Ανάλυση της κατάστασης στη χώρα, όπως έχει διαμορφωθεί μετά τις τελευταίες εξελίξεις
Οι κατηγορίες για διαφθορά της Προέδρου Ρουσέλ κρύβουν τους πόθους της οικονομικής ολιγαρχίας της χώρας να την ανατρέψουν με αντιδημοκρατικά μέσα, αφού δεν μπόρεσαν να τη νικήσουν με δημοκρατικές διαδικασίες
Το ζήτημα της πολιτικής κρίσης της Βραζιλίας αρχίζει και τελειώνει με τα εθνικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Ο Τύπος σε αυτή τη μεγάλη νοτιοαμερικανική χώρα ανήκει ή ελέγχεται από μερικές από τις πλουσιότερες οικογένειες, που είναι φανατικά συντηρητικές. Για δεκαετίες αυτά τα ΜΜΕ χρησιμοποιούνταν για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των πλουσίων της Βραζιλίας, διατηρώντας με αυτό τον τρόπο την οικονομική και πολιτική ανισότητα που πηγάζει από αυτήν. Στην πραγματικότητα, τα περισσότερα από τα ΜΜΕ της Βραζιλίας, που σήμερα θεωρούνται έγκυρα και σεβαστά - κυρίως διεθνώς, το 1964 είχαν υποστηρίξει το στρατιωτικό πραξικόπημα, που δύο δεκαετίες έθρεφε ακροδεξιά δικτατορία, ενώ έκανε ζάμπλουτους τους λίγους εκπροσώπους της ολιγαρχίας της χώρας.
Ο πόλεμος των ΜΜΕ
Αυτό το γεγονός εξακολουθεί να ρίχνει σκιά στην ταυτότητα και την πολιτική ζωή της Βραζιλίας. Αυτά τα δημοσιογραφικά συγκροτήματα, με πρώτο τον δημοσιογραφικό οργανισμό Γκλόμπο, χαρακτήριζαν το πραξικόπημα ως σημαντικό κτύπημα εναντίον μιας διεφθαρμένης, όπως την αποκαλούσαν, δημοκρατικά εκλεγμένης φιλελεύθερης κυβέρνησης. Για περισσότερο από ένα χρόνο, τα ίδια αυτά ΜΜΕ κατακλύζουν τη κοινή γνώμη της Βραζιλίας με «ειδήσεις» και σχόλια για τη «λαϊκή οργή» σχετικά με την κυβερνητική διαφθορά, ενώ ζητούν την ανατροπή της πρώτης γυναίκας προέδρου της χώρας Ντίλμα Ρουσέφ και του Εργατικού Κόμματός της (ΡΤ). Ο κόσμος παρακολούθησε από τις τηλεοράσεις μεγάλα πλήθη διαδηλωτών στους δρόμους να ζητούν το κεφάλι της προέδρου. Αυτό που δεν είδε ο έξω κόσμος ήταν ο σχεδιασμός των πλουτοκρατικών ΜΜΕ της Βραζιλίας στο πώς θα παρουσιάσουν τις «αυθόρμητες» κινητοποιήσεις του «λαού».
Οι διαδηλωτές
Οι διαδηλωτές δεν ήταν ο λαός. Δεν ήταν οι φτωχοί, οι κατατρεγμένοι. Αυτοί που για δεκαετίες αποτελούσαν τους «Γιάννηδες-Αγιάννηδες» της Βραζιλίας. Ήταν οι λευκοί και οι ευκατάστατοι, που για δύο δεκαετίες αντιτίθεντο στο ΡΤ και τα προγράμματά του για την προστασία των φτωχών. Σιγά-σιγά ο κόσμος αρχίζει και αντιλαμβάνεται το παιγνίδι της βραζιλιάνικης ολιγαρχίας. Τώρα αρχίζει και ξεκαθαρίζει το απλό γεγονός, ότι η διαφθορά δεν είναι η αιτία της προσπάθειας για να εκπαραθυρωθεί η Ρουσέλ, δύο φορές εκλεγμένη πρόεδρος της χώρας. Η διαφθορά είναι το πρόσχημα.
Το μετριοπαθές αριστερό κόμμα της κυρίας Ρουσέλ πρώτη φορά κέρδισε την προεδρία το 2002, όταν ο προκάτοχός της Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα πέτυχε εμφατική νίκη. Χάρη στη δημοτικότητα του Λούλα και τη χαρισματική ηγεσία του, καθώς και χάρη στην εντυπωσιακή ανάπτυξη της οικονομίας της Βραζιλίας υπό την ηγεσία του, το ΡΤ έχει επικρατήσει σε τέσσερεις στη σειρά εκλογικές αναμετρήσεις -περιλαμβανομένων της επικράτησης της Ρουσέφ το 2010 και μόλις πριν από 18 μήνες της επανεκλογής της, με 54 εκατομμύρια ψήφους.
Ποιοι ήθελαν το «φάγωμά» της
Η ελίτ της Βραζιλίας και τα δημοσιογραφικά όργανά της έχουν αποτύχει στην προσπάθειά τους να νικήσουν το Εργατικό Κόμμα στις κάλπες. Αλλά οι πλουτοκράτες είναι γνωστό πως δεν αποδέχονται εύκολα την ήττα, ούτε παίζουν με τους κανόνες. Αυτό που απέτυχαν να κάνουν δημοκρατικά, επιχειρούν να το κάνουν τώρα αντιδημοκρατικά: με ένα απίστευτο μίγμα πολιτικών. Ακραίοι θρησκευόμενοι, υποστηριχτές της στρατιωτικής χούντας και πολιτικοί χωρίς ιδεολογικό υπόβαθρο ένωσαν τις δυνάμεις τους με έναν κοινό στόχο: πώς να απομακρύνουν τη Ρουσέλ από την εξουσία.
Το πιο σημαντικό είναι πως αυτοί που πρωτοστατούν στην προσπάθεια παραπομπής της Ρουσέλ, με πρώτο και καλύτερο τον πρόεδρο της Βουλής Εντουάρντο Κούνια, είναι πιο πολύ μπλεγμένοι σε σκάνδαλα διαφθοράς, από ό,τι η Ρουσέλ. Ο Κούνια πιάστηκε πριν από έναν χρόνο να έχει εκατομμύρια δολάρια από δωροδοκίες σε λογαριασμό ελβετικής τράπεζας, ενώ είχε καταθέσει ενόρκως στο Κογκρέσο της Βραζιλίας πως δεν διατηρούσε κάποιο λογαριασμό σε τράπεζα του εξωτερικού. Το όνομα του Κούνια επίσης εμφανίζεται στα έγγραφα του Παναμά.
Διατηρούσε σε εταιρείες ξεπλύματος χρήματος πολλά εκατομμύρια, για να αποφύγει τον εντοπισμό τους και τη φορολόγησή τους. Όπως σημειώνουν πολιτικοί αναλυτές στη Βραζιλία, είναι αδύνατο να κρύψει κανείς την αηδία του όταν παρατηρεί όλους αυτούς που ψήφισαν για την παραπομπή της Ρουσέλ στο Κογκρέσο να στέκονται στο πλευρό του Κούνια και να ισχυρίζονται πως ψήφισαν εναντίον της Ρουσέλ γιατί νιώθουν οργή από τα σκάνδαλα διαφθοράς.
Βουτηγμένοι στη διαφθορά…
Η βρετανική εφημερίδα «Guardian» έγραψε πως υπέρ της παραπομπής της Ρουσέλ ψήφισε ο Πάουλο Μαλούφ, ο οποίος περιλαμβάνεται στον κόκκινο κατάλογο της Interpol για συνομωσία. Υπέρ ψήφισε ο Νίλτον Καπιξάμπα, που κατηγορείται για ξέπλυμα χρήματος, «Για την αγάπη του Θεού, Ναι» διακήρυξε ο Σίλας Καμαρά, που ανακρίνεται για παραποίηση εγγράφων και κατάχρηση δημόσιου χρήματος. Όλοι αυτοί πρωταγωνιστούν σε δηλώσεις εναντίον της Ρουσέλ στα ελεγχόμενα από τους βαρόνους του Τύπου ΜΜΕ ενώ, όπως επισημαίνει η ίδια εφημερίδα, σε μιαν υγιή δημοκρατία θα είχε τερματιστεί προ πολλού η πολιτική καριέρα τους λόγω των σκανδάλων στα οποία ενέχονται οι ίδιοι.
Σε άρθρο τους οι «New York Times» την περασμένη βδομάδα, επισημαίνουν πως το 60% των 594 μελών του βραζιλιάνικου Κογκρέσου -αυτοί δηλαδή που ψήφισαν για την παραπομπή της Ρουσέλ-αντιμετωπίζουν σοβαρές κατηγορίες, όπως δωροδοκία, εκλογική διαφθορά, παράνομη καταστροφή δασών, απαγωγές και άλλες εγκληματικές ενέργειες. Η αμερικανική εφημερίδα σημειώνει πως, σε αντίθεση, η Ρουσέλ αποτελεί μοναδικό φαινόμενο στα πολιτικά δρώμενα της Βραζιλίας, καθώς δεν εκκρεμεί εναντίον της καμία κατηγορία για κλοπή δημόσιου χρήματος.
Οι εντυπωσιακές ατάκες όσων ψήφισαν «ναι»
Η μετάδοση από την τηλεόραση της διαδικασίας για την αποπομπή της Ρουσέλ από την Κάτω Βουλή μεταδόθηκε σε όλο τον κόσμο και εντύπωση έκαναν μερικοί από αυτούς που ψήφισαν «ναι». Ένας από αυτούς, ο ακροδεξιός γερουσιαστής Χαΐρ Μπολσονάρο, εκλεκτός των πλουσίων της Βραζιλίας για να διεκδικήσει την προεδρία, δήλωσε πως ψηφίζει για να τιμήσει έναν συνταγματάρχη, που στα χρόνια της δικτατορίας καταγγέλθηκε για σωρεία παραβιάσεων των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ενώ ήταν βασανιστής της ίδιας της Ρουσέλ. Ο γιος του, Εντουάρντο, έριξε με υπερηφάνεια την ψήφο του για την παραπομπή της Ρουσέλ, λέγοντας πως με αυτό τον τρόπο τιμά τους στρατιωτικούς του '64 - αυτούς που έκαναν το πραξικόπημα.
Ώς τώρα η προσοχή των Βραζιλιάνων είναι στραμμένη αποκλειστικά στη Ρουσέφ, που δεν είναι καθόλου δημοφιλής λόγω της σοβαρής ύφεσης που διέρχεται η χώρα. Κανείς όμως δεν μπορεί να προβλέψει την αντίδραση των φτωχών και της εργατικής τάξης αν αποπεμφθεί η νεοεκλεγμένη πρόεδρος και στη θέση της αναλάβει ο σημερινός αντιπρόεδρος, που οι πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι Βραζιλιάνοι τον θεωρούν διεφθαρμένο και θέλουν να παραπεμφθεί σε δίκη.
Για προστασία κι όχι τιμωρία
Η αίσθηση που επικρατεί στη Βραζιλία είναι ότι όλο αυτό το κακό γίνεται για να προστατευθεί η διαφθορά και όχι για να τιμωρηθεί. Πολλοί πιστεύουν πως από την ώρα που η πρόεδρος αποπεμφθεί, τα ΜΜΕ θα σταματήσουν να αναφέρονται στη διαφθορά και πως η νέα ελίτ που θα αναλάβει τα ηνία στην Μπραζίλια το μόνο που θα φροντίσει είναι να καλύψει και να προστατεύσει τον ίδιο της τον εαυτό. Όπως υποδεικνύουν αναλυτές, οι πολιτικές και δημοσιογραφικές ελίτ της Βραζιλίας παίζουν με τους μηχανισμούς της δημοκρατίας. Αυτό είναι ένα πολύ επικίνδυνο παιγνίδι για οποιαδήποτε περιοχή του κόσμου, αλλά στην περίπτωση της Βραζιλίας, όπου ακόμα είναι νωπές οι μνήμες της πολιτικής αστάθειας και της τυραννίας, και όπου εκατομμύρια άνθρωποι στενάζουν κάτω από το βάρος της φτώχιας, μπορεί να έχει εκτάσεις έκρηξης ηφαιστείου.