Μνήμη Γιεβγκένι Γιεφτουσένκο

Η πρόσφατη εκδημία του Γιεβγκένι Γιεφτουσένκο, στην αρχή του περασμένου μήνα, σηματοδοτεί το τέλος μιας πλειάδας μεγάλων Ρώσων ποιητών παγκόσμιας ακτινοβολίας, που αρχίζει με τον Πούσκιν και συνεχίζει ακάθεκτη με τους Λέρμοντωφ, Μπάλμοντ, Γκόρκι, Μπλοκ, Γκουμιλιώφ, Άννα Αχμάτοβα, Μαγιακόφσκι και Γιεσένιν, για ν’ αναφέρουμε μόνο μερικούς εξέχοντες από τον μακρύ κατάλογο. Είναι οι ποιητές, που όποια τεχνοτροπικά ρεύματα ή ιδεολογικές τάσεις κι αν ακολούθησαν, από τον ρεαλισμό και τον συμβολισμό έως τον σουρεαλισμό, τον φουτουρισμό και τον ακμεϊσμό, ανέδειξαν κορυφαίες στιγμές της αυθεντικής καταξιωμένης ποίησης, όπως και της πανανθρώπινης αποστολής της.

Ειδικότερα, ο Γιεφτουσένκο πίστευε, σύμφωνα με τον αφορισμό τού προσωπικού του μανιφέστου, πως «ένας ποιητής στη Ρωσία είναι πολύ περισσότερο από έναν ποιητή». Διαμηνύοντας ότι «η ποίηση μάς δίνει την λεπτότητα κατανόησης της ζωής», με επεξηγηματικές επισημάνσεις και προτρεπτικές συμβουλές τόνιζε τη δραστική επενέργεια της απαιτητικής αυτής τέχνης του λόγου:

«Δυστυχώς οι άνθρωποι, που κατέχουν αυτήν τη λεπτότητα, αποφεύγουν την πολιτική σαν επάγγελμα. Νομίζω ότι οι σημερινοί πολιτικοί δεν είναι ικανοί να λύσουν τα πολλά περίπλοκα οικουμενικά και εσωτερικά προβλήματα μόνο και μόνο λόγω έλλειψης αυτής της λεπτότητας, που είναι το μοναδικό νήμα της Αριάδνης στον λαβύρινθο των αποχρώσεων. Αν αυτό εξαρτιόταν από μένα, θα δίδασκα την ποίηση στους ανθρώπους όλων των επαγγελμάτων, συμπεριλαμβάνοντας και τους επιχειρηματίες, αλλά προπάντων τους πολιτικούς. Η διαπαιδαγώγηση με την ποίηση είναι η σωτηρία των παιδιών μας.

»Ας κατεβεί στη γη ο Χριστός και μαστιγώσει όλες τις τηλεοράσεις, γεμάτες χυδαιότητα, όπως κάποτε μαστίγωσε τους εμπόρους μέσα στον ναό, κι ας κελαρύζει από τις ντροπιασμένες οθόνες η ιερή πηγή της ποίησης, για να σώσει τις ψυχές τους από τους πειρασμούς της αισχρότητας. Ώσπου στον κόσμο υπάρχει τουλάχιστον μια μητέρα, που νανουρίζει το παιδί της, η ποίηση δεν πρόκειται να πεθάνει και επομένως δεν θα χάσει ο άνθρωπος τη λεπτότητα κατανόησης της ζωής».

Αληθινές μακρόπνοες σκέψεις, που καθόρισαν τον αντισυμβατικό τρόπο ζωής και δράσης ενός ελεύθερου επαναστατικού πνεύματος και μιας πληθωρικής εμβληματικής φυσιογνωμίας όχι μόνο στην ΕΣΣΔ μετά την αποσταλινοποίηση του σοβιετικού καθεστώτος και εντεύθεν, αλλά και με δημοφιλή απήχηση στον δυτικό κόσμο ήδη από τις δεκαετίες του ’50 και ’60.

Αν και εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο το 1952, ενώ σπούδαζε στο Ινστιτούτο Λογοτεχνίας Γκόρκι στη Μόσχα, τη διεθνή του αναγνώριση επισφράγισε το 1962 η θρυλική ποιητική του σύνθεση «Μπάμπι Γιαρ», με πηγή έμπνευσης το Ολοκαύτωμα 34.000 Εβραίων του Κιέβου από τους Ναζί, καταγγέλλοντας ταυτόχρονα την παραποίηση του γεγονότος στη Σοβιετική Ένωση, όπου τα κατάλοιπα της αντι-κοσμοπολιτικής εκστρατείας και του αντισημιτισμού επιβίωναν της σταλινικής περιόδου.

Γράφοντας την ίδια χρονιά τους «Κληρονόμους του Στάλιν», καταδίκαζε απερίφραστα την εφιαλτική επανεμφάνιση του σταλινισμού. Όσον αφορά στο ναζιστικό σφαγείο, όπως το αποτύπωσε η ποιητική γραφίδα τού Γιεφτουσένκο μέσα από την αντιπολεμική κραυγή των στίχων του, το μελοποίησε μαζί με άλλα τρία ποιήματά του ο επίσης αντισταλινικός επιφανής συνθέτης Ντμίτρι Σοστακόβιτς, εντάσσοντάς τα στη 13η συμφωνία του με υπότιτλο το ομώνυμο περίφημο ποίημα.

Όσο κι αν στον Γιεφτουσένκο προσήπταν ένα άτυπο συμβόλαιο με την εξουσία, αποκαλώντας τον «τηλεβόα» της, στη νεκρολογία με την οποία τον αποχαιρέτησε ο ποιητής και αυστηρός κριτικός Λογοτεχνίας Ντμίτρι Μπίκοφ διευκρινίζει: «Ο Γιεφτουσένκο δεν συμβιβάστηκε με την εξουσία. Συνειδητοποιούσε ότι ήταν η φωνή της, η βιτρίνα της, αλλά δεν της υποτάχθηκε ποτέ. Εκείνη την εποχή υπήρχε ένα ‘μαξιλαράκι’ ανάμεσα στην εξουσία και τον λαό, μια θέση για διαμεσολαβητή.[…].

Και από αυτήν τη θέση, υπερβολικά δύσκολη από άποψη ηθικής, ο Γιεφτουσένκο, πρέπει να του το αναγνωρίσουμε, έκανε πολύ αξιόλογα πράγματα». Ο Μπίκοφ, εξάλλου, τον θεωρούσε ισοδύναμο τού Νομπελίστα Μπρόντσκι: «Η δεκαετία του ’70, η πιο πολύπλοκη της σοβιετικής εποχής, εκφράζεται με καταπληκτική σαφήνεια και πληρότητα στα καλύτερα κείμενα τόσο του Μπρόντσκι όσο και του Γιεφτουσένκο...».

Και παρότι ο Μπρόντσκι δεν εκφραζόταν επαινετικά για την ποίηση του ομότεχνού του, εντούτοις, δεν θα μπορούσε να υποβαθμίσει τις καθολικώς αποδεκτές αξίες του περιεχομένου της, ιδίως σε κάποια ποιήματά του, που: «καρφώνονται στη μνήμη και αρχίζεις να τα αγαπάς».

Πέρα, όμως, από τις λιγότερο ή περισσότερο αντικειμενικές αποτιμήσεις, ο καλύτερος κριτής αποδείχθηκε το πλατύ κοινό των αναγνωστών και ακροατών του, εφόσον οι συλλογές του επανεκδίδονταν και μεταφράζονταν συνεχώς, ενώ οι φλογερές του απαγγελίες δονούσαν τα κατάμεστα στάδια με χιλιάδες κόσμου. Ενός κόσμου, που αφουγκραζόταν τους κραδασμούς του ελπιδοφόρου μηνύματός του: «Ο ποιητής πρέπει να έρχεται σε τούτον τον κόσμο με πίστη ότι μπορεί να τον αλλάξει».

Και ο ποιητής δεν παρέλειψε να έλθει στον κόσμο του δικού μας τόπου τον Ιούνιο του 1977, για να βιώσει από κοντά τον σπαραγμό του δράματος. Το ποίημά του «Περιστερώνα», μεταφρασμένο από τους φίλους του λογοτέχνες Πανίκο και Έλλη Παιονίδου, το έγραψε στην Αγία Νάπα, στο σπίτι του Αμμοχωστιανού ζωγράφου Γιώργου Σκοτεινού, κυκλωμένος από τα έργα του «Ο Κύκλος της Καταγγελίας».

Με τη σειρά του ο Γιεφτουσένκο θα κατάγγελλε διεθνώς τη στυγερή δολοφονία από τους Τούρκους του γαμπρού τού λαϊκού μας ποιητή Παύλου Λιασίδη, που δεν πρόλαβε να επιστρέψει στο χωριό του, την Περιστερώνα Αμμοχώστου, για να φέρει τον πατέρα του στο Τσιακκιλερό της προσφυγικής τους διαμονής. Στο μακρόστιχο ποίημα οι λέξεις στάζουν αίμα και δάκρυ, οργή και κατακραυγή: «Περιστερώνα, Περιστερώνα./Τινάζεται το κλάμα της, σαν περιστέρι φτερουγίζει./Μα δεν μπορεί να βρει περιστερώνα./Κύπριοι πρόσφυγες-παντοτινή ντροπή/για όλο τον κόσμο, και όλοι αυτοί,/που δεν νιώθουν ντροπή, να ’ναι καταραμένοι, νυν και αεί».