Την παραίτηση του Σάββα Αγγελίδη ζητούν κόμματα και φορείς με αφορμή την καταπελτική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για το χειρισμό της γνωστής υπόθεσης καταγγελίας που κατέθεσε γυναίκα για βιασμό της από πολιτικό πρόσωπο.

 

ΑΚΕΛ: «Η εμπλοκή πολιτικού προσώπου εγείρει το ερώτημα αν ο χειρισμός του Β.Γ. Εισαγγελέα, εκτός από όσα του καταλογίζει το ΕΔΑΔ, είχε και πολιτικές σκοπιμότητες, αν ήθελε δηλαδή να συγκαλύψει και να εξυπηρετήσει την παράταξή του. Το γεγονός δε ότι είναι η πολλοστή υπόθεση που χειρίστηκε προβληματικά -και με ενδεχόμενη σκοπιμότητα- εγείρει πλέον το ερώτημα αν υπάρχει ευθιξία. Διότι αν υπάρχει, τότε επιβάλλεται η παραίτηση».

ΑΛΜΑ: «Το ερώτημα που έντονα εγείρεται αφορά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αφού οι δύο επικεφαλής δεν συγκινούνται στη λαϊκή κατακραυγή που ζητεί την παραίτησή τους, σκοπεύει ο ίδιος να κάνει κάτι ως ο θεματοφύλακας του Συντάγματος για αυτό το συνεχή ευτελισμό της Νομικής Υπηρεσίας;»

ΔΗΠΑ: «Η απόφαση του ΕΔΔΑ υπενθυμίζει, με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, την υποχρέωση του κράτους να εγγυάται ότι οι διαδικασίες διερεύνησης και εκδίκασης τέτοιων υποθέσεων είναι ενδελεχείς, αντικειμενικές και απαλλαγμένες από κάθε μορφή προκατάληψης, σεξιστικών στερεοτύπων ή αθέμιτης αμφισβήτησης της αξιοπρέπειας και της αξιοπιστίας των θυμάτων».

Κίνημα Οικολόγων-Συνεργασία Πολιτών:Η καταδίκη της Κύπρου από το ΕΔΔΑ για την απόφαση του κ. Αγγελίδη να αναστείλει την ποινική δίωξη ανοίγει ξανά το θέμα των ευθυνών των αξιωματούχων έναντι ζημίας που υπόκειται η Κυπριακή Δημοκρατία από πράξεις ή παραλείψεις τους. Ποιος θα πληρώσει την λανθασμένη, αν μη τι άλλο, απόφαση του κ. Αγγελίδη; Ο φορολογούμενος Κύπριος πολίτης;»

Τζόζη Χριστοδούλου: «Οι αποφάσεις εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, που αφορούν δύο υποθέσεις βιασμού, αποτελούν – τουλάχιστον – αφορμή για σοβαρή αυτοκριτική. Αναδεικνύουν με τρόπο αδιαμφισβήτητο ότι τα έμφυλα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις εξακολουθούν να επηρεάζουν την απονομή δικαιοσύνης στην Κύπρο».

Η καταγγελία είδε το φως της δημοσιότητας κατά την προεκλογική περίοδο του 2021, αναγκάζοντας τον καταγγελθέντα να αποσυρθεί από υποψήφιος Βουλευτής του Δημοκρατικού Συναγερμού. Το Δεκέμβριο του ίδιου έτους η Νομική Υπηρεσία είχε αποφασίσει την αναστολή της ποινικής διαδικασίας για την υπόθεση.

Όπως αναφέρει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, «Ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας δεν εξέτασε τις εκφράσεις ενοχής ή συμπάθειας προς τον Α.Τ. σε συνάρτηση με τα στοιχεία που υποδηλώνουν έλλειψη συναίνεσης. Οι παράγοντες αυτοί αγνοήθηκαν σε μεγάλο βαθμό στην τελική απόφαση. Το συμπέρασμά του εμφανίζεται επιλεκτικό, με μια  κατηγορητική στάση έναντι του θύματος. Την εξέθεσε σε δευτερογενή θυματοποίηση μέσω ενοχοποιητικών και σεξιστικών στερεοτύπων, δίνοντας δυσανάλογη έμφαση στην έκφραση συμπάθειας προς τον A.T., ενώ δεν έλαβε υπόψη βασικά στοιχεία που μπορεί να υποδείκνυαν την απουσία συναίνεσης».

Παράλληλα το ΕΔΔΑ δεν πείστηκε για την απόφαση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα να διακόψει την ποινική διαδικασία. «Το Δικαστήριο θεωρεί επίσης άκρως προβληματικό το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν είχε πρόσβαση στο φάκελο της υπόθεσης χωρίς καμία αιτιολόγηση. Η άρνηση αυτή περιόρισε την ουσιαστική συμμετοχή της προσφεύγουσας στη διαδικασία και τη δυνατότητα αποτελεσματικής προσβολής, της απόφασης του Β.Γ. Εισαγγελέα».

Η Νομική Υπηρεσία ανακοίνωσε ότι θα μελετήσει την απόφαση για τη λήψη μέτρων. «Η απόφαση του ΕΔΔΑ θα μελετηθεί για λήψη περαιτέρω ενεργειών συμμόρφωσης και επαναξιολόγησης των υφιστάμενων διαδικασιών σε τέτοιας φύσεως αδικήματα. Ήδη από το 2022, η Νομική Υπηρεσία, αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη σημασία με την οποία πρέπει να τυγχάνουν χειρισμού υποθέσεις που αφορούν σε ευάλωτα θύματα, έχει εμπλακεί σε σχετικές δράσεις ευαισθητοποίησης και εκπαίδευσης των λειτουργών της».

Υπέρ του θύματος επιδικάστηκαν αποζημιώσεις για μη χρηματική ζημιά και έξοδα ύψους 35.470 ευρώ.