«ΚΙ ΕΠΑΙΡΝΕ ΝΑ ΓΕΡΝΕΙ Ο ΗΛΙΟΣ ΣΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΛΥΝΟΥΝ ΤΑ ΖΕΥΓΑΡΙΑ»
ΟΧΙ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΩΡΑ ΤΗΣ "ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑΣ". ΤΗΣ ΩΡΟΛΟΓΟΥΣΑΣ ΔΥΝΑΜΗΣ… Η ΩΡΑ ΠΟΥ ΜΕΤΡΑ, ΕΞΟΜΟΙΩΤΙΚΑ, ΕΞΩ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΛΛΟ, ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΤΟ ΜΕΤΡΟ ΜΑΣ. 18.00, ΟΜΟΙΑ ΕΞΙ Η ΩΡΑ, ΜΕ ΦΩΣ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, ΜΑΥΡΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ. ΟΜΟΙΑ, ΝΑ ΣΧΟΛΝΑΤΕ ΕΣΕΙΣ. ΜΕ ΤΟ ΚΑΜΠΑΝΑΚΙ ΑΦΕΝΤΙΚΟ, ΤΟ ΡΟΛΟΪ ΠΟΥ ΡΥΘΜΙΖΕΙ ΤΗΝ ΖΩΗ ΣΑΣ, ΟΧΙ ΤΗΝ ΖΩΗ ΠΟΥ ΡΥΘΜΙΖΕΙ ΤΟ ΡΟΛΟΪ ΣΑΣ
Πώς το εξήγησε ο Αριστοτέλης με τον Κινούντα Ακίνητο Θεό του, ο έρως που ατελεύτητα κινεί τον κόσμο: 'Κινεί ως ερώμενον', 'L' Amor qui muove il sole e l' altra stella', με την Ποίηση του κινούμενου προς την Φρανσέσκα του Δαντικού ποιητή
Ήμος δ' ηέλιος εξενίσσετο βουλυτόνδε (Οδύσσεια ι 62)
«Κι έπαιρνε να γέρνει ο ήλιος στην ώρα που λύνουν τα ζευγάρια»…
Eνοχλητικό; Οπωσδήποτε, αν ερωτήσετε τους φίλους αυτού του φιλοσόφου. Πριν προχωρήσετε να τους ερωτήσετε την λογική επόμενη ερώτηση, «πώς είναι ακόμη φίλοι του». Προσώρας, το ομολογώ: Δεν έχω ρολόι, δεν το μπορώ! Μια δυο φορές που πήρα, φρόντισα να το χάσω αμέσως, όπως ο σκύλος που ανακουφισμένος χάνει το κολάρο του.
Για μένα, «ώρα» σημαίνει «κατάλληλος καιρός: «άμφί βουλυτόν» που έλεγαν οι αρχαίοι... Κι ο ομηρικός Ήλιος, που την ώρα δείχνει της ανθρώπινης πράξης, γέρνοντας 'βουλυτόνδε', όταν θα λύσουν τα ζευγάρια, τα βόδια από τον ζυγό, πιο νωρίς τον χειμώνα, πιο αργά το καλοκαίρι. Τα πράγματα δείχνουνε την κατάλληλη ώρα, τον ώριμο γι’ αυτά καιρό. Όπως όταν γυρνάνε από την βοσκή τα κουράδια, ή 'κειράδια', τα πρόβατα, στο μαντρί, κι ελευθερώνονται από του αρότρου τα βόδια τον ζυγό
Όταν ο γεωργός βλέπει να μην ρίχνει σκιά το τσαπί και σταματά για το «μεσομερκανό» του, στον ήλιο του μεσημεριού, στο 'ζύϊν του ήλιου'.
Κι όταν η κοπελιά της Σαπφούς, μόνη στο κρεββάτι, βλέπει ότι «δέδυκεν μαν α σελάνα, και οι Πληΐδαες, πάρα δ’ έρχεθ’ ώρη», ενώ αυτή παραπονιέται, «άγω δε μόνα καθεύδω», περνά η ώρα του έρωτα, η άνοιξη, κι η ανοιξιάτικη νύκτα της αποθυμιάς, την αγάπη που αξιώνει η ώρα, κι εγώ κοιμάμαι μόνη μου. Αστρολόγοι οι αρχαίοι, ζώντας σ' έναν κόσμο κάτω από τον έναστρο ουρανό. Του Σείριου ήξεραν την ώρα της ανατολής, την 'εώα επιτολή', σημάδευε και για τους Αιγυπτίους την γονιμοποιό του Νείλου πλημμύρα, και του Κυνός και του Κυνηγού ήξεραν τον δρόμο. Ήξεραν ότι η Άμαξα, οι δύο Άρκτοι δεν δύουν ποτέ και μόνο ακροβουτά στο κύμα ο Ωρίων. Γνώριζαν κι ότι η δύση των Πλειάδων σημείωνε την ώρα της Άνοιξης. Ο Έρως που μετρούσε τον 'καιρό' του, που κινούσε τον Κόσμον όλο.
Το «ωραίον» του χρόνου
Πώς το εξήγησε ο Αριστοτέλης με τον Κινούντα Ακίνητο Θεό του, ο έρως που ατελεύτητα κινεί τον κόσμο: 'Κινεί ως ερώμενον', 'L' Amor qui muove il sole e l' altra stella', με την Ποίηση του κινούμενου προς την Φρανσέσκα του Δαντικού ποιητή. Το 'ωραίον' εξ άλλου σημαίνοντας, με την αισθητική αξιολογώντας το διάσταση, την πιο χρυσή των όντων ώρα, την ακμή τους. Το 'ωραίον' του χρόνου ως 'καιρού', που με ανθρώπινο τον χρωμάτιζε νόημα κι αξία. Κι η ιστορία να μετρά όχι μόνο χρόνια, μα επίσης και καιρούς. Τους καλύτερους ανακαλώντας των ανθρώπων τους καιρούς, το χρυσούν των γένος.
Αμφί βουλυτόνδε. Όταν ο κόσμος 'μετρούσε' στην μεταφυσική μας θεώρηση 'οργανιστικά', όταν με την 'κίνηση' τα 'φύσει' όντα εννοούντο σαν ζωντανά που αναπτύσσονται, εκδιπλώνοντας την δοσμένη 'φύση' τους μέχρι την πλήρη της άνθιση, την 'τελείωσή' τους, σαν εκπλήρωση του 'τέλους' των. Όταν το είναι δεν είχε αποχωριστεί από την αξία, κι ο χρόνος αυτήν την κίνηση μετρούσε σαν μέτρο της κι η 'ώρα' σε σχέση με την ζωή την ζύγιζε αξιολογώντας την, σαν 'ωραία' και σαν 'ώριμη'.
Γιατί, βέβαια, η ώρα που περνά στον κληροδοτημένο από τον Αριστοτέλη κόσμο, δεν είναι αυτή του ρολογιού, η ώρα που μετρά ποσοτικά, ισομετρικά, η ώρα που πουλάμε στο αφεντικό, της δουλειάς. Η ώρα που έφερε η μηχανιστική του κόσμου ερμηνεία, σαν μεγάλο καλοκούρδιστο ρολόι, έργο του Μεγάλου Ρολογά. Στον χρόνο της νεωτερικότητας, «modernity», της εργαλειακής εκλογίκευσης, του απόλυτου ελέγχου των πραγμάτων και του… κέρδους από αυτά. Στους καιρούς που μετρημένες είναι κι οι μπουκιές μας, πόσες θερμίδες και σεντ για να ψηθεί, πόση ώρα να ετοιμασθεί, με τι λόγια, μετρημένα, με ποια ταχύτητα, ελαχιστοποιημένη, να σερβιριστεί, να φαγωθεί, και... next, please! Στην «Μακντοναλντοποιημένη» κοινωνία μας, της ταχυ-εστιάσεως, πώς την ονόμασεν ο Ritzer, του λεπτομερούς ελέγχου, της προβλεψιμότητας, της απόλυτης εξομοίωσης των πάντων. Της δυναστευτικής χρηστικότητας, της εξουθενωτικής αποτελεσματικότητας, της μεγιστοποίησης της απόδοσης, του αυτο-ακυρωτικά ανωφέλευτου ωφελιμισμού.
Η ώρα της άνοιξης
Όχι, δεν είναι η ώρα της 'νεωτερικότητας'. Της ωρολογούσας δύναμης. Η ώρα που μετρά και που μετριέται με την σκόνη της κλεψύδρας, τα τικ των ελατηρίων, τα ηλεκτρονικά quartz. Η ώρα που μετρά, εξομοιωτικά, έξω από κάθε άλλο, το ανθρώπινο το μέτρο μας. 18.00, όμοια έξι η ώρα, με φως το καλοκαίρι, μαύρο σκοτάδι τον χειμώνα. Όμοια, να σχολνάτε εσείς. Με το καμπανάκι αφεντικό, το ρολόι που ρυθμίζει τη ζωή σας, όχι τη ζωή που ρυθμίζει το ρολόι σας.
Εννοώ, όχι πια... η ώρα η καλή, η ώρα του 'βουλυτόνδε', που επιστρέφουνε τα βόδια απ' τον αγρό.... Ώρα που κάτι 'σημαίνει' για όλους μας, που εννοούμε, στο νόημα της ώρας της. Το γέρμα του ήλιου; Για όλα τα ζωντανά. Η μέρα που τελειώνει, όταν ο ήλιος γέρνει. Η ώρα 'σήμαντρο', που κάτι σημαντικό για τους ζωντανούς, για όλα τα ζωντανά 'σημαίνει'.
Την ώρα της άνοιξης, εννοεί κι η Λύρα της Σαπφούς. Τότε δύουν οι Πλειάδες, ήξερεν ο αρχαίος. Ο καιρός ο κατάλληλος, ο ώριμος για έρωτα, η καλή της αγάπης ώρα. Η ανθρωπολογική ώρα, η ώρα του ανθρώπου, που φτιάχνει τον χώρο και τον χρόνο με την πράξη του, με το νόημα που δίνει στα πράγματα η ζωή, η πράξη κι η επιθυμία του. Που κι αυτή μαθαίνει τον κατάλληλο καιρό της, την ομορφιά της, σαν σύμφωνη την βρίσκει η ώρα της.
«Έστι κάλλος εν ώρη», είναι ωραίο το κάθε τι, σαν είναι στον καιρό του, όπως το εξήγησεν ο Επίκτητος. Σαν τις «ωραίες», της ώριμης έγνοιας, τις ωραίες γριούλες στα χωριά μας. Που μετρούν, μαυροντυμένες, στις εσπερινές τους ώρες, την ώρα των ωραίων δικών τους, που επέρασεν.
Γιατί, θα έρθει, πάντα έρχεται, για όλους, εκείνη η ώρα. Καλότυχη, ας έρθει. Θ' ανέβουνε, θα γείρουνε οι ήλιοι, soles accedint, μετρά στην ώρα τους τον βίο της αγάπης του ο Κάτουλος: Μέχρι εκείνη, την τελευταία δική μας ώρα, όταν μια είναι η νύχτα, παντοτινή να κοιμηθούμε. Nox est perpetua, una dormienda.
Σε ζωές εκπληρωμένες, στην ώρα της, αν έρθει. Ακόμα πιο εκπληρωμένη, με τα χιλιάδες, τα αμέτρητα φιλιά, τα mille basia της αγάπης του ποιητή, που με τα φιλιά μετρούσε την πλήρωση, την πληρότητα της ερωτευμένης του ζωής. Θα έρθει εκείνη, γλυκά να ξαποστάσουμε, γλυκά. Θα χάσουν το μέτρημά τους οι γερόντοι, όπως χάνουν και του εκμετρημένου χρόνου τους το μέτρημα. Για νά 'ρθει η ώρα του θανάτου, 'γλυκά να ξαποστάσουμε, γλυκά', όταν ο Θεός, έλεγαν οι παλιοκαιρινοί, μας θυμηθεί.
Η Ώρα, πάντα να θυμόμαστε κι εμείς, της memento mori. Καλή μας ώρα…
Αλλά αυτό έχει να κάνει και με την ακριβή, χρονομετρική κι ωρολογιακή μέτρηση του χρόνου στη νεωτερικότητα, για λόγους οικονομικούς βεβαίως, κυρίως, θα έλεγαν οι μαρξίζοντες. Και δεν θα είχαν επί τούτου άδικον. Εμείς, ‘αμφί βουλυτόν’, ανθρωπολογική η ώρα, το καίριον του καιρού, με την ώρα να ορίζεται και να ορίζει την ανθρώπινη πράξη. Το απομεσήμερο, ο χρόνος αφού είχε πάψει να ρίχνει σκιά ο πάσσαλος, και η εσπέρα (εσπέρας προκείμενον), όταν με το δείλι κατέβαζαν τα πρόβατα ή βόδια από την βοσκή... Όλα κτισμένα γύρω από την πράξη, το έργον, κι αυτό, όλη η κτίση, γύρω από το φως του ηλίου. Ηλιοτροπισμός.