Το φως της δημοσιότητας είδε τις τελευταίες ημέρες μια θεωρία που, αν αποδειχθεί βάσιμη, ενδέχεται να ανατρέψει θεμελιωμένες αρχαιολογικές και ιστορικές πεποιθήσεις δεκαετιών: η άποψη της γνωστής βυζαντινολόγου και πρώην Πρυτάνεως της Σορβόννης, Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ, σύμφωνα με την οποία ο τάφος που αποδίδεται στον Φίλιππο Β΄ στη Βεργίνα ανήκει στην πραγματικότητα στον ίδιο τον Μέγα Αλέξανδρο.

Με αφορμή τις σχετικές δημοσιεύσεις, η θεωρία αυτή επανήλθε στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα ενθουσιασμού, σκεπτικισμού και αμφιβολίας. Το επιχείρημα που επανέφερε την υπόθεση αυτή στο τραπέζι, είναι η ανίχνευση στον σκελετό του νεκρού της Βεργίνας ιχνών του ορυκτού χουντίτη, ενός σπάνιου υλικού που χρησιμοποιούνταν κατά την ταφική διαδικασία στην αρχαία Αίγυπτο. Η παρουσία αυτού του ορυκτού στον σκελετό, σε συνδυασμό με άλλα επιμέρους στοιχεία, οδηγεί την Αρβελέρ στην εκτίμηση ότι το λείψανο δεν ανήκει στον Φίλιππο Β΄ αλλά στον γιο του, τον κατακτητή της Ασίας και θεμελιωτή μιας από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες της Ιστορίας. Πέρα από τον χουντίτη, η θεωρία στηρίζεται σε μια σειρά από ερμηνευτικά δεδομένα. Ο σκελετός παρουσιάζει τραύμα στην κνήμη, τραύμα που είχε και ο Αλέξανδρος σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ η πανοπλία που βρέθηκε στον τάφο φέρεται να μοιάζει με εκείνη που απεικονίζεται στο διάσημο ψηφιδωτό της μάχης των Γαυγαμήλων στην Πομπηία, όπου ο Μακεδόνας βασιλιάς αναμετράται με τον Δαρείο. Το εν λόγω εύρημα ερμηνεύεται ως εικονική ταύτιση του ταφικού οπλισμού με τη μορφή του Αλεξάνδρου, ενισχύοντας την ιδέα μιας απόκρυφης και εσκεμμένα αθέατης ταφής του στρατηλάτη στο βασιλικό νεκροταφείο των Αιγών.

Η Αρβελέρ προτείνει, επιπλέον, μια συναρπαστική αφήγηση για το πώς το σώμα του Αλέξανδρου, αφού μεταφέρθηκε από τη Βαβυλώνα προς τη Δαμασκό υπό την εποπτεία του Περδίκκα, κλάπηκε καθ’ οδόν από τον Πτολεμαίο και οδηγήθηκε αρχικά στη Μέμφιδα, όπου πιθανόν τάφηκε προσωρινά. Στη συνέχεια, κατά την περίοδο των διαδόχων και μέσα σε ένα σκηνικό πολιτικών αντιπαραθέσεων και προσωπικών διεκδικήσεων, η σορός του φέρεται να μεταφέρθηκε μυστικά πίσω στη Μακεδονία, ώστε να θαφτεί κοντά στους προγόνους του αλλά χωρίς την ανάδειξη του γεγονότος, για λόγους που σχετίζονται με τον ανταγωνισμό μεταξύ της μητέρας του Ολυμπιάδας και της αντιβασίλισσας Ευρυδίκης. Η μεταφορά αυτή θα είχε γίνει, σύμφωνα με την ίδια, σε ένα κλίμα συνομωσίας και σιωπής, με στόχο να μη δημιουργηθούν συμβολικές και πολιτικές αναταράξεις σε μια ήδη εύθραυστη διαδοχή εξουσίας.

Παρά την κινηματογραφική δύναμη της υπόθεσης, η επιστημονική κοινότητα δεν έχει –τουλάχιστον μέχρι σήμερα– αποδεχτεί αυτούς τους ισχυρισμούς. Αντιθέτως, οι ανθρωπολογικές, αρχαιομετρικές και αρχαιολογικές έρευνες που έχουν διεξαχθεί από την ανακάλυψη του τάφου έως σήμερα συγκλίνουν στο ότι ο σκελετός του τάφου ΙΙ ανήκει στον Φίλιππο Β΄. Η ηλικία του νεκρού, η φύση των τραυμάτων του, η εμβιομηχανική ανάλυση των οστών, ακόμα και η θέση της ταφής υποστηρίζουν το αρχικό σενάριο, σύμφωνα με το οποίο πρόκειται για τον πατέρα του Αλέξανδρου. Πιο συγκεκριμένα, οι αναλύσεις που έχουν γίνει από τον Δημόκριτο και άλλους ερευνητικούς φορείς εντοπίζουν σε μεγάλο πλήθος οστών υπολείμματα χουντίτη, όμως η ερμηνεία που δίνεται δεν συνδέει αυτό το στοιχείο αποκλειστικά με αιγυπτιακή

ταφική πρακτική. Αντιθέτως, προτείνεται ότι η χρήση του ορυκτού, σχετίζεται με τελετουργικά υφάσματα, προσωπίδες ή μάσκες που τοποθετούνταν στους νεκρούς κατά την ταφή – πρακτική που δεν ήταν άγνωστη στη Μακεδονία της εποχής. Η επιστημονική αποτίμηση δεν αποδίδει στον χουντίτη τα χαρακτηριστικά απόδειξης ή αποδεικτικού στοιχείου για αιγυπτιακή ταφή ή παραμονή του σώματος στην Αίγυπτο. Παράλληλα, δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για να συσχετιστεί η πανοπλία του τάφου με τον Αλέξανδρο πέραν της εικονογραφικής ομοιότητας, η οποία παραμένει ερμηνευτικά εύπλαστη και ανοιχτή σε πολλαπλές αναγνώσεις.

Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα της θεωρίας Αρβελέρ, και εδώ εντοπίζεται και η βασική της αδυναμία, είναι η απουσία γενετικής, μοριακής ή συγκριτικής ανάλυσης DNA που θα μπορούσε να πιστοποιήσει τη συγγένεια ή τη ταυτότητα του σκελετού. Παρότι η τεχνολογία και τα μέσα υπάρχουν, μέχρι στιγμής δεν έχει ανακοινωθεί δημόσια καμία τέτοια μελέτη που να επιβεβαιώνει ή να απορρίπτει με σαφήνεια τη σύνδεση με τον Αλέξανδρο. Χωρίς αυτό το βήμα, η θεωρία κινείται σε επίπεδο υποθέσεων, σεναρίων και ευφάνταστων αφηγήσεων, περισσότερο παρά σε έδαφος αποδεδειγμένων ιστορικών στοιχείων. Και εδώ προκύπτει το ευρύτερο ζήτημα που έχει να κάνει με την επικοινωνία της αρχαιολογίας στο ευρύ κοινό.

Τέτοιου είδους δημοσιεύματα δίνουν μεγάλη έμφαση στο στοιχείο της ανατροπής, της «συγκλονιστικής αποκάλυψης» και του «ιστορικού θρίλερ», ενώ σε μεγάλο βαθμό απουσιάζει η ψυχραιμία και η επιστημονική εγκράτεια. Η δημοσιογραφική γραφή παρασύρεται συχνά από τη σαγήνη του μυστηρίου, αγνοώντας ότι η αρχαιολογία δεν είναι θέαμα αλλά επιστήμη, και η Ιστορία δεν γράφεται με τίτλους αλλά με αποδείξεις

Από την άλλη, δεν μπορεί να παραγνωρίσει κανείς τη σημασία της θεωρίας της Αρβελέρ για την ανάδειξη ενός θέματος που παραμένει –έστω και ως αντικείμενο εικασιών– ανοιχτό. Η τύχη της σορού του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι ένα από τα μεγάλα αινίγματα της αρχαίας ιστορίας. Η πιθανότητα να έχει ταφεί στη Μακεδονία και να βρίσκεται κάτω από τα μάτια μας εδώ και δεκαετίες, ασκεί τεράστια γοητεία τόσο στο επιστημονικό πεδίο όσο και στην εθνική συνείδηση. Αν αποδεικνυόταν ότι ο ίδιος ο Αλέξανδρος αναπαύεται στη Βεργίνα, η Ελλάδα θα κατείχε ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Ωστόσο, η ανατροπή αυτή, για να αποκτήσει ιστορική και επιστημονική εγκυρότητα, δεν μπορεί να στηριχτεί σε ίχνη ορυκτών ή σε αφηγήσεις με ελλιπή τεκμηρίωση. Απαιτείται στέρεο επιστημονικό έργο, διασταυρώσεις, συγκριτικά ευρήματα, γενετική ταυτοποίηση, διεθνής συμμετοχή και διαφάνεια στη μεθοδολογία. Μόνο τότε μπορεί η ιστορία να επαναγραφεί χωρίς να μετατραπεί σε μυθοπλασία. Ο αρχαιολογικός διάλογος, όσο έντονος κι αν είναι, οφείλει να παραμείνει στο πεδίο της επιστημονικής τεκμηρίωσης και όχι του εντυπωσιασμού.

Συμπερασματικά, η υπόθεση της Αρβελέρ, όσο γοητευτική και αν είναι για το ευρύ κοινό, και όσο κι αν προκαλεί την περιέργεια, χρειάζεται να περάσει από τη βάσανο της αυστηρής επιστημονικής αξιολόγησης και τεκμηρίωσης για να αποκτήσει το κύρος που διεκδικεί. Η ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι αρκετά μεγάλη και σημαντική για να στηρίζεται σε υποθέσεις. Αν τελικά η σορός του έχει επιστρέψει στην πατρίδα του και αναπαύεται στη Βεργίνα, η αλήθεια αυτή αξίζει να λάμψει όχι ως υποθετική αποκάλυψη, αλλά ως επιστημονικό γεγονός με οικουμενική σημασία. Μέχρι τότε, κάθε θεωρία, όσο ενδιαφέρουσα και αν είναι, δεν παύει να παραμένει υπόθεση εν αναμονή επιβεβαίωσης. Κι αν η ιστορία έχει μάθει κάτι στους ερευνητές της, είναι ότι οι μεγάλες ανακαλύψεις απαιτούν μεγάλη υπομονή.

*Καθηγητής-ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην πρύτανης