Δέκα ύποπτοι, Ιρανοί και Λιβανέζοι πολίτες, θα δικαστούν ερήμην στην Αργεντινή για τη βομβιστική επίθεση στο εβραϊκό κέντρο Amia του Μπουένος Άιρες τον Ιούλιο του 1994, που είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν 85 άνθρωποι και να τραυματιστούν εκατοντάδες.

Μέχρι πρότινος στην Αργεντινή δεν γίνονταν δίκες χωρίς την παρουσία κατηγορουμένων. Ωστόσο ο ομοσπονδιακός δικαστής Ντάνιελ Ραφέκας με τη σημερινή απόφασή του έκρινε ότι έστω και ερήμην, η δίκη «παραμένει ένα εργαλείο που θα επιτρέψει, τουλάχιστον, να ανακαλύψουμε την αλήθεια, να δούμε τι συνέβη και, κυρίως, να δώσουμε στους εκπροσώπους των θυμάτων τη δυνατότητα να εκφραστούν δημοσίως».

Οι αρχές της Αργεντινής υποψιάζονται εδώ και χρόνια ότι η επίθεση, για την οποία κανείς δεν ανέλαβε ποτέ την ευθύνη, πραγματοποιήθηκε κατ’ εντολή του Ιράν και εκτελέστηκε από μέλη της σιιτικής, λιβανέζικης οργάνωσης Χεζμπολάχ. Το Ιράν αρνείται κάθε ανάμιξή του και δεν δέχτηκε ποτέ να ανακριθούν για την υπόθεση αξιωματούχοι εκείνης της περιόδου.

Μεταξύ των υπόπτων (οκτώ Ιρανοί και δύο Λιβανέζοι) που θα δικαστούν στο Μπουένος Άιρες είναι και ένας πρώην υπουργός, ο Αχμάντ Βαχίντι. Σε βάρος του είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης από το 2006.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η Αργεντινή έγινε δύο φορές στόχος αντισημιτικών επιθέσεων. Το 1992, σε μια επίθεση εναντίον της πρεσβείας του Ισραήλ στο Μπουένος Άιρες, σκοτώθηκαν 29 άνθρωποι και τραυματίστηκαν τουλάχιστον 200. Δύο χρόνια αργότερα, στη χειρότερη τρομοκρατική επίθεση στην ιστορία της χώρας, ένα παγιδευμένο αυτοκίνητο εξερράγη στο εβραϊκό κέντρο Amia, σκοτώνοντας 85 και τραυματίζοντας περισσότερους από 300 ανθρώπους.

Η εβραϊκή κοινότητα της Αργεντινής αριθμεί περίπου 300.000 μέλη και είναι η μεγαλύτερη στη Λατινική Αμερική.

Το 2024, τριάντα χρόνια μετά τα γεγονότα, η δικαιοσύνη της Αργεντινής έκρινε ότι οι επιθέσεις διατάχθηκαν από το Ιράν, μια απόφαση που χαρακτηρίστηκε «ιστορική» από την τοπική εβραϊκή κοινότητα.

Η διαδικασία της ερήμην δίκης δεν υπήρχε στο σύστημα της Αργεντινής μέχρι τον περασμένο Μάρτιο, όταν το κοινοβούλιο αναθεώρησε τον Ποινικό Κώδικα. Η ένωση των οικογενειών των θυμάτων δεν ήταν θετική σε μια δίκη χωρίς την παρουσία κατηγορουμένων, θεωρώντας ότι απλώς «θα επιβεβαίωνε τις επίσημες υποψίες, χωρίς αποδείξεις». Όμως ο δικαστής Ραφέκας, λαμβάνοντας υπόψη του αυτές τις επιφυλάξεις, έκρινε ότι «θα ήταν ακόμη χειρότερο να μην γίνει τίποτα».

«Το θέμα δεν είναι να γιατρέψουμε τις πληγές με κάποιο διάταγμα, ούτε να επιβάλουμε συμβολικές αποζημιώσεις. Πρέπει να δείξουμε τι συνέβη (…) τι δεν συνέβη, τι μπορούμε να ερευνήσουμε. Και να το κάνουμε δημοσίως», εξήγησε.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ