Σημαντικές διαστάσεις, πέραν της συνεργασίας Ελλάδας–Κύπρου–Ισραήλ και ΗΠΑ στον ενεργειακό τομέα, προσλαμβάνει η συνάντηση που αναμένεται να έχουν οι υπουργοί Ενέργειας των τεσσάρων χωρών στην Αθήνα, στο περιθώριο του ενεργειακού συνεδρίου. Το ενδιαφέρον των Αμερικανών επικεντρώνεται στο να υποχρεώσουν το Ισραήλ να υλοποιήσει τη μεγάλη συμφωνία που υπέγραψε με το Κάιρο τον Αύγουστο, για τη μεταφορά φυσικού αερίου, συμφωνία ζωτικής σημασίας για την ενεργειακή ασφάλεια της Αιγύπτου.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, μετά από παλινωδίες αρκετών εβδομάδων, ο Ισραηλινός υπουργός Ενέργειας, Έλι Κοέν δήλωσε ότι δεν θα κυρώσει τη συμφωνία αυτή, προκαλώντας την πρώτη αντίδραση των Αμερικανών, με τον υπουργό Ενέργειας των ΗΠΑ, Κρις Ράιτ, να ακυρώνει την προγραμματισμένη μετάβαση του στο Ισραήλ, μετά την επίσκεψή του στην Αθήνα.

Διαβάστε επίσης: Τουρκικά ΜΜΕ: To Τραμπ εξοπλίζει δωρεάν Ελλάδα με άρματα και drones

Έτσι, η ανακοίνωση της πραγματοποίησης της συνάντησης 3+1 σε επίπεδο υπουργών Ενέργειας, με την έλευση στην Αθήνα του Έλι Κοέν (η οποία πάντως δεν έχει ακόμη ανακοινωθεί δημοσίως από το Τελ Αβίβ), αποκτά άλλη διάσταση. Οι Αμερικανοί αναμένεται να ασκήσουν πίεση στο Ισραήλ προκειμένου να υλοποιηθεί η συμφωνία, η οποία, πέραν των οικονομικών δεδομένων, έχει γεωπολιτική σημασία.

Στις 7 Αυγούστου, η Αίγυπτος υπέγραψε συμφωνία ύψους 35 δισ. δολαρίων με το Ισραήλ για την παράταση και επέκταση των εισαγωγών φυσικού αερίου από το κοίτασμα Leviathan, καλύπτοντας το αυξανόμενο ενεργειακό έλλειμμα της χώρας. Στις αρχές Σεπτεμβρίου, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου απείλησε να ακυρώσει τη συμφωνία λόγω της έντασης μεταξύ των δύο χωρών και των αλληλοκατηγοριών για παραβιάσεις των Συμφωνιών του Καμπ Ντέιβιντ.

Όμως, με τα αιγυπτιακά κοιτάσματα να φθίνουν και τη ζήτηση να αυξάνεται κατακόρυφα, η χώρα εξαρτάται πλέον από τις εισαγωγές για την κάλυψη των εγχώριων αναγκών της. Εκτιμάται ότι μέσα στο 2025 θα δαπανήσει πάνω από 20 δισ. δολάρια για εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) και πετρελαϊκών προϊόντων, με περίπου το 60% των συνολικών εισαγωγών αερίου της να προέρχεται από το Ισραήλ.

Για το Κάιρο, η εξάρτηση από το Ισραήλ αποτελεί αναγκαίο «κακό», καθώς ο πληθωρισμός έχει μειώσει δραματικά την αξία της αιγυπτιακής λίρας, καθιστώντας απαγορευτικές τις εισαγωγές LNG και επιτείνοντας τα προβλήματα του ισοζυγίου πληρωμών. Η αγορά ισραηλινού αερίου μέσω αγωγού, σε τιμή σχεδόν μισή από εκείνη του LNG (7,75 δολάρια έναντι 13,50 δολαρίων ανά εκατομμύριο BTU), επιτρέπει στην Αίγυπτο να αποπληρώνει χρέη προς διεθνείς ενεργειακές εταιρείες και να καλύπτει τις μεγάλες εσωτερικές ανάγκες.

Στο Ισραήλ, πέραν του γεγονότος ότι οι εξαγωγές φυσικού αερίου απειλούν να κρατήσουν ψηλά τις τιμές ενέργειας για τους καταναλωτές, η Έκθεση της Επιτροπής Αναθεώρησης Πολιτικής Φυσικού Αερίου του Ισραήλ διαπίστωσε ότι τα υπάρχοντα αποθέματα ενδέχεται να μην επαρκούν για να καλύψουν την εγχώρια ζήτηση των επόμενων 25 ετών, εάν συνεχιστεί ο τρέχων ρυθμός εξαγωγών. Αυτό έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στο εσωτερικό, καθώς η ενεργειακή αυτάρκεια του Ισραήλ αποτελεί πλέον κορυφαίο ζήτημα εθνικής ασφάλειας.

Από την άλλη, πάντως, η ακύρωση της συμφωνίας με την Αίγυπτο θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη κρίση τις σχέσεις του Ισραήλ με το Κάιρο, σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη στιγμή, και σε περαιτέρω περιφερειακή απομόνωση. Παράλληλα, θα υπονόμευε τη στρατηγική των ΗΠΑ για μια ευρύτερη εξομάλυνση της κατάστασης στην περιοχή μέσω της δρομολόγησης των επόμενων βημάτων για τη Γάζα. Για τους Αμερικανούς, άλλωστε, αποτελεί μείζον ζήτημα το γεγονός ότι η συμφωνία αυτή εξυπηρετεί και τα συμφέροντα του αμερικανικού πετρελαϊκού «κολοσσού» Chevron.

Στο σχήμα 3+1, πάντως, μετά την απογοητευτική απόφαση των Αμερικανών να εγκαταλείψουν το μεγαλεπήβολο σχέδιο του EastMed, το ενδιαφέρον στρέφεται πλέον στη δέσμευση για ενίσχυση σχεδίων όπως ο IMEC, αλλά και έργων διασυνδεσιμότητας, όπως ο GSI, που αφορά την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας–Κύπρου και, μελλοντικά, με το Ισραήλ. Οι Αμερικανοί εξακολουθούν να εκφράζουν στήριξη στα έργα διασυνδεσιμότητας, και ειδικά στο συγκεκριμένο έργο, το οποίο, εφόσον υλοποιηθεί, θα συνδέσει το Ισραήλ με την Ευρώπη, γεγονός υψηλού γεωπολιτικού συμβολισμού.

Ωστόσο, δεν πρέπει να υπάρχουν παρεξηγήσεις. Η όποια στήριξη των Αμερικανών στο έργο, παρά την έμμεση πίεση που ασκείται έτσι προς τον ΑΔΜΗΕ και την Κυπριακή ΡΑΕΚ για την εξεύρεση τεχνικής λύσης στις σοβαρές οικονομικές εκκρεμότητες, ούτε μπορεί να δώσει λύση στο ζήτημα αυτό, ούτε όμως και να ξεπεράσει το μείζον θέμα του γεωπολιτικού ρίσκου, που αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο για την υλοποίησή του.

Η Τουρκία, με αφορμή τις εργασίες ερευνών για την πόντιση του καλωδίου, βρήκε την ευκαιρία να αμφισβητήσει ευθέως την οριοθετημένη ελληνική ΑΟΖ (βάσει της συμφωνίας με την Αίγυπτο), να αμφισβητήσει την περιοχή αρμοδιότητας έκδοσης NAVTEX της Ελλάδας και να επιβάλει στην πράξη το δόγμα: «Κανένα έργο στην Ανατολική Μεσόγειο χωρίς τη συμμετοχή ή την έγκριση της Τουρκίας».

Είναι σαφές ότι μια εξωγενής παρέμβαση με σκοπό να αρθούν τα εμπόδια αυτά και να συνεχιστεί το έργο, ενδέχεται να περιπλέξει ακόμη περισσότερο την κατάσταση, καθώς μπορεί να επιβληθεί η αναζήτηση «πνεύματος συνεργασίας και συμβιβασμού», κάτι που στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα σήμαινε ότι η πλευρά που αποδέχεται πλήρως και σέβεται το Δίκαιο της Θάλασσας και τη διεθνή νομιμότητα, θα έπρεπε να μετακινηθεί προς την πλευρά που υιοθετεί έναν επικίνδυνο αναθεωρητισμό και επιδιώκει να επιβάλει το δίκαιο του ισχυρού στην Ανατολική Μεσόγειο, ώστε να βρεθεί η… χρυσή τομή.

Επιπλέον, είναι πιθανό μια τέτοια παρέμβαση να οδηγήσει σε διπλωματικούς «πειραματισμούς» που θα αλλοίωναν πλήρως τον πυρήνα της ελληνικής πρότασης για το περιφερειακό φόρουμ, το οποίο, εκτός των άλλων, θα αναζητήσει λύσεις και σε ζητήματα οριοθετήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο βάσει του Δικαίου της Θάλασσας, οδηγώντας τελικά σε σχεδιασμό για έναν «πρακτικό» διαμοιρασμό της Ανατολικής Μεσογείου ώστε ένα εξυπηρετηθούν ενεργειακά ή άλλα επενδυτικά σχέδια.

Πηγή: Liberal.gr