Το φαινόμενο της μαζικής απαίτησης της κοινωνίας για την παραίτηση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, όπως διαμορφώθηκε μετά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ενισχύθηκε από την αντίδραση του ιδίου, συνιστά μια σύνθετη κοινωνιολογική και ανθρωπολογική διεργασία που ξεπερνά τη στενή νομική ή θεσμική διάσταση του ζητήματος. Δεν πρόκειται για μεμονωμένη έκρηξη δυσαρέσκειας, αλλά για μια συλλογική έκφραση αμφισβήτησης της θεσμικής νομιμότητας και εμπιστοσύνης. Η κοινωνική κατακραυγή αποκτά χαρακτηριστικά δημόσιας τελετουργίας, μέσα από την οποία επιχειρείται η επαναφορά του ηθικού και αξιακού κέντρου του κράτους δικαίου. Η κοινή γνώμη δεν ζητά απλώς την παραίτηση ενός λειτουργού, αλλά διεκδικεί την ηθική και συμβολική αποκατάσταση της έννοιας της ισονομίας και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, θεωρώντας ότι με τη συγκεκριμένη υπόθεση παραβιάστηκαν ακριβώς εκείνα τα όρια που θεμελιώνουν την εμπιστοσύνη στους θεσμούς.
Η έντονη δημόσια πίεση δεν εκδηλώθηκε μόνο με παραδοσιακά μέσα, αλλά διαχύθηκε κυρίως μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα και τη διαδικτυακή σφαίρα, όπου η πληροφορία κυκλοφορεί άμεσα και συναισθηματικά φορτισμένη. Η ψηφιακή αυτή διάσταση προσδίδει νέα δυναμική στη συλλογική δράση: η κοινωνία διαμορφώνει έναν νέο τύπο συλλογικής ταυτότητας, όχι με βάση την κομματική ή ιδεολογική προσχώρηση, αλλά μέσα από τον κοινό ηθικό αποτροπιασμό έναντι πράξεων ή θεσμικών αντιδράσεων που θεωρεί ότι πλήττουν την έννοια της δικαιοσύνης. Οι πολίτες λειτουργούν ως φορείς ενός σύγχρονου «τελετουργικού καθαρμού», που αποσκοπεί στην απαλλαγή της δημόσιας σφαίρας από στοιχεία που νοούνται ως ηθικά και θεσμικά φθαρμένα. Η απαίτηση για παραίτηση γίνεται, έτσι, μέρος ενός ευρύτερου πολιτισμικού μηχανισμού επιβολής συμβολικής τάξης, ο οποίος επιδιώκει να αποκαταστήσει τη θεσμική ισορροπία μέσα από την απομάκρυνση του «ενοχικού» προσώπου.
Απέναντι σ’ αυτή τη συλλογική πίεση, η στάση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα ήταν να επαναβεβαιώσει τη νομιμότητα των ενεργειών του, την προσήλωση στις διαδικασίες και τον ρόλο του ως υπερασπιστή της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης. Η ρητορική του εστιάζει στην αποπολιτικοποίηση της υπόθεσης και στην προβολή της νομικής της καθαρότητας, αποσκοπώντας στην αποσύνδεση της πράξης από οποιαδήποτε έννοια ηθικής ή κοινωνικής ευθύνης. Αυτό συνιστά μια τυπική θεσμική αμυντική αντίδραση, η οποία βασίζεται στο επιχείρημα ότι ακόμη και αν η κοινωνική δυσφορία είναι έντονη, δεν μπορεί να αναιρέσει την ορθότητα της διαδικασίας. Στην ουσία, αντιπαραθέτει τον «νόμιμο λόγο» στον «ηθικολογικό λόγο» της κοινωνίας, με την έννοια ότι η τήρηση των διαδικασιών πρέπει να προτάσσεται ακόμη και όταν αμφισβητείται το αποτέλεσμα. Η στάση αυτή, ωστόσο, έρχεται σε αντίθεση με την ανάγκη της κοινωνίας για μια περισσότερο ολιστική αντίληψη της δικαιοσύνης, όπου δεν αρκεί η τυπική νομιμότητα, αλλά απαιτείται και η ηθική ευαισθησία και η κοινωνική ενσυναίσθηση.
Η αντίθεση αυτή φέρνει στην επιφάνεια ένα βαθύτερο ρήγμα μεταξύ θεσμικής εξουσίας και κοινωνικής νομιμοποίησης. Από τη μια πλευρά, οι φορείς της εξουσίας προσπαθούν να διατηρήσουν το κύρος και την ανεξαρτησία τους μέσω της επίκλησης της διαδικασίας. Από την άλλη, η κοινωνία αντιλαμβάνεται τη διαδικασία αυτή ως ανεπαρκή ή αποκομμένη από τις αξίες της διαφάνειας, της ισότητας και της δικαιοσύνης. Έτσι, δημιουργείται μια συγκρουσιακή σχέση μεταξύ δύο εντελώς διαφορετικών νοηματοδοτήσεων της έννοιας της δικαιοσύνης: της θεσμικής και της κοινωνικής. Η πρώτη εστιάζει στη νομική ακρίβεια και ανεξαρτησία, ενώ η δεύτερη στη δημόσια λογοδοσία και στο ηθικό παράδειγμα. Η μαζική απαίτηση για παραίτηση δεν είναι επομένως απλώς μια συναισθηματική αντίδραση, αλλά μια συλλογική προσπάθεια επανανοηματοδότησης της θεσμικής ηθικής.
Από ανθρωπολογική σκοπιά, η επιμονή του κοινωνικού σώματος στην απόδοση ευθύνης, παρά τις διαβεβαιώσεις για τη νομιμότητα της διαδικασίας, παραπέμπει σ’ ένα διαχρονικό τελετουργικό σχήμα κάθαρσης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η κοινωνία αναζητεί τη θυσιαστική απομάκρυνση του συμβολικού φορέα της κρίσης για να αποκαταστήσει την ηθική ισορροπία. Η πρακτική αυτή δεν προκύπτει από μνησικακία ή εμπάθεια, αλλά από τη βαθιά ανάγκη του συλλογικού φαντασιακού να διασφαλίσει ότι οι θεσμοί υπακούουν σε αρχές που υπερβαίνουν την αυστηρή νομιμότητα: την εμπιστοσύνη, τη διαφάνεια, την αξιοκρατία. Η δημόσια κατακραυγή εντάσσεται σ’ αυτή την παράδοση, λειτουργώντας ως μηχανισμός επανενσωμάτωσης των θεσμών στην κοινωνική ηθική.
Η κρίση αυτή, παρά την ένταση και τη ρευστότητά της, προσφέρει ένα πολύτιμο παράθυρο αναστοχασμού για τη σχέση της κοινωνίας με τους θεσμούς της. Ο διάλογος που προκαλεί η σύγκρουση μεταξύ διαδικασίας και ηθικής νομιμοποίησης μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για την ενίσχυση της θεσμικής διαφάνειας και της λογοδοσίας.
Όταν η κοινωνία αντιδρά με τέτοια ένταση, δεν απευθύνεται απλώς σε ένα πρόσωπο, αλλά επανεκφράζει συλλογικά την απαίτησή της για δίκαιο, καθαρό και αξιόπιστο κράτος δικαίου. Αν αυτή η κραυγή δεν κατανοηθεί ως απειλή, αλλά ως πρόσκληση για εμβάθυνση της δημοκρατίας, τότε το θεσμικό σύστημα μπορεί να εξέλθει ενισχυμένο και ανανεωμένο. Αν, αντιθέτως, παραμείνει εγκλωβισμένο σε αμυντικούς μηχανισμούς και αυταρέσκεια, τότε η αποσύνδεση μεταξύ θεσμών και κοινωνίας θα συνεχιστεί και θα επιδεινωθεί, με απρόβλεπτες συνέπειες για τη λειτουργία της ίδιας της δημοκρατίας.
*Καθηγητής-Ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην Πρύτανης.