομες πρακτικές και όρους, στην Κύπρο επικρατεί για δεκαετίες ένα τεράστιο κενό στην απονομή της δικαιοσύνης. Από το χείριστο παράδειγμα τραπεζικών καταχρηστικών όρων/πρακτικών που αποτελεί η Κύπρος, δεν έχει παραπεμφθεί στο Δικαστήριο της ΕΕ ένα έστω προδικαστικό ερώτημα από Κυπριακό Δικαστήριο. Κι όταν ο παραπονούμενος το ζήτησε, το Δικαστήριο το απέρριψε, ενώ οι προδικαστικές παραπομπές από άλλα κράτη-μέλη ξεπερνούν τις 600 τον χρόνο! Σε ένα κράτος με συστημική παρανομία δεκαετιών εις βάρος των αδυνάτων και είκοσι χρόνια από την ένταξή μας, το ευρωπαϊκό δίκαιο δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί αποτελεσματικά.
Κώστας Μαυρίδης, Ευρωβουλευτής, ΔΗΚΟ – S&D
21 September 2024