Η καθημερινότητα των κυπριακών νοικοκυριών έχει γίνει τα τελευταία χρόνια ένας συνεχής αγώνας επιβίωσης απέναντι στις αυξήσεις τιμών, την αβεβαιότητα και τη μείωση της αγοραστικής δύναμης.

Παρότι τα επίσημα στατιστικά στοιχεία δείχνουν επιβράδυνση του γενικού πληθωρισμού —μόλις 0,2% για τον Απρίλιο— η πραγματικότητα στο ράφι λέει μια άλλη, πιο σκληρή αλήθεια: στον τομέα των τροφίμων καταγράφεται αύξηση 2,59%, ενώ στα γεωργικά προϊόντα η άνοδος φτάνει το εντυπωσιακό 9,3%. 

Αυτές οι αυξήσεις, αν και φαίνονται μικρές μεμονωμένα, έρχονται να προστεθούν σε σωρευτικές επιβαρύνσεις των τελευταίων ετών, κυρίως μετά την ενεργειακή κρίση που ακολούθησε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η οικονομία της Κύπρου, μικρή και εξαρτημένη από εξωτερικές αγορές, απορροφά τις αυξήσεις πιο έντονα, χωρίς ωστόσο να έχει τη δυνατότητα να τις αντισταθμίσει εύκολα. 

Σε αυτό το περιβάλλον, η ανάγκη για συνετή κατανάλωση και στρατηγική διαχείριση των οικονομικών πόρων γίνεται επιτακτική. Η έρευνα αγοράς αναδεικνύεται στο βασικότερο εργαλείο του καταναλωτή: η σύγκριση τιμών, η μελέτη προσφορών, η αξιολόγηση ποιότητας και η κατανόηση της προέλευσης των προϊόντων δεν είναι πλέον προαιρετικές ενέργειες, αλλά βασικές συνθήκες επιβίωσης. 

Οι καταναλωτές αλλάζουν συνήθειες. Επιλέγουν προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, περιορίζουν τις αυθόρμητες αγορές και στρέφονται σε υπεραγορές που προσφέρουν διαφάνεια, σταθερές τιμές και ποιοτικά προϊόντα. Η εμπιστοσύνη γίνεται πλέον το νέο νόμισμα στην αγορά. Υπεραγορές που επενδύουν στη συνέπεια και όχι μόνο στις προσφορές, φαίνεται πως κερδίζουν την πίστη του κοινού. 

Μια σημαντική μερίδα καταναλωτών επιλέγει πλέον συγκεκριμένα σημεία πώλησης, επειδή γνωρίζει ότι εκεί θα βρει προϊόντα τόσο φθηνά όσο πουθενά, χωρίς να κάνει εκπτώσεις στην ποιότητα. Οι σταθερές και ενιαίες τιμές, η απουσία μεγάλων διαφοροποιήσεων μεταξύ καταστημάτων και η διαφάνεια στην κοστολόγηση, αποτελούν τα νέα «προσόντα» ενός επιτυχημένου λιανέμπορου. 

Την ίδια ώρα, η αξιοπιστία των ελληνικών προϊόντων κερδίζει συνεχώς έδαφος. Καταναλωτές επιλέγουν ελληνικά είδη για τη σταθερή ποιότητά τους αλλά και για την αίσθηση ασφάλειας που προσφέρουν. Όταν συνοδεύονται από ανταγωνιστική τιμολόγηση, γίνονται προτιμητέα και σε επίπεδο τιμής. 

Σύμφωνα με το εαρινό Ευρωβαρόμετρο, το κόστος ζωής και ο πληθωρισμός είναι από τα πιο σημαντικά ζητήματα για το 42% των Κυπρίων πολιτών, ενώ η καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού απασχολεί το 43%. Αυτά τα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι η κοινωνική πίεση είναι έντονη και απαιτεί άμεσες και ουσιαστικές παρεμβάσεις, τόσο από την Πολιτεία όσο και από τον ιδιωτικό τομέα. 

Στην τελική ανάλυση, η μάχη με την ακρίβεια δεν είναι απλώς μια στατιστική εξίσωση. Είναι ένας καθημερινός, υπαρξιακός αγώνας για τη διατήρηση της ποιότητας ζωής. Και σε αυτόν τον αγώνα, η ενημερωμένη κατανάλωση, η αξιόπιστη αγορά και η συλλογική ευθύνη όλων των εμπλεκόμενων φορέων μπορούν να κάνουν τη διαφορά.