Όσοι τελούν ακόμη σε λήθαργο χειμερίας νάρκης παρά την αλλαγή των ημερών και τη μεταβολή των εποχών και όσοι εξακολουθούν να διάγουν βίον ανθόσπαρτον παρά το γεγονός ότι περπατούν γυμνόποδες στ’ αγκάθια, ένα από τα δύο πρέπει να συμβαίνει: είτε έχουν παραιτηθεί από ηθελημένη ολιγωρία ή ασύνειδη ολιγόνοια είτε έχουν υποστεί την αφόρητη κόπωση των φρούδων ελπίδων, περιμένοντας τα ολάκερα αυτά 40 χρόνια τη λύση του προβλήματός μας· και αντ’ αυτού σκέφτονται τη «μια κάποια λύση» των Καβαφικών «βαρβάρων» και των εκ «συνόρων» αγγελιαφόρων τους ή προκρίνουν την όποια δοτή διάλυση ύποπτων προδιαγραφών και συνωμοτικών σχεδίων, που εκπονούν ειδήμονες πολιτειολόγοι και κομίζουν αδαείς έως πονηροί κινδυνολόγοι.
Ίσως ακόμη κάτω από τους ενορχηστρωμένους ήχους του Τιτανικού να βαυκαλίζονται ότι το καράβι αρμενίζει στη σωστή του ρότα, χωρίς να αφουγκράζονται το μήνυμα, που ο ποιητής συνεχίζει να μας στέλλει μέσα από τον «Τελευταίο Σταθμό» του εδώ και 70 χρόνια: «Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν / το πεύκο, και τον βλέπεις / είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, / νύχτες και νύχτες / είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το / δείχνουν οι στατιστικές, / ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν».
Κι αν, ωστόσο, κατά μία άλλη ποιητική αποτίμηση του Σεφέρη «…τα μηνύματα […] / έρχουνται αλλαγμένα ώς το καράβι», την πλήρως αποσαφηνισμένη και ανανεωμένη αποκωδικοποίησή τους μάς την υπενθύμισε προ μηνός ο Μητροπολίτης Πάφου σε έναν πύρινό του λόγο, που δεν απευθυνόταν αποκλειστικά στους Χριστιανικούς Συνδέσμους Γυναικών, αλλά κυρίως προς λεληθότες και αμνήμονες της ιστορικής μνήμης και της πατριωτικής συνείδησης.
Μίλησε, εν τέλει, ο σεβαστός Ιεράρχης με τη γνώριμη πειστική του ευγλωττία στον νου και στην καρδιά όλων εμάς, που συναισθανόμαστε πως στους τωρινούς καιρούς της νηνεμίας και τους μελλοντικούς χρόνους μιας χειρότερης θαλασσοταραχής πρέπει όχι μόνο να μπούμε σε άλλο σκάφος, αλλά και ν’ αλλάξουμε πορεία πλεύσης, αν θέλουμε να σώσουμε τον τουρκοπατημένο μας τόπο. Και μαζί μας να μην αμελήσουμε να κουβαλήσουμε όχι από εκείνο το νερό της λήθης και του παραμυθιού, μα της α-λήθειας και της ανεξάντλητης αντοχής, για να κρατήσουμε μακριά μας τα κύματα των ανήμερων θεριών και τις σειρήνες της παραπλάνησης μέχρι το επώδυνο πέρασμά μας από τις συμπληγάδες της εισβολής και της κατοχής για την απελευθέρωση της γης μας.
Γιατί καλώς υπέμνησε ο επαγρυπνών πεφωτισμένος Ποιμενάρχης στην «αυλή των λογικών [ή άλογων] προβάτων» τον τρίπτυχο πέλεκυ του ανόσιου τουρκικού σχεδίου, που με σαδιστική θρασύτητα επισείεται επί των κεφαλών μας μέσα από τις ατελέσφορες και επισφαλείς συνομιλίες, τον επαπειλούμενο εποικισμό του δημογραφικού μας καταποντισμού και τον μεθοδευμένο εκφοβισμό της οριστικής τουρκοποίησης της νήσου μας ή της «εκλιπούσας» Κυπριακής Δημοκρατίας κατά το προχτεσινό αναίσχυντο έγγραφο της Τουρκίας στο Συμβούλιο Σύνδεσής της με την Ε.Ε. και κατά το παράδειγμα της Αλεξανδρέττας, της Ίμβρου και Τενέδου. Δικαιολογημένα ο Πάφου Γεώργιος διαμηνύει μετά παρρησίας τις τεκμηριωμένες του ανησυχίες για το παρόν και το μέλλον της πατρίδας μας, γνωρίζοντας καλύτερα από τον καθένα την προφητική ρήση του ιερού Χρυσοστόμου: «Και θηρίον τόποις εμφιλοχωρήσαν πολλώ χρόνω, δυσκόλως ελαύνεται».
Πολλοί, αναμφίβολα, θα αμφισβητούσαν, αν όχι τα κίνητρα και τις προθέσεις του εκκλησιαστικού μας ταγού, τουλάχιστον τη ρηξικέλευθη παρεμβατική του στάση σε ζητήματα πολιτικής τακτικής γύρω από την επίλυση του εθνικού μας προβλήματος. Μα γι’ αυτόν, ακριβώς, τον λόγο, θα αντέτεινε κάποιος προς τους φανατικούς υπέρμαχους της πολιτειοκρατίας, που θεωρούν την Εκκλησία ως υποταγμένη στο κράτος μη αυθύπαρκτη οντότητα και σε τελευταία ανάλυση ως μη αναπόσπαστη φωνή της συλλογικής ύπαρξης και της αγωνιστικής μας συστράτευσης.
Ποιον εθνικοαπελευθερωτικό ρόλο και ποιαν ηθικοπνευματική αποστολή είχε η εθναρχούσα Εκκλησία μας στους αγώνες του κυπριακού Ελληνισμού από την τουρκοκρατία και εντεύθεν θα ήταν, προφανώς, αχρείαστη παραπομπή αυτονόητων υπομνηματισμών. Το επιμαρτυρεί, άλλωστε, η πρόσφατη δυναμική της τροχοπέδη στον εκτροχιασμό, που ανεπιτυχώς επιχειρήθηκε, της ελληνορθόδοξης παιδείας και τον αποκεφαλισμό τής εις Χριστόν παιδαγωγίας, της ελληνικής γλώσσας και της ταυτογενούς της πατριδογνωσίας μέσω της Ιστορίας.
Τοσούτω μάλλον σήμερα η Εκκλησία της Κύπρου καλείται να περιφρουρεί και να φυλάγει Θερμοπύλες «ποτέ από το χρέος μη κινούσα». Σε ημέρες ιδίως άμβλυνσης του εθνικού φρονήματος, απαξίωσης του πατριωτικού ιδεώδους και αποδόμησης των ηθικών αξιών. Σε τούτες τις κρίσιμες ώρες, όχι απλώς της οικονομικής κρίσης, αλλά της ψυχικής σήψης, της κοινωνικοπολιτικής αποσάθρωσης και της ανθρωποκτόνου διαφθοράς. Εδώ και τώρα που τα δύσβατα μονοπάτια της πνευματικής μας ζωής χρειάζονται να φωταγωγηθούν με το ακοίμητο φως της χριστιανικής πίστης και της ελληνορθόδοξης αρετής μας.
Επομένως, μας χρειάζεται άμεσα όχι μια οποιαδήποτε σωσίβια λέμβος, αλλά η σωστική Κιβωτός της Εκκλησίας. Μια Κιβωτός, βεβαίως, που εν λόγω και έργω, με πυξίδα την ελληνοχριστιανική ορθοπραξία θα μας οδηγήσει όχι στο όρος Αραράτ αλλά μέχρι τα ποθεινά ακρογιάλια της Κερύνειας. Εν ομονοία ομολογήσωμεν και αγωνιζόμενοι εν πίστει αναμένωμεν…