Κάποτε, οι άνθρωποι αναζητούσαν τρόπους να ξεγελάσουν τον χρόνο και τον θάνατο. Σήμερα, αναζητούν τρόπους να ξεγελάσουν την αδυναμία και το λάθος. Η τεχνητή νοημοσύνη, ή αλλιώς «AI», μας προσφέρει μια σαγηνευτική υπόσχεση… να γίνουμε όλοι έξυπνοι, ακριβείς, γρήγοροι, αποτελεσματικοί. Να είμαστε πάντοτε σωστοί. Και γι’ αυτό, την αγκαλιάζουμε. Το AI δεν είναι απλώς ένα εργαλείο. Είναι για πολλούς, ένα νοητικό εξάρτημα, μια προέκταση του εγκεφάλου. Ένας ψηφιακός καθρέφτης που αντανακλά αυτό που θα θέλαμε ή θα λαχταρούσαμε να είμαστε, αν δεν φοβόμασταν, αν δεν αμφιβάλλαμε, αν δεν κάναμε λάθη (Turkle, 2015).
Όλο και περισσότερο, γίνεται φανερό πως η τεχνητή νοημοσύνη δεν αντικαθιστά απλώς τη σκέψη, αλλά συχνά λειτουργεί ως απάντηση σε μια πιο εσωτερική ανάγκη… την ανάγκη να μη νιώθουμε ανεπαρκείς, να είμαστε αρκετοί, σωστοί, σίγουροι (Harari, 2018). Στη σύγχρονη εποχή, γύρω μας υπάρχουν επαγγελματίες που νιώθουν διαρκή πίεση να φαίνονται παντογνώστες. Νέοι που αγχώνονται μήπως υστερούν. Γονείς που φοβούνται πως το παιδί τους «μένει πίσω». Σε έναν κόσμο που δεν επιτρέπει λάθη, το AI παρουσιάζεται σαν σωσίβιο. Όχι μόνο για να μας υποστηρίξει στη σκέψη, αλλά για να μας προστατεύσει από την αγωνία του να μην ξέρουμε (Carr, 2010).
Κι όμως, η γνώση δεν γεννιέται από την ακρίβεια, αλλά από τη διαδικασία. Από το να διερευνώ, να μπερδεύομαι, να αποτυγχάνω, να ανακαλύπτω. Η κριτική σκέψη, η βαθύτερη εσωτερική επεξεργασία, δεν είναι προϊόν έτοιμων απαντήσεων. Είναι καρπός σύγκρουσης, αμφισβήτησης, επαναδιατύπωσης (Postman, 1992).
Φυσικά, δεν θα μπορούσαμε να αρνηθούμε τα οφέλη της τεχνητής νοημοσύνης. Ούτε το αναγκαίο της παρουσίας της στην καθημερινότητά μας, τόσο στην εκπαίδευση όσο και στην εργασία, στην οργάνωση της πληροφορίας και στη διευκόλυνση της ζωής μας. Όμως όσο περισσότερο τη χρησιμοποιούμε αντί να σκεφτόμαστε, τόσο περισσότερο αποδυναμώνεται η δική μας γνωστική και συναισθηματική αυτενέργεια (Crawford, 2015).
Ιδιαίτερα στους νέους, αυτό το φαινόμενο είναι εμφανές. Δεν υπάρχει πια ανάγκη για προσωπική διερεύνηση, όταν η απάντηση προσφέρεται έτοιμη χωρίς κόπο και επένδυση. Δεν υπάρχει λόγος να μελετήσω, όταν μπορώ απλώς να υπαγορεύσω και το σύστημα να το διατυπώσει καλύτερα. Δεν υπάρχει εσωτερική φωνή, όταν ένα εξωτερικό σύστημα «παντογνώστη» προσφέρεται να σκέφτεται αντί για εμένα (Rushkoff, 2013).
Και έτσι, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, διαμορφώνουμε μια νέα γενιά που ίσως ξέρει τα πάντα, αλλά δεν προβληματίζεται για τίποτα. Νέους που μπορούν, με το δεκανίκι της τεχνητής νοημοσύνης, να γράψουν ένα ποίημα, χωρίς όμως να έχουν νιώσει την έμπνευση. Να παραγάγουν ένα δοκίμιο, χωρίς να έχει προηγηθεί προσωπικός στοχασμός. Να απαντήσουν σωστά σε ένα ερώτημα, χωρίς ποτέ να έχουν αμφισβητήσει την ερώτηση. Να παρουσιάσουν μια άποψη, χωρίς να έχουν περάσει από τον εσωτερικό προβληματισμό του «τι πιστεύω εγώ».
Και κάπου εκεί χάνεται κάτι πολύτιμο… η ικανότητα του ανθρώπου να σκέφτεται αυθεντικά, να δημιουργεί όχι επειδή μπορεί, αλλά επειδή νιώθει, επειδή έχει κάτι να πει, επειδή θέλει να νοηματοδοτήσει την εμπειρία του (Turkle, 2015; Carr, 2010). Γιατί το τίμημα της τεχνολογικής τελειότητας, αν δεν είμαστε παρόντες στη διαδικασία της σκέψης και της μάθησης, είναι η ψυχική απουσία. Είναι η απώλεια της σχέσης μας με το αναλογικό, το ελλιπές, το ανολοκλήρωτο, με άλλα λόγια, με το ανθρώπινο.
Δεν είναι η τεχνολογία που πρέπει να αποφύγουμε. Είναι η αυταπάτη της παντοδυναμίας και το κυνήγι της τελειότητας. Όμως η ζωή δεν εξελίσσεται στην τελειότητα. Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι απλώς «Χρησιμοποιώ AI;», αλλά μάλλον: Γιατί το χρησιμοποιώ; Από πού πηγάζει αυτή η ανάγκη; Τι ακριβώς υποκαθιστά μέσα μου; Και τί χάνεται, κάθε φορά που επιλέγω να μην προσπαθήσω μόνος μου; Πόσο περισσότερο εδραιώνεται η εξάρτηση, κάθε φορά που στρέφομαι αυτόματα στην τεχνητή νοημοσύνη αντί να αναζητήσω απαντήσεις μέσα μου; Μήπως η ευκολία που προσφέρει, όσο χρήσιμη κι αν είναι, καταλήγει σταδιακά να μετατρέπεται σε ανικανότητα; Και πόσες φορές μπορώ να αποφεύγω τη σκέψη, προτού αρχίσω να ξεχνώ ότι την κατείχα κάποτε;
Η τεχνητή νοημοσύνη έχει τη δύναμη να μας στηρίξει, αλλά και να υπονομεύσει την ίδια την επιθυμία για μάθηση, όταν τη χρησιμοποιούμε σαν αυτόματο υποκατάστατο σκέψης (Rushkoff, 2013). Η επανάληψη της εξάρτησης μετατρέπεται, αργά και αθόρυβα, σε μάθημα αδυναμίας… Δεν χρειάζεται να ξέρω, αφού πάντα υπάρχει κάτι να ξέρει για μένα. Δεν χρειάζεται να γράψω, αφού πάντα υπάρχει κάτι να γράψει αντί για μένα.
Κάθε φορά που το AI μάς «λύνει» μια απορία, χωρίς να προηγηθεί γνωστική επεξεργασία, η ικανότητά μας για ανεξάρτητη σκέψη αδυνατίζει… μαζί της, και η πίστη στον εαυτό μας (Crawford, 2015). Η σκέψη, όπως και η ψυχή, χρειάζεται χώρο να χαθεί, να περιπλανηθεί, να δημιουργήσει. Δεν αναπτύσσεται με ταχύτητα… δεν γεννιέται από την ασφάλεια της ακρίβειας, αλλά από το ρίσκο του αυθεντικού (Postman, 1992).
Το AI θα είναι εδώ, και θα γίνεται όλο και πιο έξυπνο. Το ζητούμενο είναι να μην ξεχάσουμε πώς να σκεφτόμαστε μόνοι μας. Όχι επειδή δεν μπορούμε να έχουμε βοήθεια, αλλά επειδή κάποια πράγματα δεν μπορούν να παραχθούν. Μόνο να κατακτηθούν. Και η σκέψη είναι ένα από αυτά (Marcus & Davis, 2020).
Δρ. Ιφιγένεια Στυλιανού
Κλινική Ψυχολόγος, Σχολική Ψυχολόγος