Μια ρεαλιστική ανάλυση της τουρκικής ισχύος, της γεωστρατηγικής θέσης και των μεταβλητών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια ιστορική ανατροπή.
Σε μια εποχή γεωπολιτικής μετάβασης, το ερώτημα της επιστροφής της Κωνσταντινούπολης δεν είναι ζήτημα μνήμης ή συναισθηματισμού, αλλά καθαρά ζήτημα ισχύος. Η Τουρκία, ως δομική απειλή, δεν θα συρρικνωθεί με ευχές, αλλά μόνο με στρατηγικά αντίβαρα, δηλαδή με την προετοιμασία του Ελληνισμού για την κατάλληλη στιγμή.
Για να εξετάσουμε αυτό το ενδεχόμενο, πρέπει πρώτα να αναλύσουμε τον ρόλο της Τουρκίας στο διεθνές σύστημα και το ισοζύγιο δυνάμεων στην περιοχή. Το ερώτημα για την επιστροφή της Κωνσταντινούπολης είναι ένα στρατηγικό ζήτημα που απαιτεί ψυχρή αποτίμηση της ισχύος, συστημική ανάλυση και γεωπολιτική αξιολόγηση. Η Ιστορία δεν επιτρέπει να επιστρέψει ένας γεωγραφικός χώρος επειδή το επιθυμεί μια πλευρά ή η άλλη, αλλά μόνο όταν η ισορροπία ισχύος αλλάζει, σε συνδυασμό με εσωτερική και εξωτερική ενδυνάμωση. Για να το κατανοήσουμε αυτό, πρέπει να αξιολογήσουμε το μέγεθος της Τουρκίας σε πληθυσμιακή, στρατιωτική, οικονομική και γεωγραφική κλίμακα σε σχέση με το διεθνές σύστημα.
Η Γεωγραφία και οι Μεταβλητές της Τουρκικής Ισχύος
Η σταθερά της, δηλαδή η γεωγραφική θέση της Τουρκίας στον κόμβο τριών ηπείρων, της προσδίδει διαχρονικά γεωστρατηγική αξία, λειτουργώντας είτε ως δίαυλος είτε ως εμπόδιο για τις παγκόσμιες ροές ισχύος. Αυτή η γεωγραφία είναι το μόνιμο πλεονέκτημά της. Αντίθετα, το οικονομικό, στρατιωτικό και πληθυσμιακό της μέγεθος είναι μεταβλητές που καθορίζουν αν μπορεί να αξιοποιήσει αυτό το πλεονέκτημα.
Το διεθνές σύστημα μετασχηματίζεται από μονοπολικό σε Δικεντρικό – Πολυπολικό, με δύο κύρια κέντρα ισχύος που εμπεριέχουν πολλούς επιμέρους πόλους. Από τη μία βρίσκεται το Δυτικό μπλοκ με πυρήνα τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους και από την άλλη το Ανατολικό μπλοκ με τον Άξονα του Παγκόσμιου Νότου υπό τη Ρωσία, την Κίνα, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα. Ανάμεσά τους εκτείνεται η Γκρίζα Ζώνη, στην οποία εντάσσονται τα swing powers ή swing states, κράτη που κινούνται μεταξύ Ανατολής και Δύσης με συνεχείς γεωπολιτικούς ελιγμούς. Σε αυτό το νέο σύστημα οι Ηνωμένες Πολιτείες χάνουν σταδιακά την παγκόσμια ηγεμονία τους, ενώ η Άγκυρα, ως τυπικό swing power της Γκρίζας Ζώνης, επιδιώκει να διεκδικήσει νέο ρόλο μέσα από ελιγμούς ανάμεσα στα δύο κέντρα ισχύος. Δεν αρκείται πλέον σε έναν υποστηρικτικό ρόλο στη Δύση, αλλά επιδιώκει να αναδειχθεί σε αυτόνομο γεωπολιτικό παράγοντα με περιφερειακές και διεθνείς φιλοδοξίες.
Η Άγκυρα λοιπόν πραγματοποιεί γεωπολιτικούς ελιγμούς μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας, επιδιώκοντας να αναβαθμιστεί από μεσαία σε μεγάλη δύναμη. Αυτή η στρατηγική οδηγεί σε σύγκρουση στο Αιγαίο και στην Κύπρο, ακριβώς γιατί συγκρούεται και με το Ισραήλ, το οποίο έχει μετατραπεί σε προκεχωρημένο φυλάκιο των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο, κάτι που επηρεάζει άμεσα και τις ίδιες τις ΗΠΑ. Σε αυτό το σημείο, η σύγκρουση συμφερόντων είναι με μαθηματική ακρίβεια αναπόφευκτη.
Επιπλέον, ο συνδυασμός του σχεδίου για το κανάλι της Κωνσταντινούπολης με το πρόγραμμα πυρηνικής ενέργειας εντείνει την προβληματικότητα της τουρκικής ανόδου. Αν το κανάλι ολοκληρωθεί, η Τουρκία θα αποκτήσει τον έλεγχο της ροής ισχύος μεταξύ Μαύρης Θάλασσας και Μεσογείου, παρακάμπτοντας τη Συνθήκη του Μοντρέ, και θα εκβιάζει Ρωσία και ΗΠΑ. Αν παράλληλα αποκτήσει και πυρηνική ισχύ, θα πάψει να είναι ελεγχόμενη δύναμη και θα καταστεί δυνητικά ηγεμονική απειλή για όλη την Ευρασία και την Ανατολική Μεσόγειο.
Άρα, σύμφωνα με τα παραπάνω, όσο η Τουρκία διατηρεί αυτή τη γεωπολιτική ορμή, τόσο αυξάνεται και η ρεαλιστική πιθανότητα να επιστρέψει η Κωνσταντινούπολη στον Ελληνισμό. Η προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι η συρρίκνωση του μεγέθους της Τουρκίας, ώστε να καταστεί ελεγχόμενη. Με απλά λόγια, η ανακοπή της ανάπτυξής της θα απαιτούσε ήττα, κατακερματισμό ή ακόμη και βίαιη γεωπολιτική μεταβολή. Χωρίς αυτό, η γεωγραφία της λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής ισχύος και την απομακρύνει από τη Δύση.
Για να γίνει αυτό εφικτό, πρέπει να συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις:
Α) Η δημιουργία Κουρδικού Κρατιδίου, που θα λειτουργήσει ως στρατηγικό ανάχωμα και θα μειώσει την εδαφική και δημογραφική συνοχή της Τουρκίας.
Β) Η επιστροφή του Ιράν στη δυτική σφαίρα επιρροής υπό νέο καθεστώς, γεγονός που θα μετατοπίσει την ισορροπία στη Μέση Ανατολή και θα μετατρέψει την Τουρκία από γέφυρα σε απομονωμένη ενδιάμεση ενώ ταυτόχρονα θα αφαιρέσει από την Άγκυρα το περιφερειακό της βάθος προς τη Μέση Ανατολή.
Γ) Η επίτευξη στρατηγικής σύγκλισης ΗΠΑ και Ρωσίας κατά της Κίνας, μέσω της νέας διοίκησης Τραμπ. Αν η Ουάσινγκτον καταφέρει να ρυμουλκήσει τη Μόσχα δυτικότερα, τότε η διάρρηξη του ΣινοΡωσικού άξονα θα επιτρέψει την αναδιοργάνωση της παγκόσμιας τάξης και τη μετατόπιση της αμερικανικής ισχύος στον Ειρηνικό. Σε αυτήν τη νέα διάταξη, Τουρκία καθίσταται γεωπολιτικά πλεονάζουσα και υποψήφια για αποδόμηση.
Η πιθανότητα συρρίκνωσης της Τουρκίας ως αποτέλεσμα εξωτερικής στρατηγικής πίεσης γίνεται όλο και πιο σημαντική γεωπολιτική υπόθεση. ΗΠΑ και Ισραήλ, βλέποντας την Άγκυρα ως απρόβλεπτη και αποσταθεροποιητική δύναμη με αυξανόμενες φιλοδοξίες (στο Αιγαίο, την Κύπρο, την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και στον πυρηνικό τομέα), επεξεργάζονται τρόπους ανάσχεσης της τουρκικής επιρροής. Για την Ουάσινγκτον και το την Ιερουσαλήμ, μια Τουρκία με αυτόνομο πυρηνικό πρόγραμμα και νέα στρατηγική ταυτότητα θεωρείται απειλή μεγαλύτερη ακόμη και από το Ιράν ή τη Ρωσία, ιδίως αν συνεχίσει να λειτουργεί ως περιφερειακός τρομοκράτης ή ενισχύσει δυνάμεις όπως η Χαμάς και ομάδες στη Λιβύη ή τη Συρία.
Το σενάριο «συρρίκνωσης» αφορά συνδυασμό εξωτερικών μηχανισμών πιέσεων, δηλαδή ελεγχόμενες κρίσεις, περικύκλωση μέσω συμμαχιών, αποδυνάμωση οικονομικής και τεχνολογικής αυτονομίας, εκμετάλλευση εσωτερικών αντιφάσεων και απομόνωση από δυτικά δίκτυα. Σε ένα περιβάλλον που ΗΠΑ και Ρωσία πλησιάζουν λόγω του κινεζικού παράγοντα, η Τουρκία χάνει την αξία της ως γεωστρατηγικό ανάχωμα και γίνεται ευκολότερα διαχειρίσιμος αντίπαλος, παρά αναγκαίος σύμμαχος. Επιπλέον, ο αναβαθμισμένος ρόλος της Άγκυρας υπονομεύει την ηγεμονία των ΗΠΑ στην περιοχή, κάτι που οδηγεί σε περαιτέρω πιέσεις για περιορισμό της μεγάλης επιρροής της Τουρκίας.
Εάν, υπό συντονισμό ΗΠΑ, Ισραήλ, συμμάχων και Ρωσίας, ενεργοποιηθεί ένας διαρκής μηχανισμός στρατηγικής φθοράς και περιορισμού, η Τουρκία θα απωλέσει δυνατότητες ελιγμών. Η σταδιακή μείωση της τεχνολογικής και στρατηγικής της αυτοδυναμίας μπορεί να οδηγήσει σε υποχώρηση ή ακόμη και διάσπαση (συρρίκνωση γεωγραφικά και πολιτικά). Σε αυτό το σενάριο, η Τουρκία θα πάψει να «γράφει» η ίδια την ιστορία της, και θα γίνει αντικείμενο της ιστορίας που προγραμματίζεται από ισχυρούς εξωτερικούς παράγοντες.
Τέλος, το ζήτημα της Κωνσταντινούπολης τίθεται μόνο σε τέτοιες ακραίες συνθήκες ριζικής αναδιάταξης ισχύος και όχι ως αποτέλεσμα ρομαντισμού ή εθνικής μνήμης, αλλά ως συνέπεια της ανακατανομής του συστημικού συσχετισμού δύναμης στην Ευρασία και την Ανατολική Μεσόγειο. Τότε, και μόνο τότε, θα μπορούσε να τεθεί το ζήτημα της Κωνσταντινούπολης, όχι ως πράξη επιστροφής, αλλά ως αποτέλεσμα στρατηγικής εξισορρόπησης σε έναν μεταβαλλόμενο χάρτη ισχύος. Η Ιστορία είναι αμείλικτη: δεν επιστρέφει στους νοσταλγούς, αλλά στους ρεαλιστές.
Ο Ελληνισμός, αντί να αναλώνεται σε συναισθηματισμούς, πρέπει να προετοιμαστεί συστηματικά για τη συγκυρία που θα αναδυθεί από τη πιθανή στρατηγική συρρίκνωση της Τουρκίας. Να ενισχύσει την αποτρεπτική του ικανότητα, να χτίσει συμμαχίες και να χαρτογραφήσει από τώρα τα στρατηγικά σημεία της επόμενης μέρας. Όταν το διεθνές σύστημα γεννήσει το ρήγμα, ο Ελληνισμός θα πρέπει να είναι έτοιμος να το αξιοποιήσει, όχι για λόγους εκδίκησης, αλλά για γεωπολιτική αποκατάσταση. Η Τουρκία, ως δομική απειλή, δεν θα συρρικνωθεί με προσευχές, αλλά με στρατηγικά αντίβαρα.
Είναι πλέον επιτακτικό ο ελλαδικός γεωπολιτικός χώρος να ανασυνταχθεί υπό το πρίσμα της στρατηγικής του θέσης και να αποδεσμευτεί από τη μικροκλίμακα της περιφερειακής του αυτοαντίληψης. Η ανάλυση δεν μπορεί να εδράζεται στο τοπικό αλλά στο συστημικό. Ελλάδα και Κύπρος οφείλουν να κινούνται βάσει των εθνικών τους συμφερόντων και να τα αξιοποιούν μέσω της διασύνδεσής τους με τη χρησιμότητά τους εντός της συμμαχικής αρχιτεκτονικής. Η προβολή ισχύος στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο καθίσταται δομική προτεραιότητα. Η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης, η οριοθέτηση ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου και, επιτέλους, η διαμόρφωση δόγματος απελευθέρωσης των κατεχομένων συνιστούν επιχειρησιακές προϋποθέσεις.
Όταν η Ιστορία επιταχύνει και η συγκυρία γεννά στρατηγικά ρήγματα, τα έθνη δεν επιτρέπεται να αιφνιδιάζονται, αλλά να λειτουργούν με προνοητικότητα και αποφασιστικότητα. Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία, όπως έγραψε ο Ανδρέας Κάλβος- Προσθέτω όμως ότι θέλει επίσης ηγεσία, και στρατηγική. Αν λοιπόν σε ένα τέτοιο σενάριο το τηλέφωνο χτυπήσει ξανά από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού για να ζητηθεί η παύση των επιχειρήσεων, όπως συνέβη τότε με τη Μικρασιατική Εκστρατεία, η κλήση αυτή τη φορά πρέπει να μείνει αναπάντητη, μέχρι η αποστολή να ολοκληρωθεί (οριστικά), αυτή τη φορά. Η Ιστορία είναι αμείλικτη, δεν επιστρέφει στους νοσταλγούς, αλλά στους ρεαλιστές .
Το Ισραήλ πάντως μάς κλείνει το μάτι με νόημα. Εμείς μπορούμε;
MSc in International Relations, Strategy & Security