Το Εφετείο εξέδωσε πρόσφατα την απόφασή του για υπόθεση με Κύπριο κτηματομεσίτη, ο οποίος προσέβαλε με πέντε λόγους έφεσης την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 30 Απριλίου 2019.

Συγκεκριμένα, ο κτηματομεσίτης ζητούσε ειδικές αποζημιώσεις ύψους 170.000 ευρώ και επιπλέον γενικές αποζημιώσεις, ισχυριζόμενος ότι υπήρξε αδικαιολόγητη έκδοση ενταλμάτων σύλληψης εναντίον του, αδικαιολόγητη καθυστέρηση μεταγωγής του από τη Ρουμανία, καθώς και παράνομη κράτησή του στην Κύπρο. Η υπόθεση αφορούσε τη διαδικασία έκδοσής του από τη Ρουμανία προς την Κυπριακή Δημοκρατία για σκοπούς ποινικής δίωξης.

Στη δίκη πρώτου βαθμού, ο εν λόγω κτηματομεσίτης ισχυρίστηκε ότι, ενώ ζούσε μόνιμα και εργαζόταν στη Ρουμανία, πληροφορήθηκε ότι στις 4 Δεκεμβρίου 2003 είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης εναντίον του κατόπιν αιτήματος του Γενικού Εισαγγελέα. Το 2005 συνελήφθη από τις ρουμανικές αρχές και τέθηκε υπό κράτηση έως τον Απρίλιο του 2006, οπότε και παραδόθηκε στις κυπριακές αρχές για να αντιμετωπίσει την ποινική υπόθεση 4062/06. Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι παρέμεινε υπό κράτηση μέχρι τον Μάρτιο 2007, στερούμενος εισοδήματα που υπολόγιζε σε 85.000 ευρώ ετησίως.

Από την πλευρά του, το κράτος υποστήριξε ότι η σύλληψη στη Ρουμανία έγινε στις 15 Νοεμβρίου 2005, ότι η έκδοση διατάχθηκε την επόμενη ημέρα από ρουμανικό δικαστήριο και ότι η καθυστέρηση στην παράδοση του οφείλεται αποκλειστικά σε δική του έφεση. Μετά την απόρριψή της, η διαδικασία ολοκληρώθηκε και στις 7 Απριλίου 2006 ο ενάγων παραδόθηκε επισήμως στις κυπριακές αρχές. Στην ποινική υπόθεση αθωώθηκε τον Ιούνιο του 2007.

Κατά την εκδίκαση, το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε σχεδόν στο σύνολό της τη μαρτυρία των μαρτύρων του ενάγοντος, κρίνοντας ότι οι καταθέσεις τους ήταν αντιφατικές, ασαφείς, και ενίοτε αναξιόπιστες. Αντίθετα, δέχθηκε τη μαρτυρία των δύο αστυνομικών μαρτύρων της Δημοκρατίας, οι οποίοι τεκμηρίωσαν πλήρως τα γεγονότα με διαδοχικά έγγραφα, ανακοινώσεις της Ιντερπόλ και δικαστικές αποφάσεις από τη Ρουμανία.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπήρξε ολιγωρία εκ μέρους των κυπριακών αρχών. Τα γεγονότα έδειξαν ότι μετά την έκδοση εθνικού εντάλματος και την έκδοση Red Notice το 2005, η Κυπριακή Δημοκρατία ενήργησε εντός των νόμιμων προθεσμιών, αποστέλλοντας έγκαιρα τα απαραίτητα έγγραφα στη Ρουμανία. Η σύλληψη του στη Ρουμανία έγινε τον Νοέμβριο 2005, ενώ η προσωρινή του κράτηση στη Ρουμανία διήρκεσε περίπου πέντε μήνες. Στην Κύπρο, η κράτηση διήρκεσε έντεκα μήνες μέχρι την αποφυλάκισή του υπό όρους τον Μάρτιο 2007. Το δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι η αθώωση σε ποινική υπόθεση δεν συνεπάγεται αυτομάτως κακοπιστία ή αμέλεια των αρχών.

Παρά την τελική απόρριψη της αγωγής, το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε, για σκοπούς εφέσεως, σε ενδεικτική εκτίμηση αποζημίωσης, την οποία προσδιόρισε στις 3.500 ευρώ, επισημαίνοντας ωστόσο ότι δεν είχε αποδειχθεί πραγματική ζημιά.

Στην έφεση, ο κτηματομεσίτης προέβαλε πέντε λόγους. Ο πρώτος αφορούσε τον υποτιθέμενο αποκλεισμό έγγραφης μαρτυρίας, ο δεύτερος την έλλειψη αιτιολογίας στην απόφαση, ο τρίτος την εσφαλμένη αξιολόγηση μαρτυρίας και την παράλειψη του δικαστηρίου να καλέσει αυτεπαγγέλτως επιπλέον μάρτυρες, ο τέταρτος ότι το κράτος παραβίασε την εσωτερική έννομη τάξη και ο πέμπτος ότι η απόρριψη της αγωγής ήταν λανθασμένη.

Το Εφετείο απέρριψε κάθε λόγο ξεχωριστά, στηρίζοντας την απόφασή του σε συγκεκριμένα σημεία της πρωτόδικης διαδικασίας. Διαπίστωσε ότι τα επίδικα ζητήματα είχαν προσδιοριστεί και αξιολογηθεί με σαφήνεια, ότι η αιτιολογία της απόφασης ήταν πλήρης και επαρκής και ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έδρασε εντός των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας. Επίσης έκρινε αβάσιμη την εισήγηση ότι το δικαστήριο όφειλε να αναζητήσει αυτεπαγγέλτως κρατικά έγγραφα, επισημαίνοντας ότι τέτοια εξουσία σε αστικές υποθέσεις ασκείται μόνο κατόπιν ρητής συναίνεσης των μερών.

Το Εφετείο συμφώνησε ότι δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε αμέλεια ή παραβίαση δικαιωμάτων από πλευράς της Δημοκρατίας. Η διαδικασία έκδοσης κινήθηκε εντός των νόμιμων πλαισίων, ενώ οποιεσδήποτε καθυστερήσεις οφείλονταν σε νόμιμες προσφυγές του ίδιου του εφεσείοντος.

Τελικά, η έφεση απορρίφθηκε στο σύνολό της και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώθηκε.

Διαβάστε επίσης: «Αχρείαστη αναμπουμπούλα»: Τι ισχύει τελικά με την «προμήθεια» και τα εξώδικα