Η Κύπρος οφείλει να διαμορφώσει ένα ανανεωμένο οικονομικό υπόδειγμα, συνοδευόμενο από ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που θα ανταποκρίνεται στις σύγχρονες προκλήσεις και θα βελτιώνει την κοινωνική ευημερία,  αναφέρεται μεταξύ άλλων στο Κείμενο Πολιτικής με τίτλο "Η κυπριακή οικονομία από την ένταξη στην ΕΕ και την Ευρωζώνη μέχρι σήμερα - Μια κριτική αξιολόγηση και η ανάγκη για ένα νέο κοινωνικοοικονομικό υπόδειγμα" των Ανδρέα Θεοφάνους και Μαίρης Βάρδα από το Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων στο Πανεπιστήμιο Λευκωσιας.

Στο Κείμενο Πολιτικής αναφέρεται ότι δύο δεκαετίες μετά την ένταξή της στην ΕE, η Κύπρος δεν έχει αποκομίσει τα αναμενόμενα οικονομικά οφέλη.

«Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι η αγοραστική δύναμη των Κυπρίων το 2023 παρέμεινε στο ίδιο επίπεδο με εκείνη του 2008, παρά την αύξηση του ΑΕΠ. Αυτό υποδηλώνει ότι η πραγματική ευημερία των πολιτών όχι μόνο δεν βελτιώθηκε αλλά έχει παραμείνει στάσιμη για 15 ολόκληρα χρόνια. Αναπόφευκτα έχει επέλθει αύξηση της ανισότητας, συρρίκνωση της μεσαίας τάξης και αύξηση των ποσοστών του πληθυσμού που είναι κάτω από το όριο της φτώχειας», σημειώνεται. 

Ένα σοβαρό πρόβλημα, προστίθεται, είναι ότι πλέον δεν εξασκείται στον βαθμό που θα έπρεπε ο στρατηγικός, κοινωνικός και επιδιαιτητικός ρόλος του κράτους, ενώ η κοινωνική πόλωση εντείνεται, με τις εντάσεις να επιδεινώνονται, μεταξύ άλλων, από την αυξημένη μεταναστευτική πίεση.

«Διαφαίνεται ότι στην Κύπρο έχει ξεπεραστεί το όριο μετανάστευσης που μπορεί να απορροφήσει η χώρα, γεγονός που ενισχύει τις προκλήσεις στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και στη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών», σημειώνεται.

Υπογραμμίζεται ότι σημαντικοί τομείς της οικονομίας εξαγοράζονται από ξένα κεφάλαια, όπως τράπεζες, τομείς της υγείας και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ακόμα και στις υπεραγορές και τις εξαγορές ακινήτων από ξένους. «Η όλη εικόνα εμπεριέχει σοβαρούς κινδύνους. Το κράτος απέτυχε να εξασκήσει αποτελεσματικά τον στρατηγικό, κοινωνικό και επιδιαιτητικό του ρόλο», αναφέρεται.

Επίσης, σημειώνεται ότι ενώ ήδη η Κύπρος αντιμετωπίζει δημογραφικό πρόβλημα, επιπρόσθετα, πολλοί νέοι αναζητούν ευκαιρίες σε άλλες χώρες. «Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχισθεί», σύμφωνα με το Κείμενο Πολιτικής.  

Υπάρχει ακόμη, σημειώνει, έντονα εμφανής μια διάκριση μεταξύ των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα και αυτών στον ιδιωτικό τομέα. 

«Ουσιαστικό βήμα προς την ορθή κατεύθυνση θα είναι η επαναξιολόγηση του συνταξιοδοτικού συστήματος στη βάση συγκεκριμένων κριτηρίων. Μεταξύ άλλων, θα πρέπει να υπάρχει ανώτατη και κατώτατη σύνταξη. Πέραν τούτου, το επίπεδο της κάθε σύνταξης πρέπει να συνδέεται με τις συνεισφορές του κάθε εργαζόμενου και επαγγελματία», προτείνεται.

Στο Κείμενο Πολιτικής επισημαίνεται ότι «η Κύπρος δεν μπορεί να αντέξει σε ένα άκρως ανταγωνιστικό ευρωπαϊκό και διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Τονίζεται ότι υπήρξε σημαντική υποτίμηση των συνεπειών που θα επέφερε η ένταξη της Κύπρου, αρχικά στην ΕΕ και στη συνέχεια στην Ευρωζώνη. Παράλληλα, δεν υπήρξε ουσιαστικός προβληματισμός σχετικά με το ενδεχόμενο οι αποφάσεις που λαμβάνονταν σε διάφορα επίπεδα να μην ανταποκρίνονταν στα συμφέροντα της χώρας».

Αντίθετα, συνεχίζει το Έγγραφο Πολιτικής, «επικράτησε μια αφελής και ιδεολογικά προσδιορισμένη προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε κατεύθυνση ή πολιτική προερχόταν από την ΕΕ θεωρείτο σε μεγάλο βαθμό θετική και αναπόφευκτα επιβεβλημένη».

Είναι αδιαμφισβήτητο, αναφέρει το Κείμενο Πολιτικής, «ότι απαιτείται ένας βαθύς αναστοχασμός σχετικά με τον ρόλο του κράτους, το περιεχόμενο των ξένων επενδύσεων που πρέπει να προωθούνται, καθώς και τις στρατηγικές επίτευξης μιας ισορροπημένης και βιώσιμης ανάπτυξης».

«Η Κύπρος οφείλει να διαμορφώσει ένα ανανεωμένο οικονομικό υπόδειγμα, συνοδευόμενο από ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που θα ανταποκρίνεται στις σύγχρονες προκλήσεις και θα βελτιώνει την κοινωνική ευημερία», προσθέτει. 

Προς αυτή την κατεύθυνση, σημειώνεται, η Κύπρος χρειάζεται ένα ριζικό αναπροσδιορισμό της οικονομικής της πολιτικής.

«Το υφιστάμενο μοντέλο, το οποίο συνδυάζει το χειρότερο πρόσωπο του πελατειακού κράτους με μια επιλεκτική εφαρμογή Νεοφιλελεύθερων πολιτικών, είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Η διαιώνισή του υφιστάμενου οικονομικού υποδείγματος συνεπάγεται την εμβάθυνση των προβλημάτων. Αντί για κοντόφθαλμες λύσεις που επιβαρύνουν τους πολίτες, απαιτείται ένα νέο οικονομικό υπόδειγμα που θα στοχεύει στην ισορροπημένη ανάπτυξη, στη βιωσιμότητα και στη διασφάλιση μεγαλύτερης κοινωνικής ισότητας», αναφέρεται.

Επίσης, σύμφωνα με το Κείμενο Πολιτικής, «η κυπριακή οικονομία αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις που απαιτούν άμεση και αποφασιστική δράση». Ορισμένοι τομείς που χρήζουν άμεσης προσοχής, συνεχίζει, είναι η διαφοροποίηση της οικονομίας, η αξιοποίηση των ενεργειακών πόρων της χώρας, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, η κοινωνική δικαιοσύνη και η πράσινη ανάπτυξη με στοχευμένα χρονοδιαγράμματα. 

Αναφέρεται ακόμη ότι η ενίσχυση της κυπριακής οικονομίας μπορεί να στηριχθεί σε νέους μοχλούς οικονομικής μεγέθυνσης. Συγκεκριμένα, σημειώνει ότι η γεωγραφική θέση της Κύπρου, καθώς και η πολιτική σταθερότητα που προσφέρει, μπορούν να την καταστήσουν σημαντικό περιφερειακό κέντρο για την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας. 

Ακόμα, η ανάπτυξη ενός ιατρικού κέντρου με σύγχρονες υπηρεσίες μπορεί να προσελκύσει ασθενείς από άλλες χώρες και να ενισχύσει τον ιατρικό τουρισμό, ενώ η μετατροπή της Κύπρου σε ακαδημαϊκό κέντρο με διεθνή φήμη μπορεί επίσης να λειτουργήσει θετικά για την οικονομία. 

Επιπλέον, αναφέρεται ότι η στήριξη του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα της οικονομίας, δηλαδή της γεωργίας, της αλιείας και της μεταποίησης, είναι κρίσιμη για τη μείωση της εξάρτησης από τον τουρισμό και τις υπηρεσίες. 

Σημειώνεται καταληκτικά πως η νέα πρωτοβουλία της Κυπριακής Δημοκρατίας για επαναπατρισμό του ανθρώπινου κεφαλαίου («brain gain»), αποτελεί μια στρατηγική κίνηση με σημαντικές προοπτικές, ωστόσο, για να αποδώσει αυτή η προσπάθεια, απαιτείται πραγματική πρόοδος στον τομέα της έρευνας και της καινοτομίας. 

Διαβάστε επίσης: ΠτΔ: Περήφανοι για την επιτυχία του ναυτιλιακού μας τομέα

Πηγή: ΚΥΠΕ