Απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο το αίτημα 28χρονου Σύρου, ο οποίος έφτασε παράνομα στην Κύπρο και συνελήφθη, όταν εντοπίστηκαν στο κινητό του φωτογραφίες με όπλα και πιστεύεται ότι ήταν μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης. 

Ο εφεσείων, Σύρος υπήκοος γεννημένος το 1997 στο Idlib, είχε φτάσει στην Κύπρο τον Δεκέμβριο του 2019 μέσω Τουρκίας και κατεχομένων περιοχών, ζητώντας διεθνή προστασία. Ωστόσο, η μαρτυρία του ιδίου και τα στοιχεία που προέκυψαν από την έρευνα της Αστυνομίας και της Europol έφεραν στο φως την προηγούμενη συμμετοχή του σε ένοπλη οργάνωση, τη Faylaq Al Sham, η οποία χαρακτηρίζεται διεθνώς ως τρομοκρατική και συνδεδεμένη με άλλες ομάδες τζιχαντιστικής δράσης.

Κατά την ανάκριση, ο ίδιος παραδέχθηκε ότι το 2014 είχε ενταχθεί στην οργάνωση, έστω για μικρό χρονικό διάστημα, και είχε φέρει όπλο για την «προστασία του χωριού του». Οι φωτογραφίες που βρέθηκαν στο κινητό του, στις οποίες απεικονίζεται με στρατιωτική στολή και καλάσνικοφ, ενίσχυσαν την εκτίμηση ότι η εμπλοκή του δεν ήταν αμελητέα. Έτσι, την ίδια μέρα της άφιξής του, εκδόθηκε διάταγμα κράτησης εναντίον του για λόγους εθνικής ασφάλειας, βάσει του άρθρου 9Στ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου.

Ο αιτητής προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας ζητώντας την άμεση απελευθέρωσή του ή την ακύρωση του διατάγματος, επικαλούμενος μεταξύ άλλων παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και του άρθρου 5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το Δικαστήριο όμως απέρριψε την προσφυγή, κρίνοντας ότι η απειλή που συνιστούσε ήταν «πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή» και ότι δεν μπορούσαν να επιβληθούν ηπιότερα μέτρα. Η υπόθεση οδηγήθηκε κατόπιν στο Ανώτατο, μέσω έφεσης.

Η ανώτερη δικαστική κρίση επανέλαβε ότι κάθε κράτος μέλος της ΕΕ έχει την ευχέρεια να καθορίζει τι συνιστά απειλή για την εθνική του ασφάλεια, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί είναι αναγκαίοι και ανάλογοι. Στηριζόμενο σε ευρωπαϊκή νομολογία –από την απόφαση JN κατά Staatssecretaris μέχρι την πρόσφατη Β.Α. v. Cyprus– το Δικαστήριο ξεκαθάρισε ότι η κράτηση αιτητών ασύλου μπορεί να δικαιολογείται, εφόσον η συμπεριφορά τους αποδεικνύει πραγματικό κίνδυνο για θεμελιώδη συμφέροντα της κοινωνίας. Παράλληλα, υπογράμμισε ότι δεν παραβιάστηκε το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, αφού η κράτηση εδράστηκε σε νόμο και δεν υπήρξε αυθαιρεσία. Επικαλέστηκε μάλιστα τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ύπατης Αρμοστείας και τις αποφάσεις του ΕΔΑΔ (Saadi v. UK, Suso Musa v. Malta), που αναγνωρίζουν την ευχέρεια των κρατών να περιορίζουν προσωρινά την ελευθερία των αιτητών σε πλαίσιο μετανάστευσης και εθνικής ασφάλειας.

Το Ανώτατο δεν περιορίστηκε στη γενική εικόνα της Faylaq Al Sham, αλλά εξέτασε συγκεκριμένα την προσωπική εμπλοκή του εφεσείοντα. Τα φωτογραφικά ντοκουμέντα, η ίδια του η κατάθεση, οι δευτεροβάθμιοι έλεγχοι της Europol και τα απόρρητα έγγραφα που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο «σκιαγράφησαν πρόσωπο που είναι επικίνδυνο για την εθνική ασφάλεια», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο σκεπτικό. Με βάση αυτό, οι λόγοι έφεσης που αφορούσαν πλημμελή ερμηνεία της νομοθεσίας, παράλειψη πρωτογενούς ελέγχου και παραβίαση του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ απορρίφθηκαν ως αβάσιμοι.

Διαβάστε επίσης: Κυβέρνηση: 3.541 επαναπατρισμοί Σύρων από τον Δεκέμβριο - «Η Κύπρος αλλάζει»