Με απόφασή του το Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι το δικαίωμα σε δημόσιο βοήθημα αποτελεί αυστηρά προσωποπαγές δικαίωμα και δεν μεταβιβάζεται στους διαδόχους του αιτητή.
Η υπόθεση αφορά υπήκοο Ελλάδας με καταγωγή από τη Γεωργία, ο οποίος είχε ζητήσει δημόσιο βοήθημα το 2008 με εξαρτώμενη τη σύζυγό του. Η αρχική του αίτηση είχε εγκριθεί, αλλά σε μεταγενέστερη επαναξιολόγηση οι αρμόδιες υπηρεσίες διαπίστωσαν ότι δεν διέθετε δελτίο μόνιμης διαμονής στη Δημοκρατία, ενώ η σύζυγος διαβιούσε στην Κύπρο ως «επισκέπτρια» και ήταν ήδη δηλωμένη ως εξαρτώμενη της κόρης τους. Με βάση αυτά, οι Αρχές έκριναν πως η παροχή είχε δοθεί λανθασμένα, αφού δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις των άρθρων 3(2) έως 3(4) του Νόμου 95(Ι)/2006, και τερμάτισαν το βοήθημα το 2011.
Ο αιτητής υπέβαλε νέα αίτηση το 2013, επικαλούμενος προβλήματα υγείας, όμως και αυτή απορρίφθηκε, καθώς ούτε ο ίδιος ούτε η σύζυγός του πληρούσαν τις νομοθετημένες προϋποθέσεις. Ο ίδιος δεν είχε εργαστεί ποτέ στην Κύπρο ούτε είχε αιτηθεί άδεια παραμονής για άσκηση εργασίας, γεγονός που, κατά την κρίση των Αρχών, απέκλειε την απόκτηση ιδιότητας μισθωτού ή αυτοαπασχολούμενου και, κατά συνέπεια, κάθε δικαίωμα σε δημόσιο βοήθημα. Παρότι η διοίκηση προχώρησε σε επανεξέταση μετά την άσκηση προσφυγής, η ουσία της αξιολόγησης δεν άλλαξε. Ο Ελλαδίτης ενημερώθηκε τελικά για τη νέα απορριπτική απόφαση το 2017, λίγες εβδομάδες πριν αποβιώσει. Τη σκυτάλη της δικαστικής διεκδίκησης ανέλαβε τότε η κόρη του, ως διαχειρίστρια της περιουσίας του.
Το Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της κρίνοντας ότι η κόρη του δεν είχε έννομο συμφέρον, ακριβώς επειδή το δικαίωμα σε δημόσιο βοήθημα αφορά αποκλειστικά τον ίδιο τον αιτητή και τις προσωπικές του ανάγκες. Ανέδειξε ότι η σχετική νομοθεσία προνοεί ρητώς παροχή μόνο στον Ευρωπαίο πολίτη που πληροί συγκεκριμένες προϋποθέσεις διαμονής και οικονομικής αδυναμίας, και όχι στους διαδόχους του. Το δικαστήριο υπογράμμισε επίσης ότι η νομολογία αντιμετωπίζει τέτοιες παροχές ως αμιγώς προσωποπαγείς, οι οποίες λήγουν αυτοδικαίως με τον θάνατο του δικαιούχου και δεν συνεχίζονται υπέρ τρίτων.
Η κόρη του άσκησε έφεση προβάλλοντας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο υπέπεσε σε νομική και πραγματική πλάνη και ότι η απόφαση στερούνταν επαρκούς αιτιολογίας. Ωστόσο, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε όλους τους λόγους έφεσης. Έκρινε ότι η πρωτόδικη απόφαση, παρότι όχι εκτενής, ήταν πλήρης, σαφής και επαρκώς τεκμηριωμένη ως προς τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά ζητήματα. Τόνισε ότι δεν υφίστανται αυστηρά πρότυπα στη μορφή των δικαστικών αποφάσεων και ότι το ζητούμενο είναι να καθίσταται διαφανής η συλλογιστική που οδηγεί στην ετυμηγορία. Στην προκειμένη περίπτωση, η πρωτόδικη απόφανση κάλυπτε πλήρως τις απαιτήσεις αυτές και επέτρεπε τον ουσιαστικό εφετειακό έλεγχο.
Το Ανώτατο επικύρωσε έτσι την κρίση ότι το δημόσιο βοήθημα, ως παροχή που στοχεύει αποκλειστικά στην κάλυψη των βασικών και ειδικών αναγκών του ίδιου του αιτητή, δεν δημιουργεί δικαίωμα στους διαδόχους του για συνέχιση της διαδικασίας μετά τον θάνατό του. Η έφεση απορρίφθηκε συνολικά και επιδικάστηκαν έξοδα ύψους 3.700 ευρώ υπέρ του Γραφείου Κοινωνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας.
Διαβάστε επίσης: Πήρε €10.000 για 7,5 χρόνια στη φυλακή - Είχε καταδικαστεί για ανθρωποκτονία





