Την τελευταία δεκαετία, η Ευρώπη έχει βρεθεί στο επίκεντρο ενός μεταναστευτικού κύματος χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Πλήθος μουσουλμάνων προσφύγων – κυρίως από τη Συρία, το Αφγανιστάν, τη Λιβύη και άλλες περιοχές με εμφυλίους πολέμους και αυταρχικά καθεστώτα – αναζήτησαν και αναζητούν καταφύγιο στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να σωθούν από τη βία, την τρομοκρατία και την κρατική διάλυση από τις χώρες καταγωγής τους.
Όμως, η υποδοχή που τους προσφέρθηκε – συχνά με κόστος την κοινωνική συνοχή των χωρών φιλοξενίας – δεν οδήγησε παντού σε αφομοίωση. Αντιθέτως, σε πολλές περιπτώσεις, ανέδειξε βαθύτατες και επικίνδυνες πολιτισμικές ασυμβατότητες.
Ένα ανησυχητικό ποσοστό των μουσουλμάνων μεταναστών, ιδίως όσων προέρχονται από θεοκρατικά ή φονταμενταλιστικά καθεστώτα, δεν επιδεικνύουν πρόθεση προσαρμογής στον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής. Δεν ενστερνίζονται βασικές αρχές των δυτικών κοινωνιών – όπως η ελευθερία της έκφρασης, η ισότητα των φύλων, η ανεξιθρησκία και ο σεβασμός στο κοσμικό κράτος.
Αντίθετα, επιδιώκουν να αναπαραγάγουν, μέσα στις ευρωπαϊκές πόλεις, τους ίδιους θρησκευτικούς και κοινωνικούς κανόνες από τους οποίους δήθεν δραπέτευσαν και από τους οποίους δηλώνουν πως κινδυνεύουν. Παρατηρούνται φαινόμενα κλειστών κοινοτήτων, «άτυπων» θρησκευτικών δικαστηρίων (sharia courts), επιβολής ενδυματολογικών κανόνων σε γυναίκες, και συχνά επιθετικής στάσης απέναντι σε όποιον ή ό,τι αποκλίνει από τις πεποιθήσεις τους.
Σε πολλές περιπτώσεις, η συμπεριφορά αυτών μεταναστών δεν περιορίζεται στην απόρριψη του δυτικού πολιτισμού, αλλά εξελίσσεται σε προσπάθεια επιβολής της δικής τους κοσμοθεωρίας όπου σε αρκετές περιπτώσεις η χρήση ωμής βίας δεν ελλείπει. Σχολεία, πανεπιστήμια, δημόσιοι χώροι, ακόμα και το δικαστικό σύστημα, πιέζονται – είτε μέσω πολιτικής ορθότητας είτε μέσω απειλών – να "σεβαστούν" πρακτικές που συγκρούονται ευθέως με τα ανθρώπινα δικαιώματα, τον ορθό λόγο και τις αξίες της ευρωπαϊκής δημοκρατίας.
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι ούτε σποραδικό ούτε μεμονωμένο. Ενδεικτικές είναι οι αντιδράσεις φανατικών μουσουλμάνων σε χώρες όπως η Γαλλία, η Σουηδία και η Ολλανδία, όπου έχουν σημειωθεί επεισόδια βίας με αφορμή σκίτσα, δηλώσεις ή συμπεριφορές που κρίθηκαν "προσβλητικές" προς το Ισλάμ. Το γεγονός ότι αρκετοί από τους δράστες αυτών των επιθέσεων είχαν φιλοξενηθεί ως πρόσφυγες, γεννά σοβαρά ερωτήματα για τα κριτήρια ασύλου και την αποτυχία των ευρωπαϊκών πολιτικών ενσωμάτωσης.
Το τραγικό παράδοξο που διαπιστώνεται είναι πως άνθρωποι που εγκατέλειψαν τις πατρίδες τους για να ξεφύγουν από εμφυλίους πολέμους και θρησκευτικό φανατισμό, φέρνουν μαζί τους τις ίδιες παθογένειες. Φέρνουν την αδιαλλαξία, τη θρησκευτική υπεροψία και – σε αρκετές περιπτώσεις – ακόμα και την τρομοκρατία.
Δεν πρόκειται για απλές πολιτισμικές διαφορές. Πρόκειται για συστηματική εισαγωγή αναχρονιστικών και επικίνδυνων αντιλήψεων σε κοινωνίες που θεμελιώθηκαν πάνω στη φιλελεύθερη σκέψη, τα ατομικά δικαιώματα και τον πολιτικό πλουραλισμό.
Η Ευρώπη καλείται να απαντήσει σε ένα δύσκολο αλλά κρίσιμο ερώτημα. Μέχρι πού μπορεί να φτάσει η ανοχή της χωρίς να αυτοαναιρεθεί; Διότι όταν οι δημοκρατικές αξίες παραδίδονται στο όνομα της «πολυπολιτισμικότητας», όταν η έννοια του «ασύλου» μετατρέπεται σε εργαλείο πολιτισμικής αποδόμησης, τότε η κοινωνική ειρήνη δεν απειλείται από τον ρατσισμό, αλλά από τον συνειδητό εφησυχασμό.
Η μεταναστευτική πολιτική πρέπει να επαναξιολογηθεί, όχι με όρους ξενοφοβίας, αλλά με βάση την αντικειμενική διαπίστωση ότι ο πολιτισμός δεν είναι αφηρημένη έννοια. Έχει όρια, αξίες, νόμους και απαιτεί σεβασμό. Και αν αυτοί που φιλοξενούνται αρνούνται να σεβαστούν τους οικοδεσπότες τους, τότε η ευθύνη για την επόμενη κοινωνική κρίση θα βαραίνει όχι μόνο τους εισερχόμενους, αλλά και τους ηγεμονεύοντες που σιωπούν.
Αλέξανδρος Αλεξάνδρου
Δικηγόρος - Νομικός
Μέλος Εκτελεστικού Γραφείου ΔΗΚΟ





