Υπάρχουν άνθρωποι που έζησαν τη ζωή τους με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, την κέντησαν ανεξίτηλα με τις πράξεις τους και την άφησαν σαν παρακαταθήκη ατίμητη στα παιδιά, στα εγγόνια τους και σε όσους τους γνώρισαν, τους αγάπησαν και τους εκτίμησαν.
Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν η γιαγιά μου, η Χρυσταλλένη Μιτσίδου. Μια γυναίκα πανέξυπνη, αυστηρή μα δίκαιη, γεμάτη πείσμα και μεγάλη διαύγεια πνεύματος. Μια Ελληνίδα παιδαγωγός σε χρόνια σκληρά και δύσκολα για τις γυναίκες, που κατάφερε, όμως, να γίνει φάρος πίστης, επιμονής, ακατάβλητης προσπάθειας και εργατικότητας για όσους την γνώρισαν .
Αυτό το αφήγημα είναι η δική μου απόδοση τιμής, το δικό μου μεγάλο «ευχαριστώ», στη γυναίκα που μας άφησε σαν κληρονομιά όχι μόνο το όνομα της αλλά και έναν κόσμο ολόκληρο: Τον κόσμο της Δασκάλας με τα μαύρα, δηλαδή των αρχών και αξιών, της σκληρής δουλειάς, της αξιοπρέπειας, του σεβασμού, του φιλότιμου και της λεβεντιάς μιας εκπαιδευτικού που τίμησε την ελληνική Παιδεία και φώτισε εκατοντάδες παιδιά.
Γαλανομάτα κόρη
1891, Χρυσηίδα Κυθραίας. Γεννιέται η γιαγιά μας, Χρυσταλλένη, μια ωραία γαλανομάτα κόρη, το γένος Γεωργιάδη. Αυτή η γυναίκα δεν ήταν απλώς η γιαγιά μας. Ήταν μια εποχή ολόκληρη, μιας Κύπρου που δεν υπάρχει σήμερα και μιας γενιάς βασανισμένης, ταλαιπωρημένης από τη ζωή, αλλά υπερήφανης και στερεωμένης σε ελληνικές αρχές και χριστιανικές αξίες.
Μεγάλωσε σε μια Κύπρο υπό αγγλική κατοχή, σε έναν κόσμο όπου οι γυναίκες σπάνια είχαν φωνή κι ακόμα πιο σπάνια, παιδεία. Οι έγγαμες γυναίκες δεν επιτρεπόταν να εργαστούν. Η Κύπρος, τότε, βρισκόταν κάτω από το νόμο του Marriage Bar… οι παντρεμένες γυναίκες έμεναν υποχρεωτικά στο σπίτι για να ευτυχεί η οικογένεια. Ένας νόμος που ίσχυε ακόμη και στη Βρετανία…
Προοδευτική, όμως, η ίδια και πεισματάρα, ήξερε τι ήθελε να κάνει με τη ζωή της και ενάντια στις απαγορεύσεις των τότε καιρών, τόλμησε και σπούδασε διδασκάλισσα, όταν η μόρφωση για μια νέα γυναίκα ήταν πράξη αντίστασης στο κατεστημένο και στην πατριαρχική κοινωνία.
Ήταν μια από τις 10 πρώτες δασκάλες, γύρω στο 1906. Αργότερα έγινε και διευθύντρια . Το εγχείρημα πολύ δύσκολο, εάν σκεφτεί κανείς ότι οι γυναίκες στη Κύπρο απέκτησαν δικαίωμα ψήφου μόλις το 1960… Όταν αποφοίτησε από το διδασκαλείο και σκεφτόταν τι θα κάνει με τη ζωή της, όπως η ίδια μου διηγούνταν , εμφανίζεται στη ζωή της, ξαφνικά, ο Γιώργος Μιτσίδης, ένας ωραίος νεαρός από το διπλανό χωριό της Μιας Μηλιάς, ο οποίος μαγεύτηκε από την Χρυσταλλένη.
Συστηματικά τον εύρισκε κανείς να περιπατεί έξω από το σπίτι της, να την καμαρώνει στο μπαλκόνι ενόσω αυτή χτένιζε τα μαλλιά της… και είμαι σίγουρη ότι η κίνηση χτενίσματος της δεν ήταν τυχαία. Ένα όμορφο ειδύλλιο πλέχτηκε και, ένας Ρωμαίος και μια Ιουλιέττα γεννήθηκαν στη Κυθραία. Η κατάληξη της ιστορίας αυτής είχε αίσιο τέλος.
Μεγάλο χτύπημα
Ο παππούς έλεγε στον περίγυρο του ότι ήθελε να την παντρευτεί. Το είπε και στην ίδια μια μέρα: «Εσένα θα σε παντρευτώ». Το είπε και το έκανε πράξη. Ευτυχισμένοι πια κι οι δυο μαζί, στη Μία Μηλιά, δημιουργούν την πολυμελή τους οικογένεια. Τα τέσσερα αγόρια καταφθάσανε πολύ γρήγορα . Η προγιαγιά μας, Χατζηειρήνη, δίπλα της πάντα για βοήθεια στο σπίτι, ο παππούς στα χωράφια και στις αγροτικές εργασίες , μια κυπριακή πολυμελής οικογένεια της εποχής εκείνης.
Και ενώ όλο αυτό φαινόταν να εξελίσσεται όμορφα, στα 27 της μόλις χρόνια, και 40 ημερών λεχώνα, έρχεται το πρώτο μεγάλο χτύπημα να ταράξει τη ζωή της με βίαιο τρόπο, κάτι που γύρισε τον κόσμο της Χρυσταλλένης ανάποδα. Ο ξαφνικός χαμός του συζύγου της, του παππού μας Γιώργου. Της τον πήρε η φρικτή Ισπανική γρίπη του 1918, που θέρισε εκατομμύρια ανθρώπων σε όλο τον κόσμο.
Χήρα πιά , ανασυντάσσεται αναγκαστικά. Με τέσσερα αγόρια στην ποδιά της, τον Αντώνη, τον Πέτρο, τον Κώστα και το μόλις 40 ημερών νεογνό, τότε, αβάφτιστο Γιώργο, ο οποίος πήρε και ως εκ τούτου το όνομα του πατέρα του.
Η μοίρα σκληρή, την ανάγκασε να συγκροτηθεί και να σκεφτεί, για να μην τη πάρει από κάτω το ποτάμι. Έτσι, η μαυροφορεμένη πια μέχρι το τέλος της ζωής της, γιαγιά Χρυσταλλένη, με όπλα τον δυνατό της χαρακτήρα, το πείσμα και την αποφασιστικότητα της για επιβίωση, δεν τα βάζει κάτω. Με συμπαραστάτη την αγία μητέρα της, την προγιαγιά μας , Χατζηειρήνη, νοικοκυρά με τα όλα της, να την βοηθά να μεγαλώσει τα παιδιά της, να τα μορφώσει και να τα εκπαιδεύσει μέχρι και στα ανώτερα εκπαιδευτικά Ιδρύματα.
Ο μεγάλος γιος, ο Αντώνης Μιτσίδης, δημοσιογράφος και διορισμένος στην σημαντική θέση του Διευθυντή των Ελληνικών προγραμμάτων στο περίφημο BBC και μετά από αλλεπάλληλες προαγωγές, κατέληξε να είναι Αρχισυντάκτης της Ευρύτερης περιοχής Βαλκανίων και μετά Ευρώπης, στο BBC World. Ήταν γνωστός κι αγαπητός στην ευρύτερη οικογένεια Κύπριων και Ελλαδιτών στο Λονδίνο και όχι μόνον.
Περί δικαίου αίσθημα
Δεύτερος ηλικιακά, ο Πέτρος Μιτσίδης, το δεξί της χέρι, όπως μου είχε εκμυστηρευτεί η ίδια, να βοηθά παντού, στα χωράφια, να παίρνει και να φέρνει φαγητό για τους εργάτες, στο σπίτι με το φούρνισμα του ψωμιού ακόμη και με το μαγείρεμα, αυτός ήταν ο πατέρας μου. Αποφοιτά μεν από το Διδασκαλείο, διορίζεται όμως στη σημαντική θέση του οικονομικού πνεύμονα του Δημαρχείου Λευκωσίας, υπεύθυνος του Τμήματος επιβολής και συλλογής των δημοτικών φόρων.
Να σημειώσουμε εδώ πως ο μισθός του, λόγω της μορφώσεως του, ήταν διπλάσιος των διορισμένων διδασκάλων. Μια λεπτομέρεια ακόμη. Διορίζεται από το Δημαρχείο, ένεκα της ιδιότητας του διδασκάλου, σαν ο υπεύθυνος της τότε Δημοτικής Βιβλιοθήκης. Παρένθεση δική μου, εκεί κι εγώ, με χαρά περνούσα τις ώρες μου τα καλοκαίρια ξεφυλλίζοντας και διαβάζοντας πολλά βιβλία. Η μυρωδιά του χαρτιού, της φρεσκοτυπωμένης εφημερίδας και της βιβλιοθήκης, παραμένουν μέχρι και σήμερα ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Όμορφες ανέμελες εποχές.
Ο Κώστας Μιτσίδης, ο αγαπημένος μου νονός, τρίτος στη σειρά, μορφώνεται και αυτός στο Διδασκαλείο και συνεχίζει στα βήματα της σεβαστής του μητέρας, σαν ένας πολύ επιτυχημένος και φιλοσοφημένος δάσκαλος, αφήνοντας και αυτός όπως και η γιαγιά Χρυσταλλένη τη δική του σφραγίδα. Δίδαξε σε όλη τη Κύπρο, μεταλαμπαδεύοντας στους μαθητές του, προ πάντων όμως στα ίδια του παιδιά, τη φιλοσοφία του περί δικαίου αισθήματος και γνώσης.
Τέταρτος , ο Γιώργος. Μιτσίδης. Η προοδευτική γιαγιά Χρυσταλλένη τον στέλνει για σπουδές στη Δραματική Σχολή του Λονδίνου απ’ όπου, απόφοιτος πια, εργοδοτείται και αυτός στο BBC. Αργότερα επαναπατρίζεται το 1954 για να συμβάλει στη δημιουργία του Κυπριακού Ραδιοφώνου και μετά στην Κυπριακή Τηλεόραση, το σημερινό ΡΙΚ.
Τέτοια παιδιά γαλούχησε, μέσα σε αντίξοες και σκληρές συνθήκες , μια γυναίκα μόνη. Ο διορισμός της στο δημόσιο, που μέχρι τότε απαγορευόταν, όπως λέχθηκε πιο πάνω, σε ύπανδρες γυναίκες, έγινε πλέον εφικτός λόγω χηρείας.
Δίδαξε, μόρφωσε, φώτισε
Έτσι ξεκίνησε και η πορεία της ανά την Κύπρο: Σε χωριά και κωμοπόλεις, Λάπηθο, Καραβά, Πάφο, Καϊμακλί, κλπ με μια βαλίτσα στο χέρι και τα βιβλία της, δίδαξε, μόρφωσε, φώτισε. Έμπαινε στα χωριά σαν η μορφωμένη μαυροφορεμένη δασκάλα και γινόταν ένα με τις μικρές κοινωνίες των χωριών που την λάτρεψαν. Τα σπίτια άνοιγαν τις πόρτες τους να την υποδεχτούν, να την φιλέψουν, να την γνωρίσουν.
Σε κάθε περιοχή που πήγαινε μάζευε συνταγές, κατέγραφε ήθη και έθιμα, συνέλεγε μέχρι και είδη κεντημάτων, άλλα με το βελονάκι κι άλλα με το βελόνι και τη κλωστή. Διάσημα αυτά τα κεντήματα του Καραβά και της Λαπήθου, ιδίως οι δαντέλες με τα καρουλάκια, κάτι που θυμάμαι ότι την εντυπωσίασε τόσο πολύ, που την άκουγα να μιλά με δέος για τις κεντήστρες τις περιοχής.
Παρένθεση: Αυτές τις δαντέλες με τα καρουλάκια τις συνάντησα σε ένα από τα ταξίδια μου, πολύ αργότερα να κατασκευάζονται, πάντα διά χειρός, στην πόλη Bruges, στο Βέλγιο. Η Κύπρος μας, τελικά, όλα τα είχε. Κι η γιαγιά τα ανακάλυπτε. Με αυτά τα κεντήματα δημιούργησε ένα δικό της ιδιόμορφο βιβλίο (το οποίο κληρονόμησα) όπου καρφίτσωνε κι έραβε με μεγάλη λεπτομέρεια, επιμέλεια και αγάπη τα διάφορα δείγματα.
Μια γυναίκα με πολλά ενδιαφέροντα και με όρεξη όχι απλώς να διδάξει αλλά και να μάθει. Με χαρά παραδέχομαι πως κληρονόμησα αυτό το ανήσυχο και πάντα ανικανοποίητο για μάθηση πνεύμα της, ναι, αυτήν τη περιέργεια που είχε, της αεί διδασκόμενης…
Όταν μετατέθηκε στην Πάφο, πήρε κοντά της και μια ψυχοκόρη, τη Δώρα, για να τη βοηθά και την οποία αργότερα προίκισε και πάντρεψε με κάποιον νεαρό, τον Χριστόφορο. Πάντα δίκαιη και σωστή. Η φήμη της ξεπερνούσε τα σχολεία όπου εργαζόταν. Τη θυμόντουσαν με σεβασμό σαν μια αγέρωχη και αυστηρή φυσιογνωμία.
Τάξη και πειθαρχία
Στο σπίτι, η τάξη έπρεπε να ήταν απόλυτη. Ήταν θέμα επιβίωσης. Η γιαγιά είχε σύστημα σχεδόν… στρατιωτικό. Στο τραπέζι, πρώτα σερβιριζόταν η προγιαγιά Ειρήνη, ύστερα εκείνη. Και μετά, πάντα ηλικιακά, με τη σειρά γέννησης τους, τα τέσσερα της αγόρια.
Μέσα σε αυτή τη πειθαρχία, υπήρχε και η δυναμική των αδελφών, οι δύο «φατρίες» της οικογένειας, άτυπες αλλά υπαρκτές. Ο Αντώνης, ο πρωτότοκος, συμμαχούσε με τον μικρότερο Γιώργο. Από την άλλη, ο Πέτρος ,ο δεύτερος, ο αγαπημένος μου πατέρας, τα πήγαινε πάντα πολύ καλά με τον τρίτο, τον Κώστα, όπερ και έγινε, τιμής ένεκεν και νονός μου.
Κάπου-κάπου λοιπόν, όπως ήταν φυσικό, ανάμεσα στις σχέσεις αυτές, εκδηλώνονταν μικρά δράματα καθημερινότητας με εντάσεις, πείσματα , τσακωμούς και καμιά φορά πράξεις που έγραψαν ιστορία. Σοβαρές για το τότε, αστείες και κωμικοτραγικές για το σήμερα.
Όπως εκείνο το περίφημο μεσημέρι με τα μακαρόνια και την βραστή όρνιθα …Στρατιωτικός ο νόμος του σερβιρίσματος…Ηλικιακά… Η προγιαγιά σερβίρεται πρώτη. Ακολουθεί η γιαγιά Χρυσταλλένη. Παίρνει σειρά ο Αντώνης. Όμως είχε προηγηθεί άγριος καυγάς, φυσικοί καυγάδες μεταξύ αγοριών έτσι όπως τα αδέρφια ξέρουν να κάνουν, ανάμεσα στον Αντώνη και τον Πέτρο.
Στο τραπέζι, σιωπές γεμάτες ένταση και νεύρα.
Ήταν τότε που ο Αντώνης, μέσα στον μεγάλο του θυμό, πήρε θέση. Εμ, δε θα σερβιριζόταν. Όχι επειδή δεν πεινούσε αλλά για να μην σερβιριστεί μετά ο Πέτρος. Κι αφού κανείς δεν μπορούσε να παρακάμψει τη σειρά, αυτό σήμαινε πως κανείς δεν θα έτρωγε! Η γιαγιά στάθηκε, κοίταζε.
Δεν φώναξε. Δεν διαπραγματεύτηκε. Και δεν έσπασε τη σειρά…η πειθαρχία ήταν η ίδια η ραχοκοκαλιά της οικογένειας της.
-Αντώνη σερβιρίσου, διέταξε!
Ο Αντώνης, χέρια σφικτά δεμένα στο στήθος μπροστά, με το κεφάλι προς τα πάνω σε κίνηση επανειλημμένης άρνησης.
-Όχι-
-Αντώνη σερβιρίσου!
-Όχι, όχι!
-Εάν δεν σερβιριστείς θα σε παρακάμψω και θα φάνε οι υπόλοιποι …
-Όχι και πάλι όχι!
-Αντώνη, τελευταία φορά, είπε η γιαγιά. Θα μείνεις νηστικός…
Και τότε, ένας θαρραλέος, αγέρωχος αλλά πολύ θυμωμένος Αντωνάκης σηκώνεται και μπροστά σε όλους, έσκυψε και… έφτυσε όλο το φαγητό. Μακαρόνια, κότα, ψωμιά, τα πάντα… Για να μη φάει ο Πέτρος. Ένα φτύσιμο πείσματος και αδελφικής εκδίκησης.
Η σιγή που ακολούθησε βέβαια ήταν τρομακτική. Η προγιαγιά κοίταζε αμήχανα. Ο Πέτρος έμεινε ακίνητος. Ο Κώστας έσφιγγε το πιρούνι. Ο μικρός Γιώργος δεν καταλάβαινε τι γινότανε. Η γιαγιά έξαλλη αλλά συγκρατημένη, αυστηρή όμως όπως ήταν, γυρνά προς τον Αντώνη και λέει…
-Τιμωρία ! Νηστικός όλη τη μέρα και κλεισμένος στο δωμάτιο, θα γράψεις χίλιες φορές «Δεν θα το ξανακάνω». Η γιαγιά η Χρυσταλλένη, σαν δασκάλα που ήταν, τιμωρούσε. ‘Ήταν και θέμα επιβίωσης στη μικρή κοινωνία της οικογένειας της κι έτσι έβαζε τα πράγματα στη θέση τους. Με μια ματιά, με μια πρόταση, με μια απλή αλλά ακλόνητη λογική. Υπήρχε τάξη και κανείς δεν την αμφισβητούσε δεύτερη φορά.
Ποδοσφαιρόφιλοι-αθλητές
Τα αγόρια μεγάλωναν πια κι έμεναν στη Μιά Μηλιά απ’ όπου, ποδηλατώντας, ερχόντουσαν στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, στη Λευκωσία για τη μόρφωση τους και για τα διάφορα εξωσχολικά καθήκοντα. Ο Πέτρος, ο πατέρας μου π.χ. εξαιρετικός στη Μουσική, ήταν συστηματικά κύριο στέλεχος και μέλος της Χορωδίας Λευκωσίας με μαέστρο τον αείμνηστο Μικελλίδη, ενώ έκανε και ιδιαίτερα μαθήματα βιολιού .
Επίσης , ποδοσφαιρόφιλοι, όλα τα αγόρια της, λάμβαναν μέρος σε διάφορους αγώνες όπως και σε άλλες εξωσχολικές δραστηριότητες . Κι έτσι μεγάλωναν τα παιδιά της, κάποτε μαζί της, κάποτε μακριά της. Όμως γαλουχημένα ορθά ώστε να μπορούν να επιβιώσουν χωρίς πατέρα και αναγκαστικά χωρίς τη συνεχή παρουσία της αυστηρής Χρυσταλλένης. Κι ο καθένας μετά πήρε το δρόμο της δικής του οικογένειας. Οι τρεις στην Κύπρο και ο μεγάλος εγκατεστημένος για πάντα στο μακρινό Λονδίνο.
Πέρασαν τα χρόνια και η γιαγιά, συνταξιούχος πιά , αλλά αποφασισμένη να μη τα βάλει κάτω, με το δυναμικό της μυαλό να πρωτοπορεί και πάλι, δημιουργεί το Α’ νηπιαγωγείο Καϊμακλίου, το οποίο, μαζί με το νηπιαγωγείο Νικολαϊδη στη Λευκωσία, ήταν τα μόνα νηπιαγωγεία εκείνη την εποχή.
Εκεί, βέβαια, φοιτήσαμε κι εμείς, τα εγγόνια της αλλά και πολλές γνωστές προσωπικότητες της εποχής, που ερχόντουσαν να την επισκεφθούν τακτικά, όταν πια, σε μεγάλη ηλικία, έμενε κοντά μας στη Λευκωσία. Ένοιωθα μεγάλη περηφάνια γιατί αυτή η μαυροφορεμένη, αυστηρή, αγωνίστρια της ζωής και των γραμμάτων δασκάλα, ήταν πολύ αγαπητή και εξέπεμπε ένα σεβασμό σε όλους όσοι μαθήτευσαν κοντά της.
Η κουδούνα της δασκάλας
Μεταξύ αυτών κι η αγαπημένη μου φίλη, Θάλεια ΑΘηαινίτου. Ένα ακόμη περιστατικό που αξίζει να καταγραφεί. Στο σχολείο, η γιαγιά Χρυσταλλένη φρόντισε να υπάρχει μια κουδούνα, η «Ιερή Κουδούνα» της γιαγιάς. Πάντα τοποθετημένη στο ίδιο μέρος, στο ψηλό περβάζι του σχολείου. Η εντολή ήταν πως ο γρηγορότερος που θα την έπαιρνε στα χέρια του, στις 8.00 η ώρα το πρωί, θα είχε το προνόμιο να την κτυπήσει για την έναρξη των μαθημάτων.
Ντανγκ ντανγκ ντανγκ… μέχρι τώρα ηχεί στα αυτιά μου. Πολύ μικρή ενώ έπαιζα, θυμάμαι μια γιαγιά έξαλλη να καταφθάνει στο σπίτι νευριασμένη - το σχολείο δύο βήματα από το σπίτι μας… και να ακούω συνεχώς, την άγνωστη για εμένα λέξη «ένοχος, έπρεπε να βρεθεί ο ένοχος», και με χειρονομίες να εξηγεί κάτι στους γονείς μου.
Πολλά χρόνια μετά με πλησιάζει μια πολύ όμορφη κυρία, η Θάλεια Αθηαινίτου. Μου εκμυστηρεύεται πως ήταν μαθήτρια της γιαγιάς στο νηπιαγωγείο, με πολύ έντονες μνήμες και μου διηγείται και πως τιμωρήθηκε από την πολύ αυστηρή γιαγιά μου …
-Γιατί; Ρωτώ με περιέργεια χαμογελώντας.
Ιδού γιατί. Η Θάλεια ποτέ δεν προλάβαινε τα αγόρια στο κτύπημα της κουδούνας και απηυδισμένη, μια μέρα, έτρεξε, άρπαξε και κτύπησε την περιβόητη ιερή κουδούνα με μεγάλη χαρά κι ευχαρίστηση δέκα λεπτά πριν από τις 8.00. Ποιος είδε τη Χρυσταλλένη και δεν τη φοβήθηκε. Ένα χαστούκι ουρανοκατέβατο, (τότε επιτρεπόταν), μια τιμωρία που δεν τη ξέχασε ποτέ… Κι έτσι μετά από δεκάδες χρόνια έμαθα κι εγώ τι έγινε και ποιος ήταν ο… ένοχος.
Περιττό να πω ότι από τότε που η Θάλεια μου διηγήθηκε αυτή την ιστορία την έχω στη καρδιά μου με μια ιδιαίτερη αγάπη και μια φιλία αληθινή και παντοτινή.
Μαθαίνω από την ίδια τη Θάλεια ακόμη πως αγαπούσε πολύ το καθήκον της και τους μαθητές της, φρόντιζε δε να τους παίρνει εκδρομές μέχρι και στο σπίτι της, στη Μία Μηλιά, να κάθονται στον ηλιακό με το περιβόητο γνωστό μεγάλο τραπέζι. Μέχρι και κουρελούδες έφτιαχνε με τη βοήθεια αυτών των μικρών κοριτσιών. Τις θυμάμαι ακόμη αυτές τις όμορφες πολύχρωμες κουρελούδες που κάλυπταν τα μικρά της καναπεδάκια.
Παρ’ όλον που μεγάλωνε πλέον ηλικιακά η γιαγιά, ασταμάτητα εξακολουθούσε να μαγειρεύει, να διαβάζει, να κάνει κροσιέδες και να βρίσκεται συνεχώς απασχολημένη με κάτι. Καμάρωνε τα παιδιά της, τα εγγόνια της, με αγαπημένο της τον πρωτότοκο, τον αδελφό μου, Γιώργο.
Απασχολούμασταν μαζί της και οι δυο, εκείνα τα ζεστά ατελείωτα καλοκαίρια για να περνά η ώρα. Όμως, ήξερε πότε προσπαθούσε ο Γιώργος να τη ξεγελάσει, βλέποντας τα χαρτιά της μέσα στα γυαλάκια της. Πανέξυπνη, κατέβαζε τα χαρτιά και σταματούσαμε όλοι, σκασμένοι στα γέλια. Στα εγγόνια της, βλέπετε , συγχωρούσε τα πάντα.
Θυμάμαι ακόμη, με μια γλυκιά νοσταλγία, να ανοίγουμε με ευλάβεια τα βιβλία μου. Και η αιώνια δασκάλα που ζούσε μέσα της, να εμφυτεύει τη γνώση της στο μικρό μου μυαλό. Έτσι η συνεχής διδασκαλία της με διευκόλυνε να μου φαίνονται τα πάντα στο σχολείο τόσο εύκολα κι εύπεπτα. Εγγονοί κι εγγονές τη θυμόμαστε με μια απέραντη αγάπη. Όλοι είχαμε μια ξεχωριστή θέση στη καρδιά της. Κι εκείνη ήταν η αγαπημένη μας γιαγιά Χρυσταλλένη.
Το 1966 φεύγοντας για σπουδές στο Λονδίνο με έβαλε να της υποσχεθώ ότι θα της γράφω συχνά για τη πρόοδο και τις σπουδές μου. Δυστυχώς ήταν και ο τελευταίος αποχαιρετισμός. Τη χάσαμε το 1967 σε ηλικία 76 ετών από καρδιακό επεισόδιο. Συγκλονιστική και βροντερή η απουσία της.
Πανάξια Ελληνίδα
Η Χρυσταλλένη δεν ήταν απλώς μάνα και δασκάλα. Ήταν θεσμός. Πρωτοποριακή γυναίκα σε εποχές δύσκολες για το γυναικείο φύλο. Η νέα, χήρα γυναίκα, που μεγάλωσε αξιοπρεπώς τέσσερις γιους και δίδαξε δεκάδες μαθητές που τη θυμούνται ακόμη. Δίδαξε σε όλη την Κύπρο, αφήνοντας πίσω της ένα όνομα που ακουγόταν με σεβασμό από μαθητές, συναδέλφους, γείτονες, φίλους.
Κι εμείς; Εμείς είμαστε ακόμη κάτω από τη σκιά της. Με θαυμασμό, με δέος, πάνω απ’ όλα, όμως, με σεβασμό για όλα όσα μας άφησε σαν παρακαταθήκη.
Είμαι πολύ υπερήφανη που φέρω το όνομα της! Κι εγώ και οι υπόλοιπες Χρυσταλλένες της οικογένειας, η Χρυσταλλένη (Στάλω) Ηρακλέους, η Chrystal Mitsides, οι γιατροί μας και τώρα η αγαπημένη μου εγγονή Χρυσταλλένη-Μαρία Καλλή! Δεν μπορώ να μην αναφερθώ και στα υπόλοιπα εγγόνια της που την λάτρεψαν. Η Μάρω Μιτσίδου Ερωτοκρίτου, άριστη κι αυτή των άριστων. Η αγαπημένη μας Μάρσια Μιτσίδου που την χάσαμε τόσο πρόωρα, δυστυχώς. Κι ο Πήτερ Μιτσίδης μηχανολόγος μηχανικός που ζει κι εργάζεται στο Λονδίνο.
Η γιαγιά Χρυσταλλένη δεν έφυγε ποτέ στ’ αλήθεια. Ζει μέσα από εμάς, τα εγγόνια της, αλλά και μέσα από κάθε μαθητή που θυμάται τη μαυροφορεμένη, αυστηρή αλλά δίκαιη δασκάλα . Ζει μέσα από τις ιστορίες που διηγούμαστε στα παιδιά μας και μέσα από τη φλόγα για μάθηση που μας άφησε ως κληρονομιά.
Ως εγγονή της, δηλώνω πολύ υπερήφανη. Για το όνομα της, για την ιστορία που άφησε πίσω της. Έτσι ένοιωσα την ανάγκη να γράψω γι’ αυτήν τη σπουδαία πρωτοπόρα γυναίκα και δασκάλα, που μέχρι να πεθάνει φορούσε τα μαύρα για τον άξιο σύζυγο που τόσο πρόωρα έχασε.
Η Χρυσταλλένη Μιτσίδου δεν ήταν απλώς μια γυναίκα της εποχής του 1890. Ήταν η πρωτοπόρα αρχή μιας νέας εποχής, ήταν ένας καινούριος κόσμος από μόνη της. Μια πανάξια Ελληνίδα δασκάλα που φώτισε, δίδαξε και καταξιώθηκε μέσα από θυσίες, σκληρή δουλειά, πίστη και αγάπη για τα παιδιά και για τους μαθητές της, για την ελληνική Παιδεία μας, για την Κύπρο μας.