Οι πύλες της Ευρώπης άνοιξαν για τους Ρουμάνους και τους Βούλγαρους
Η θετική εικόνα που παρουσιάζει η γερμανική αγορά εργασίας αντικατοπτρίζει την υψηλή ικανότητα της γερμανικής οικονομίας να προασαρμόζεται σε νέες καταστάσεις
Το 2014 άρχισε με θετικές προσδοκίες για τη γερμανική αγορά εργασίας. Ο αριθμός των ανέργων αυξήθηκε μεν τον Δεκέμβριο, αλλά η αύξηση, που αποδίδεται σε εποχικούς λόγους, ήταν μικρότερη σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα. Το ποσοστό της ανεργίας διαμορφώθηκε στο 6,7% και θεωρείται από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη. Η θετική εικόνα που παρουσιάζει η γερμανική αγορά εργασίας αντικατοπτρίζει την υψηλή ικανότητα της γερμανικής οικονομίας να προασαρμόζεται σε νέες καταστάσεις και να ανανεώνει την γκάμα των προϊόντων της, υποστηρίζει ο Γκέρχαρντ Μπος, καθηγητής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Έσσεν-Ντούισμπουργκ και διευκρινίζει:
«Οι εξαγωγές αυξάνονται. Τα γερμανικά προϊόντα διακρίνονται για την υψηλή ζήτησή τους στο εξωτερικό και αυτό οφείλεται στις καινοτομίες των επιχειρήσεων. Ταυτόχρονα ενισχύεται η εγχώρια κατανάλωση εξαιτίας των αυξήσεων στις απολαβές των εργαζομένων τα τελευταία χρόνια. Το πρόβλημα είναι ότι το 2013 δεν έγιναν αρκετές επενδύσεις. Κι αυτό επειδή οι επιχειρήσεις ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικές για τις προοπτικές της οικονομίας».
Επενδύσεις
Αυτό, ωστόσο, αναμένεται να αλλάξει το 2014, εκτιμά ο Γερμανός καθηγητής. Η νέα κυβέρνηση θα ανοίξει τον χορό των επενδύσεων σε έργα υποδομών, στην εκπαίδευση και την έρευνα. Η εγχώρια ζήτηση αναμένεται να ενισχυθεί και από την καθιέρωση του κατώτατου μισθού. Η ανεργία θα σημειώσει μικρή μείωση, υποστηρίζουν πολλοί ειδικοί. Εξαίρεση αποτελεί το Ινστιτούτο της Γερμανικής Οικονομίας IW, που εδρεύει στην Κολωνία και πρόσκειται στους εργοδότες. Ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Μίχαελ Χούτερ υποστηρίζει ότι δεν θα προκύψουν νέες θέσεις εργασίας, καθώς το ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού έχει φτάσει στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο (42 εκατομμύρια). «Εδώ εξαντλείται η δυναμική», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Χούτερ.
Αντιδρούν οι Χριστιανοκοινωνιστές
Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσίας Εργασίας αντιμετωπίζει μάλλον ψύχραιμα τη δημόσια συζήτηση για τη μετανάστευση που βρίσκεται σε εξέλιξη σε πολλές χώρες της Ευρώπης και κυρίως στη Βρετανία και τη Γερμανία. Μετά από επτά χρόνια αναμονής, οι πύλες της Ευρώπης άνοιξαν για τους Ρουμάνους και τους Βούλγαρους εργαζομένους. Από φέτος απέκτησαν το δικαίωμα να εργάζονται ελεύθερα στην ευρωπαϊκή χώρα της επιλογής τους. Το ζήτημα έχει προκαλέσει τριβές στο εσωτερικό του κυβερνητικού συνασπισμού της Γερμανίας, καθώς οι συντηρητικοί Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας κάνουν λόγο για την ανάγκη λήψης μέτρων προκειμένου να αποτραπεί ο «επιδοματικός τουρισμός» εντός της Ε.Ε. και κυρίως στη Γερμανία.
Με την αντίληψη αυτή διαφωνεί ο Χέρμπερτ Μπρίκερ, ερευνητής στο Ινστιτούτο Μελετών Αγοράς Εργασίας και Απασχόλησης: «Μόνο το 10% των Βούλγαρων και των Ρουμάνων μεταναστών ζουν στη Γερμανία από κοινωνικά βοηθήματα. Το ποσοστό αυτό είναι λίγο υψηλότερο από τον μέσο όρο. Ωστόσο, είναι σημαντική η συμβολή τους στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. Το κοινωνικό κράτος κερδίζει από αυτούς. Το ποσοστό των Βούλγαρων και Ρουμάνων που ζουν στους προβληματικούς δήμους κυμαίνεται στο 10-20%. Και πολύ λίγοι από αυτούς είναι δέκτες κοινωνικών βοηθημάτων», επισημαίνει ο Χέρμπερτ Μπρίκερ. «Χρειαζόμαστε τη μετανάστευση, καθώς σε πολλούς κλάδους λείπουν εξειδικευμένα εργατικά χέρια και το δημογραφικό πρόβλημα είναι μεγάλο», τονίζει ο Γκέρχαρντ Μπος.
Βελτίωση όρων ενσωμάτωσης
Περίπου 150 χιλιάδες Βούλγαροι και Ρουμάνοι εργάζονται σήμερα στη Γερμανία. Το ποσοστό των ανέργων σε αυτήν τη μεταναστευτική ομάδα είναι χαμηλότερο από τον μέσο όρο των μεταναστών γενικά. Οι περισσότεροι μετανάστες από τις δύο αυτές χώρες απασχολούνται στην περίθαλψη ηλικιωμένων, σε αγροτικές εργασίες, στη γαστρονομία και σε εποχικές εργασίες. Η ελεύθερη διακίνηση που ισχύει από την 1η Ιανουαρίου γι' αυτούς θα βελτιώσει τους όρους ενσωμάτωσής τους στη γερμανική κοινωνία. Αυτό υποστηρίζει ο Χάινριχ Αλτ, αρμόδιος για θέματα κοινωνικών επιδομάτων στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Εργασίας. Ωστόσο και ο Χάινριχ Αλτ παραδέχεται ότι σε κάποιες συγκεκριμένες περιοχές υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση μεταναστών από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. «Εκεί σημειώνονται προβλήματα που δεν μπορούν να τα αντιμετωπίσουν οι δήμοι μόνοι τους», τονίζει.
ΠΗΓΗ: Deutsche Welle