Συνεχίστηκε την Παρασκευή στο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας η αντεξέταση, από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, Άννα Ματθαίου, της Γερμανίδας Εύας Κιουνζέλ, η οποία κατηγορείται για σφετερισμό ελληνοκυπριακών περιουσιών στα κατεχόμενα, στο πλαίσιο της δίκης εντός δίκης, που εξετάζει τις περιστάσεις γύρω από τη σύλληψή της.

Η ολοκλήρωση της αντεξέτασης της κατηγορούμενης σε αυτό το πλαίσιο αναμένεται να ολοκληρωθεί την ερχόμενη Τετάρτη, 25 Ιουνίου, στις 9πμ.

Η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής ζήτησε από την κατηγορούμενη να αναφερθεί στη συνομιλία που είχε στο αεροπλάνο με τον Γεάδη Γεάδη. Αυτή απάντησε ότι επρόκειτο για δυο-τρεις σύντομες συνομιλίες που διήρκησαν συνολικά 5-10 λεπτά, καθώς και η ίδια, όπως είπε, δεν μιλά καλά αγγλικά. «Αυτός ήταν απασχολημένος με το laptop του την περισσότερη ώρα. Εγώ άκουγα μουσική και διάβαζα για να ηρεμήσω, διότι συνήθως έχω μια νευρικότητα όταν βρίσκομαι στο αεροπλάνο», είπε.

Αναφερόμενη στο περιεχόμενο των συνομιλιών τους, είπε ότι τη ρώτησε γιατί πάει στην Κύπρο και με τι ασχολείται επαγγελματικά στη Γερμανία. Του απάντησε ότι πήγαινε στην Κύπρο για διακοπές και ότι ο κ. Γεάδης της συνέστησε μερικούς προορισμούς για να επισκεφτεί. «Μετά με ρώτησε αν πήγα και στη Βόρεια Κύπρο. Απάντησα ‘ναι, εκεί ζουν οι φίλοι μου’», είπε. Επιπλέον, ανέφερε ότι της ζήτησε την επαγγελματική της κάρτα και, επειδή δεν είχε μαζί της, την παρακάλεσε να του γράψει το όνομα και το τηλέφωνό της. «Από ό,τι αντιλήφθηκα είπε ότι είχε ένα τεμάχιο γης, το οποίο ήθελε ίσως να πουλήσει», ανέφερε.

Ρωτήθηκε ποιες λέξεις χρησιμοποίησε ο κ. Γεάδης στα αγγλικά για να της πει σχετικά με το τεμάχιο και απάντησε ότι δεν θυμάται ακριβώς.

Σε ερώτηση για το πόσα χρόνια ασκεί το επάγγελμα του κτηματομεσίτη, απάντησε ότι το ασκεί εδώ και πολλά χρόνια, ίσως από το 2010. Ρωτήθηκε αν οι πελάτες της είναι μόνο Γερμανοί ή αν συναναστρέφεται με πρόσωπα από όλο τον κόσμο. Η κ. Κιουνζέλ απάντησε ότι εργάζεται σε μια μικρή πόλη της Βαυαρίας, όπου μιλούν μια διάλεκτο της γερμανικής και πολλοί δεν μιλούν αγγλικά, ενώ κάποτε δυσκολεύονται να μιλήσουν καθαρά γερμανικά. «Μέχρι τώρα είχα Γερμανούς πελάτες», είπε, προσθέτοντας ότι «δεν είχα λόγο να μιλήσω αγγλικά».

Η κ. Ματθαίου υπέβαλε τη θέση ότι η κατηγορούμενη είχε αναφέρει στον κ. Γεάδη ότι ασχολείται με τη διαφήμιση ακινήτων στη Βόρεια Κύπρο, κάτι το οποίο η ίδια αρνήθηκε. Τότε, η κ. Ματθαίου την κάλεσε να αναγνωρίσει δήλωση που είχε παραδώσει η ίδια με τον δικηγόρο της στην αστυνομία πριν να δώσει κατάθεση στις 11 Ιουλίου 2024, λίγες μέρες μετά τη σύλληψή της. Αφού αναγνώρισε την υπογραφή της, της υποβλήθηκε ότι σε αυτό αναφέρει ότι είχε πει σε κύριο που καθόταν δίπλα της στο αεροπλάνο ότι ασχολείται με μεσιτικά στη Γερμανία και ότι διαφημίζει ακίνητα στη Βόρεια Κύπρο μέσω της ιστοσελίδας της, καθώς και άλλα ακίνητα που βρίσκονται στη Γερμανία.

Η κατηγορούμενη απάντησε ότι δεν είπε ότι πουλά ακίνητα στη Βόρεια Κύπρο. «Με ρώτησε αν είμαι κτηματομεσίτης στην Κύπρο και η απάντηση μου σε αυτό ήταν όχι, κάνω κάτι άλλο. Δεν μπορούσα όμως με τα αγγλικά μου τότε να του εξηγήσω τι ακριβώς εννοούσα. Μετά που μίλησα με τον δικηγόρο μου», συνέχισε, προσπάθησε να εξηγήσει ότι με το «άλλο» εννοούσε διαφήμιση.

Η κ. Ματθαίου επισήμανε ότι όταν τη ρώτησε κατά την προηγούμενη δικάσιμο αν είχε σπίτι στις κατεχόμενες περιοχές, αυτή απάντησε αρνητικά και συνέχισε για να τη ρωτήσει αν έχει αγοράσει διαμέρισμα. Η κατηγορούμενη απάντησε ότι έχει κάνει κράτηση για ένα διαμέρισμα, αλλά δεν το αγόρασε.

«Στη δήλωση σου στην αστυνομία είπες ότι μέσω των φίλων σου που βρίσκονται στα κατεχόμενα και μέσω της αγοράς που έκανες του διαμερίσματος σου στο ‘Olive Tree Project’ γνώρισες τον Ali Kayim, ιδιοκτήτη του Kayim Group και σε ρώτησε τι δουλειά κάνεις και όταν του είπες ότι είσαι μεσίτρια στη Γερμανία και ασχολείσαι με διαφήμιση ακινήτων, φωτογραφήσεις, προώθηση σε ιστοσελίδες και ΜΚΔ, σε ρώτησε αν σε ενδιέφερε να συνεργαστείτε και συμφωνήσατε να συνεργαστείτε. Το είπες;», ρώτησε την κατηγορούμενη η κ. Ματθαίου.

Ο συνήγορος υπεράσπισης, Σωτήρης Αργυρού, έφερε ένσταση, σημειώνοντας ότι η Κατηγορούσα Αρχή επιχειρεί να αυτοενοχοποιήσει την κατηγορούμενη, καθώς και ότι ξεφεύγει από το πλαίσιο της δίκης εντός δίκης.

Η κ. Ματθαίου απάντησε ότι η κατηγορούμενη αντεξετάζεται επί προηγούμενων δηλώσεων της. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ερώτηση δεν είναι αντικείμενο της δίκης εντός δίκης και δεν επέτρεψε την ερώτηση. Επισήμανε πως το γεγονός ότι η κατηγορούμενη βρίσκεται στο εδώλιο εντάσσεται στο πλαίσιο της δίκης εντός δίκης και δεν μπορεί να κριθεί σε αυτό το στάδιο η ευρύτερη αξιοπιστία της.

Στη συνέχεια, η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής επισήμανε ότι η κατηγορούμενη, όταν συνελήφθη, είχε σε έναν από τους φακέλους που βρέθηκαν στην κατοχή της, τρία άρθρα στα αγγλικά από το περιοδικό Forbes, τα οποία είχε επικαλεστεί και στην προαναφερθείσα δήλωσή της στην αστυνομία.

Η κατηγορούμενη απάντησε ότι είχε υπόψη της το περιεχόμενο των πιο πάνω άρθρων και είχε αναφερθεί σε αυτά στην αστυνομία λέγοντας ότι το Forbes κάνει διαφήμιση για τα κατεχόμενα. Πρόσθεσε ότι το γεγονός ότι τα είχε μαζί της δεν αποδεικνύει ότι «μπορούσα να γνωρίζω τι ακριβώς γράφει». Σημείωσε, εξάλλου, ότι το περιεχόμενο του άρθρου το γνωρίζει στα γερμανικά, καθώς υπάρχει διαθέσιμο στο διαδίκτυο. «Και σήμερα αν μου το δώσετε αυτό το άρθρο δεν είμαι σε θέση απλά να μπορέσω να το μεταφράσω στα γερμανικά ολόκληρο», είπε.

Ακολούθως, η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής ρώτησε την κατηγορούμενη σχετικά με το έγγραφο συγκατάθεσης, μέρος του οποίου η υπεράσπιση υποστηρίζει ότι πλαστογραφήθηκε. Η κ. Κιουνζέλ απάντησε ότι η αστυνομικός της υποδείκνυε πού να γράψει τι, αφότου μίλησε με τη διερμηνέα τηλεφωνικώς. Σημείωσε, ωστόσο, ότι το επίμαχο σημείο, για το οποίο η υπεράσπιση επικαλείται πλαστογράφηση, δεν ήταν συμπληρωμένο όταν η ίδια υπέγραψε το έντυπο.

Ερωτηθείσα γιατί υπέγραψε το έντυπο συγκατάθεσης, απάντησε ότι «μου ανέφεραν ότι πρέπει να το υπογράψω, γιατί αν δεν το υπογράψω δεν θα μπορέσω να προχωρήσω. Εκτός αυτού δεν είχα ούτε ναρκωτικά, ούτε όπλα, δεν γνώριζα για ποιο σκοπό, αλλά το υπέγραψα για να προχωρήσω». Πρόσθεσε ότι δεν γνωρίζει ποιος έγραψε στη συνέχεια τη φράση «my laggage» που θεωρεί ότι προστέθηκε μετά, σημειώνοντας ότι η ίδια το είδε όταν παρουσιάστηκε το έγγραφο στο δικαστήριο.

Η κ. Ματθαίου υπέβαλε στη συνέχεια τη θέση ότι η διερμηνέας τής είχε μεταφράσει στα γερμανικά το έντυπο συγκατάθεσης, της ανέφερε ότι ζητείτο η συγκατάθεση της για τον έλεγχο των δύο αποσκευών της, της είπε ότι δεν ήταν υπόχρεα να δώσει τη συγκατάθεση της και ότι αυτό αναφερόταν και στα αγγλικά στο έντυπο, τα οποία κατανοούσε πλήρως.

Η κατηγορούμενη αρνήθηκε τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής, σημειώνοντας ότι σε εκείνο το χρονικό σημείο δεν είχε καταλάβει τι της ζητούσαν και γι’ αυτό τηλεφώνησαν σε διερμηνέα. «Είχα μια σύντομη συνομιλία μαζί της και μου είπε μόνο ότι πρέπει να συμπληρώσω αυτό το έντυπο. Δεν ήμουν σε θέση να γνωρίζω πού ακριβώς έπρεπε να γράψω τι», είπε, επαναλαμβάνοντας ότι της υποδείκνυε η αστυνομικός.

Η κ. Ματθαίου υπέβαλε, επίσης, τη θέση, ότι η διερμηνέας της είπε στα γερμανικά τους λόγους της σύλληψης της, παρόλο που της είχαν αναφερθεί και προηγουμένως στα αγγλικά και είχε κατανοήσει πλήρως και της είπε, ακόμα, ότι μετά την αποπεράτωση της έρευνας στις αποσκευές της θα τη μετέφερε σε αστυνομικό σταθμό μέχρι την επόμενη μέρα που θα παρουσιαζόσουν στο δικαστήριο.

Η κ. Κιουνζέλ το αρνήθηκε, σημειώνοντας ότι η ίδια είχε ζητήσει να πληροφορήσει τους φίλους που περίμεναν να την παραλάβουν στο αεροδρόμιο για το ότι έχασε την πτήση της, και της είπαν να το υπογράψει για να μπορεί «να πάει παρακάτω».

Η κ. Ματθαίου υπέβαλε, επίσης, τη θέση ότι οι ταξιδιωτικές της βαλίτσες που είχαν παραδοθεί στο check-in ερευνήθηκαν μετά που έδωσε τη συγκατάθεσή της. Η κατηγορούμενη το αρνήθηκε, σημειώνοντας ότι η πρώτη βαλίτσα τοποθετήθηκε στο τραπέζι και ερευνήθηκε, στη συνέχεια τοποθετήθηκε και η δεύτερη βαλίτσα στο τραπέζι, την οποία άνοιξαν και «ξαφνικά σταμάτησαν. Την έκλεισαν και μου έδωσαν το έντυπο συγκατάθεσης να το συμπληρώσω. Ακολούθησε η άρνησή μου, τα τηλεφωνήματα, η συνομιλία με διερμηνέα και όταν τελείωσε συμπληρώσαμε το έντυπο με τη βοήθεια της αστυνομικού και όταν της το έδωσα συνέχισαν την έρευνα της δεύτερης βαλίτσας».

Η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής υπέβαλε επίσης τη θέση ότι η κατηγορούμενη ενημερώθηκε στα γερμανικά για το δικαίωμα της σε δικηγόρο και σε διερμηνέα και ουδέποτε τα άσκησε κατά τη διάρκεια της παραμονής της στο αεροδρόμιο. Είπε, ακόμα, ότι τη διερμηνέα την κάλεσαν οι αστυνομικοί με δική τους πρωτοβουλία. Η κατηγορούμενη απάντησε ότι είχε αναφέρει τη λέξη «advocat» και ότι τηλεφώνησαν στη διερμηνέα όταν η ίδια δεν θα υπέγραφε το έντυπο συγκατάθεσης επειδή δεν καταλάβαινε. Ανέφερε, επίσης, ότι όσο ήταν σε κράτηση είχε δεχτεί τηλεφώνημα στο κινητό της, το οποίο απάντησε, με αποτέλεσμα να της φωνάζουν οι αστυνομικοί να τερματίσει την κλήση. Στη συνέχεια, είπε, δεν είχε κανένα τηλέφωνο στη διάθεσή της και δεν μπορούσε να ειδοποιήσει κανένα για το τι συνέβαινε.

Πρόσθεσε ότι οι αστυνομικοί φώναζαν, μιλούσαν στα ελληνικά την περισσότερη ώρα, δεν ήταν φιλικοί απέναντί της και ήταν σαρκαστικοί.

Η κ. Ματθαίου υπέβαλε, ακόμα, τη θέση ότι η κατηγορούμενη δεν ρώτησε για ποιο λόγο είχε συλληφθεί, «γιατί κατάλαβες από την πρώτη στιγμή (…) τους λόγους και τα αδικήματα, κατάλαβες πλήρως και τη σοβαρότητα της κατάστασης στην οποία είχες βρεθεί», με την κατηγορούμενη να απαντά αρνητικά.

Στη συνέχεια η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής τη ρώτησε σχετικά με τις δύο λήψεις δειγμάτων γραφικού χαρακτήρα που έγιναν. Η πρώτη αφορούσε ανεξάρτητο γραφολόγο και η δεύτερη τον γραφολόγο της αστυνομίας. Σημείωσε ότι κατά την κυρίως εξέτασή της, η κατηγορούμενη είχε πει ότι όταν έδινε δείγματα γραφής ένιωθε πιεσμένη, στον βαθμό που ξέχασε το αλφάβητο και τη ρώτησε αν της έχει ξανασυμβεί κάτι τέτοιο.

Η κ. Κιουνζέλ απάντησε ότι πρώτη φορά βρέθηκε σε αυτή την κατάσταση. «Είμαι χωρίς φάρμακα, ζητιανεύω από τον Ιανουάριο να μου δώσουν τα φάρμακα μου. Δεν μου ξανασυνέβηκε να είμαι σε τέτοια κατάσταση», είπε, προσθέτοντας ότι σε κάποιο σημείο, κατά τη λήψη των δειγμάτων, ο αστυνομικός-γραφολόγος, ο μεταφραστής και ο δικηγόρος της στέκονταν δίπλα της και μιλούσαν μεταξύ τους δυνατά. «Εγώ ήμουν σε πανικό, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να γράψω το αλφάβητο και να αφήνω γράμματα πίσω», είπε.

Ακολούθως, η κ. Ματθαίου της υπέδειξε από τα τεκμήρια τους πίνακες με δείγματα γραφής που ετοίμασε ο γραφολόγος της αστυνομίας και της ζήτησε να αναγνωρίσει ποια από αυτά είναι δικά της. Η κατηγορούμενη αναγνώρισε κάποια εξ αυτών με βεβαιότητα, κάποια άλλα είπε με βεβαιότητα ότι δεν είναι δικά της, ενώ για άλλα είπε ότι δεν μπορεί να τα αναγνωρίσει με βεβαιότητα.

Επισήμανε ότι ο γραφολόγος πήρε δείγματα από σημειώσεις που βρέθηκαν στην κατοχή της, οι οποίες προέρχονται από διαφορετικούς ανθρώπους, «δεν ανήκουν όλες σ’ εμένα. Σημειώθηκαν σε διαφορετικά χρονικά σημεία και σε διαφορετικούς τόπους».

Το Δικαστήριο έκανε δεκτή ένσταση της υπεράσπισης στην ερώτηση της Κατηγορούσας Αρχής για το ποιοι έγραψαν τις σημειώσεις.

Η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής θα ολοκληρώσει την αντεξέταση της κατηγορούμενης στο πλαίσιο της δίκης εντός δίκης την Τετάρτη 25 Ιουνίου. Ακολούθως, στις 7 και 9 Ιουλίου η υπόθεση έχει οριστεί για να παρουσιαστούν ακόμα δύο μάρτυρες εκ μέρους της υπεράσπισης στο πλαίσιο της ίδιας διαδικασίας.

Σημειώνεται ότι η κατηγορούμενη απαντούσε στις ερωτήσεις της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής μέσω διερμηνέα. 

Διαβάστε επίσης: Γιλμάζ: Βλέπει «Στοχοποίηση» επιχειρηματιών στα κατεχόμενα

Πηγή: ΚΥΠΕ