Οι Ηνωμένες Πολιτείες κυριαρχούν στην παγκόσμια τεχνολογική αγορά εδώ και δεκαετίες, όμως η Κίνα επιδιώκει πλέον να αλλάξει αυτή την ισορροπία μέσα από μια στρατηγική τεχνολογικής αυτοδυναμίας. Το Πεκίνο επενδύει μαζικά στην τεχνητή νοημοσύνη (AI), τη ρομποτική και κυρίως στην παραγωγή προηγμένων μικροτσίπ, που αποτελούν τη βάση όλων των σύγχρονων ψηφιακών τεχνολογιών.

Τον περασμένο μήνα, ο διευθύνων σύμβουλος της Nvidia, Τζένσεν Χουάνγκ, προειδοποίησε ότι η Κίνα βρίσκεται «μόλις νανοδευτερόλεπτα πίσω» από τις ΗΠΑ στην ανάπτυξη chips — μια δήλωση που δείχνει πως η τεχνολογική απόσταση μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων συρρικνώνεται ταχύτατα.

Το φαινόμενο DeepSeek

Το 2024, η κινεζική εταιρεία DeepSeek προκάλεσε παγκόσμιο αιφνιδιασμό όταν παρουσίασε ένα μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης ικανό να ανταγωνιστεί το ChatGPT της OpenAI. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο ήταν ότι το μοντέλο αναπτύχθηκε με πολύ χαμηλότερο κόστος και με λιγότερα υψηλής τεχνολογίας chips, γεγονός που έδειξε ότι η Κίνα μπορεί να επιτυγχάνει αποτελέσματα με μικρότερη εξάρτηση από τις ΗΠΑ.

Η επιτυχία αυτή προκάλεσε πτώση της χρηματιστηριακής αξίας της Nvidia, ενώ πυροδότησε νέο κύμα επενδύσεων στην κινεζική τεχνολογική βιομηχανία.

Κινεζική αντεπίθεση με Alibaba και Huawei
Το 2025, η Alibaba παρουσίασε νέο chip που, σύμφωνα με κρατικά μέσα ενημέρωσης, ανταγωνίζεται τις επιδόσεις των Nvidia H20, καταναλώνοντας όμως λιγότερη ενέργεια. Παράλληλα, η Huawei αποκάλυψε τα ισχυρότερα chips της μέχρι σήμερα και παρουσίασε τριετές σχέδιο για να σπάσει την αμερικανική κυριαρχία στην αγορά AI.

Άλλες εταιρείες, όπως η MetaX και η Cambricon Technologies, εξασφαλίζουν κρατικά συμβόλαια και βλέπουν τις μετοχές τους να εκτοξεύονται, καθώς η κινεζική κυβέρνηση ενθαρρύνει την αντικατάσταση των αμερικανικών προϊόντων με εγχώρια.

Ακόμη και η Tencent, ιδιοκτήτρια του WeChat, δηλώνει έτοιμη να επενδύσει αποκλειστικά σε κινεζικά chips, ακολουθώντας τη γραμμή του Πεκίνου για «τεχνολογική κυριαρχία».

Αμφιβολίες και περιορισμοί

Παρά την πρόοδο, αρκετοί αναλυτές προειδοποιούν ότι οι ισχυρισμοί των κινεζικών εταιρειών δεν συνοδεύονται από διαφανή δεδομένα ή ανεξάρτητες μετρήσεις απόδοσης. Σύμφωνα με τον ερευνητή Jawad Haj-Yahya, τα κινεζικά chips αποδίδουν εξίσου καλά σε εφαρμογές πρόβλεψης AI, αλλά υστερούν σημαντικά σε πολύπλοκες αναλυτικές διεργασίες, όπου οι ΗΠΑ εξακολουθούν να διατηρούν πλεονέκτημα.

Η στρατηγική του Πεκίνου

Ο Πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ έχει θέσει ως εθνικό στόχο τη μετατροπή της Κίνας σε παγκόσμιο ηγέτη της τεχνολογίας, από τις ανανεώσιμες πηγές μέχρι την τεχνητή νοημοσύνη. Η πολιτική του «υψηλής ποιότητας ανάπτυξης» στοχεύει να απεξαρτήσει τη χώρα από τη Δύση και να την κάνει αυτάρκη.

Η νέα εμπορική σύγκρουση με την κυβέρνηση Τραμπ, που έχει επιβάλει αυστηρούς δασμούς και περιορισμούς εξαγωγών chips, κάνει το στοίχημα της τεχνολογικής αυτονομίας ακόμη πιο κρίσιμο.

Ωστόσο, το κρατικά ελεγχόμενο μοντέλο καινοτομίας της Κίνας, προειδοποιούν ειδικοί όπως η καθηγήτρια Chia-Lin Yang του Πανεπιστημίου Ταϊβάν, μπορεί να περιορίσει τη δημιουργικότητα αν όλοι οι παίκτες εστιάζουν στο ίδιο «εθνικό όραμα».

Ο δρόμος προς την τεχνολογική ανεξαρτησία

Παρά τα εμπόδια, η Κίνα έχει δημιουργήσει μια ζωντανή, δυναμική και εξαιρετικά ανταγωνιστική αγορά υψηλής τεχνολογίας. Οι αναλυτές συμφωνούν ότι η χώρα θα συνεχίσει να εξαρτάται από τις ΗΠΑ για τα πλέον προηγμένα chips τα επόμενα χρόνια, ωστόσο το χάσμα μειώνεται ραγδαία.