Η πρόσφατη διπλωματική ένταση μεταξύ δύο περιφερειακών δυνάμεων της Ανατολικής Μεσογείου, της Ελλάδας και της Αιγύπτου, αναφορικά με την ερμηνεία και χρήση του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού, αποκαλύπτει τις λεπτές ισορροπίες που διέπουν την πολιτική γεωγραφία της περιοχής. Πέρα από τη νομική διαφορά για τις ακριβείς γραμμές οριοθέτησης, η ουσία του προβλήματος εδράζεται στον τρόπο με τον οποίο προβάλλονται οι εθνικές διεκδικήσεις, ακόμη και μέσα από μη δεσμευτικά τεχνικά εργαλεία, όπως ο χωροταξικός σχεδιασμός. Η πρακτική απεικόνιση χαρτών που προσεγγίζουν την αρχή της μέσης γραμμής σε περιοχές χωρίς διμερή συμφωνία, έχει ερμηνευτεί από την άλλη πλευρά ως κίνηση που ενδέχεται να δημιουργεί τετελεσμένα σ’ ένα εξαιρετικά ευαίσθητο γεωπολιτικό πεδίο.
Ανεξαρτήτως προθέσεων, η δημοσιοποίηση από την Ελλάδα αυτών των γραμμών προκάλεσε την αντίδραση της Αιγύπτου, όχι επειδή αμφισβητήθηκε επισήμως η κυριαρχία, αλλά διότι προκλήθηκε αίσθηση μονομερούς προβολής θέσεων σε περιοχές υπό διαπραγμάτευση. Η απάντηση ήταν διπλωματική και όχι εχθρική, αλλά ανέδειξε τη διαφωνία ως προς τη μέθοδο. Αυτό το επεισόδιο, όσο και αν εκ πρώτης όψεως φαντάζει διμερές, έχει ευρύτερες συνέπειες, ιδιαίτερα για την Κυπριακή Δημοκρατία. Η γεωμετρική συνάρθρωση των θαλασσίων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο δεν αφήνει περιθώρια για μεμονωμένους ελιγμούς χωρίς επιπτώσεις στην υπόλοιπη αρχιτεκτονική. Η Κύπρος, ως κρίσιμος κρίκος στο ενεργειακό και γεωστρατηγικό τρίγωνο της περιοχής, επηρεάζεται άμεσα τόσο από τη γεωγραφική μετατόπιση οριοθετήσεων όσο και από τις πολιτικές συνέπειες που αυτές συνεπάγονται.
Η ακριβής χάραξη των θαλασσίων συνόρων μεταξύ των μεγάλων παικτών της περιοχής διαμορφώνει στην πράξη τα όρια μέσα στα οποία μπορεί να κινηθεί η Κυπριακή Δημοκρατία, τόσο ως προς την ανάπτυξη των φυσικών της πόρων όσο και ως προς την προβολή της κυριαρχίας της σε διεθνές επίπεδο. Οποιαδήποτε απόκλιση από την κοινώς αποδεκτή μέθοδο της μέσης γραμμής εγκυμονεί κινδύνους. Ειδικά αν αυτή η απόκλιση αποτυπωθεί επισήμως στο πλαίσιο μελλοντικής συμφωνίας, μπορεί να επηρεάσει την ισορροπία που στηρίζει τη νομική επιχειρηματολογία της Κύπρου για την κατοχύρωση της δικής της ΑΟΖ.
Η αμφισβήτηση των χωροταξικών γραμμών από την πλευρά τρίτου κράτους δεν συνιστά απαραίτητα μετωπική σύγκρουση, αλλά μπορεί να εξελιχθεί σε σοβαρή πρόκληση αν συνδυαστεί με απόπειρες επαναπροσέγγισης άλλων δυνάμεων της περιοχής, οι οποίες δεν αποδέχονται το ισχύον νομικό πλαίσιο. Σ’ ένα τέτοιο σενάριο, η Κυπριακή Δημοκρατία κινδυνεύει να βρεθεί αντιμέτωπη με μια νέα διπλωματική αρχιτεκτονική, στην οποία η νομιμότητα της μέσης γραμμής τίθεται υπό αίρεση και αναζητούνται εναλλακτικές γεωπολιτικές ισορροπίες. Το γεγονός ότι το διακύβευμα δεν αφορά μόνο το εύρος των θαλάσσιων ζωνών, αλλά και την προβολή στρατηγικής παρουσίας, επιτείνει τη σημασία της κατάστασης.
Η οικονομική διάσταση του προβλήματος είναι επίσης κρίσιμη. Η αξιοπιστία της Κυπριακής Δημοκρατίας ως επενδυτικού προορισμού για ενεργειακές εταιρείες εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ασφάλεια του θεσμικού και γεωπολιτικού περιβάλλοντος. Η παραμικρή ένδειξη αποσταθεροποίησης ή αδυναμίας συντονισμού με τα κράτη της περιοχής ενδέχεται να επηρεάσει δυσμενώς τις αποφάσεις των εταιρειών που δρουν ή σκοπεύουν να δραστηριοποιηθούν στην κυπριακή ΑΟΖ. Η ανασφάλεια που μπορεί να προκαλέσει μια ασαφής ή διαφοροποιημένη προσέγγιση στην οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών μεταφράζεται σε επενδυτική επιφυλακτικότητα.
Η πολιτική διάσταση δεν είναι λιγότερο σημαντική. Το πλέγμα συνεργασιών που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια στην Ανατολική Μεσόγειο, με την Κύπρο να διαδραματίζει ρόλο σταθεροποιητικού παράγοντα, βασίζεται σε τριμερή σχήματα, όπως εκείνο μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Αιγύπτου, που προϋποθέτουν κοινή στρατηγική αντίληψη. Αν αυτή η αντίληψη αρχίσει να διαβρώνεται, ακόμη και μέσω τεχνικών ή διοικητικών αποκλίσεων, οι βάσεις της συνεργασίας θα αρχίσουν να κλονίζονται. Για την Κυπριακή Δημοκρατία, η αμφισβήτηση αυτής της συνεννόησης αποτελεί εν δυνάμει απώλεια διπλωματικού κεφαλαίου, το οποίο έχει επενδυθεί με συνέπεια την τελευταία δεκαετία.
Η αντιμετώπιση της κατάστασης απαιτεί οξυδέρκεια και προληπτική στρατηγική. Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει την πολυτέλεια να παραμείνει παθητικός παρατηρητής σε μια σύγκρουση που ενδέχεται να διαμορφώσει νέα δεδομένα στις θαλάσσιες ισορροπίες της περιοχής. Αντιθέτως, οφείλει να αναλάβει πρωτοβουλία και να λειτουργήσει ως διαμεσολαβητικός παράγοντας, ενισχύοντας τον διάλογο και συμβάλλοντας στην εξεύρεση κοινά αποδεκτών λύσεων. Η επαναβεβαίωση της δέσμευσης για σεβασμό του διεθνούς δικαίου και για αποφυγή μονομερών ενεργειών, αποτελεί αναγκαία συνθήκη για τη διατήρηση της σταθερότητας.
Η ανάπτυξη ενός συντονισμένου πλαισίου χωροταξικού σχεδιασμού, το οποίο θα εντάσσεται στη λογική της κοινής προσέγγισης με τα γειτονικά κράτη και θα βασίζεται σε νομικά τεκμηριωμένες παραδοχές, θα προσδώσει νομιμοποίηση και πολιτική βαρύτητα στις θέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ένα τέτοιο πλαίσιο, εφόσον προκύψει από διάλογο και συνεννόηση, μπορεί να αποτελέσει εργαλείο διπλωματικής προβολής, αποτρέποντας την παγίωση αντιφατικών ερμηνειών για την οριοθέτηση.
Η παράλληλη ενίσχυση των ενεργειακών συνεργασιών με τους στρατηγικούς εταίρους της περιοχής λειτουργεί συμπληρωματικά. Η διεύρυνση των κοινών επενδύσεων, η πρόοδος στα έργα υποδομής και η ενίσχυση της διαλειτουργικότητας των ενεργειακών συστημάτων συμβάλλουν στην οικοδόμηση αμοιβαίας εμπιστοσύνης και περιορίζουν τις πιθανότητες μεταστροφής στρατηγικών συμμαχιών. Όσο πιο αλληλοεξαρτώμενα είναι τα συμφέροντα των κρατών, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να αναζητήσουν εναλλακτικά σχήματα συνεργασίας που θα πλήξουν την Κύπρο.
Η πολιτική σταθερότητα, η ειλικρινής διπλωματική επικοινωνία και η ενεργός παρουσία σ’ όλα τα επίπεδα συζήτησης, συνιστούν θεμέλια μιας στρατηγικής που δεν περιορίζεται στην αποτροπή, αλλά προχωρά σε διαμόρφωση συνθηκών θετικής ειρήνης στην περιοχή. Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει τη δυνατότητα και το διπλωματικό βάθος να μετατρέψει μια διμερή διαφωνία σε ευκαιρία για αναβάθμιση του ρόλου της ως συντονιστικού κρίκου και εγγυητή της σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Συμπερασματικά, το διακύβευμα είναι μεγάλο, καθώς αφορά όχι μόνο τον έλεγχο θαλασσίων πόρων, αλλά και την ίδια τη θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας στον ευρύτερο γεωπολιτικό χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου. Η έγκαιρη και στρατηγικά ευφυής διαχείριση της παρούσας κρίσης μπορεί να καθορίσει αν η Κύπρος θα παραμείνει ρυθμιστικός παράγοντας ή αν θα παρασυρθεί από τις ανακατατάξεις που ήδη δρομολογούνται.
*Καθηγητής-ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην πρύτανης.
Διαφωνία Αιγύπτου–Ελλάδας για τις θαλάσσιες ζώνες: Επιπτώσεις για Κύπρο
