Η Ειδική Έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας καταγράφει την πολύχρονη, δαπανηρή και τελικά άκαρπη προσπάθεια της Κυπριακής Δημοκρατίας να αποκτήσει συστήματα προστασίας κρίσιμων υποδομών από την απειλή των μη επανδρωμένων αεροχημάτων. Πίσω από τον διαγωνισμό Δ.Ο. 29/2021 της Αστυνομίας Κύπρου, που θα έπρεπε να είχε ήδη θωρακίσει αεροδρόμια, ενεργειακές εγκαταστάσεις και ευαίσθητες περιοχές, αποκαλύπτεται ένα πλέγμα παραλείψεων, ασαφειών και λανθασμένων χειρισμών που οδήγησαν στην πλήρη κατάρρευση του έργου.
Σύμφωνα με την έκθεση, από το 2018 μέχρι το 2025, δύο διαγωνισμοί, ο πρώτος με αρ. Δ.Ο. 28/2018 και ο δεύτερος με αρ. Δ.Ο. 29/2021, κατέληξαν σε πλήρη αποτυχία. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες, παρά τις παρατάσεις, παρά τις προειδοποιήσεις, το κράτος παραμένει σήμερα χωρίς κανένα επιχειρησιακά διαθέσιμο σύστημα προστασίας από απειλές τύπου drone.
Στην έκθεση γίνεται λόγος για παρατεταμένες καθυστερήσεις, αδικαιολόγητους περιορισμούς στον ανταγωνισμό, ελλιπή έλεγχος της τεχνικής επάρκειας του Αναδόχου και, τελικά, ένα έργο που ουδέποτε παραδόθηκε, αφήνοντας για δεύτερη φορά τις κρίσιμες υποδομές της Δημοκρατίας εκτεθειμένες σε μια ραγδαία αναπτυσσόμενη απειλή.
Η Ελεγκτική Υπηρεσία ξεκινά επισημαίνοντας τα θεμελιώδη προβλήματα στα έγγραφα του διαγωνισμού. Το έργο είχε διαρθρωθεί σε τρεις φάσεις, χωρίς όμως καμία συγκεκριμένη ημερομηνία–ορόσημο. Η απουσία σαφών χρονικών δεσμεύσεων όχι μόνο κατέστησε δυσχερέστατη την παρακολούθηση της προόδου, αλλά επέτρεψε πολυάριθμες παρατάσεις χωρίς αντικειμενικό έλεγχο του παραδοτέου. Παράλληλα, μία από τις πιο κρίσιμες πτυχές, η μακροχρόνια συντήρηση των συστημάτων, δεν είχε ενσωματωθεί στην οικονομική προσφορά, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει διασφάλιση ούτε κόστους ούτε ποιότητας για την περίοδο μετά τη διετή εγγύηση καλής λειτουργίας
Ακόμη πιο προβληματική αποδεικνύεται η διαδικασία αξιολόγησης των προσφορών. Η επιτροπή αξιολόγησης αποδέχθηκε ως αποδεδειγμένη την προηγούμενη εμπειρία του Αναδόχου, βασιζόμενη αποκλειστικά σε δική του δήλωση ότι το έργο που επικαλείτο είχε εκτελεστεί σε κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς ουδεμία ανεξάρτητη επιβεβαίωση, παρά το γεγονός ότι τα έγγραφα του διαγωνισμού απαιτούσαν ρητά βεβαίωση από τον πραγματικό φορέα υλοποίησης. Ακόμη και όταν ο ανάδοχος επικαλέστηκε «λόγους εμπιστευτικότητας» για να μην αποκαλύψει τη χώρα, η Αστυνομία αποδέχθηκε τη θέση του, χωρίς να επιμείνει στην πλήρη τεκμηρίωση μιας προϋπόθεσης που αποτελούσε ουσιώδη όρο συμμετοχής.
Η Υπηρεσία καταγράφει επίσης ότι υπήρχαν κρίσιμες αντιφάσεις ανάμεσα στα τεχνικά φυλλάδια που υπέβαλε ο Ανάδοχος και στις επίσημες δημοσιεύσεις του κατασκευαστή, διαφορές οι οποίες αφορούσαν βασικές παραμέτρους απόδοσης. Παρ’ όλα αυτά, οι αντιφάσεις δεν διερευνήθηκαν επαρκώς κατά το στάδιο αξιολόγησης. Το αποτέλεσμα επιβεβαιώθηκε εκ των υστέρων, αφού στις πρώτες δοκιμές του 2023, τα φορητά συστήματα ανίχνευσης απέτυχαν να εντοπίσουν drone ακόμη και σε υψόμετρο μόλις 20 μέτρων πάνω από τον εξοπλισμό. Οι αποκλίσεις από τις προδιαγραφές ήταν τόσο σοβαρές, ώστε η προγραμματισμένη επίσημη δοκιμή ακυρώθηκε πλήρως.
Η πορεία του έργου μετά την ανάθεση χαρακτηρίζεται ως «αλυσίδα παρατάσεων χωρίς αντίστοιχη πρόοδο». Η Αστυνομία ενέκρινε επανειλημμένες παρατάσεις για τις φάσεις Α και Β, φθάνοντας μέχρι τον Μάιο 2024. Την ίδια ώρα, ο Ανάδοχος υπέβαλε αίτημα πλήρους αντικατάστασης του συστήματος ανίχνευσης που είχε αρχικά προσφέρει, αφού ο αρχικός κατασκευαστής βρισκόταν, όπως προέκυψε, σε διαδικασία πτώχευσης και είχε παύσει εργασίες ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2023, εξέλιξη που ανέδειξε την έλλειψη οποιουδήποτε ουσιαστικού ελέγχου της επιχειρησιακής και οικονομικής του βιωσιμότητας από πλευράς Αστυνομίας.
Η Κεντρική Επιτροπή Αλλαγών και Απαιτήσεων ενέκρινε την αλλαγή συστήματος, σε μία διαδικασία όπου, όπως σημειώνει η Ελεγκτική Υπηρεσία, δεν υποβλήθηκαν τα απαραίτητα τεχνικά έγγραφα, αλλά η απόφαση λήφθηκε στη βάση προφορικών δηλώσεων. Η καθυστέρηση εννέα μηνών από τον συντονιστή της σύμβασης στην παραπομπή του αιτήματος προς τα αρμόδια όργανα επιδείνωσε τα προβλήματα, δημιουργώντας ακόμη και τον κίνδυνο να καταλογιστούν ευθύνες στην ίδια την Αναθέτουσα Αρχή για τις καθυστερήσεις.
Τελικά, τον Απρίλιο του 2025, το έργο τερματίστηκε οριστικά, μετά και την αποτυχία των επαναληπτικών δοκιμών παραλαβής. Η Αστυνομία προχώρησε στην κατάσχεση της εγγυητικής προκαταβολής ύψους €497.056 και της εγγυητικής πιστής εκτέλεσης €82.842, το σύνολο δηλαδή των χρημάτων που είχαν καταβληθεί στον Ανάδοχο. Πέρα από αυτά, δεν πληρώθηκε οποιοδήποτε άλλο ποσό, αφού τίποτα δεν είχε ουσιαστικά παραδοθεί.
Παρά ταύτα, τέσσερις μήνες μετά τον τερματισμό, η Αστυνομία ενημέρωσε την Ελεγκτική Υπηρεσία απλώς ότι «ορίστηκε αρμόδια Επιτροπή για τον περαιτέρω χειρισμό». Κανένα νέο σχέδιο, κανένα σαφές χρονοδιάγραμμα, καμία ένδειξη ότι το κράτος πλησιάζει σε αποτελεσματική λύση για ένα έργο που ξεκίνησε πριν από επτά χρόνια και δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί.
Η Ελεγκτική Υπηρεσία κάλεσε την Αστυνομία να αναθεωρήσει ριζικά τις πρακτικές της, να ορίζει ρεαλιστικά και δεσμευτικά ορόσημα, να διασφαλίζει πλήρη τεκμηρίωση εμπειρίας, να ελέγχει εξονυχιστικά τις τεχνικές προδιαγραφές, να ενσωματώνει το κόστος συντήρησης στον οικονομικό σχεδιασμό και να λαμβάνει αποφάσεις μόνο επί τη βάσει καταγεγραμμένων στοιχείων και όχι προφορικών διαβεβαιώσεων.





