ΜΑΘΗΜΑΤΑ, ΠΡΟΣ ΑΦΕΛΕΙΣ, ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗΣ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ

Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΟΥΡΚΙΑ, ΚΑΤΑΦΕΡΝΟΝΤΑΣ, ΟΠΩΣ ΕΥΣΤΟΧΑ ΚΑΙ ΣΧΕΔΟΝ ΠΡΟΦΗΤΙΚΑ ΕΙΧΕ ΕΠΙΣΗΜΑΝΕΙ Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ, ΝΑ ΜΕΤΑΤΡΕΨΕΙ ΤΙΣ ΕΓΓΕΝΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ, ΑΠΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΕΝΔΟΡΡΗΞΗΣ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΗΣ, ΣΕ ΚΙΝΗΤΗΡΙΑ ΔΥΝΑΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΙΣΧΥΟΣ, ΕΠΙΧΕΙΡΕΙ ΝΑ ΠΕΤΥΧΕΙ ΤΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΑΥΤΟΝΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΔΥΣΗ, ΥΙΟΘΕΤΩΝΤΑΣ ΕΝΑΝ ΕΥΡΩ-ΑΣΙΑΤΙΚΟ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟ ΩΣ ΙΣΧΥΡΗ ΚΑΙ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΔΥΝΑΜΗ

Μόνιμο και επαναλαμβανόμενο μοτίβο του τουρκικού αναθεωρητισμού, που μεταλλάσσεται, από την κεμαλική του εκδοχή, στη «μαξιμαλιστικότερη» του νεο-οθωμανισμού, με κύρια δεσπόζουσα τη ρητορική της αποκατάστασης της ισχύος και των εδαφών της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η ευθεία αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης


Ποια εμπειρία της πραγματικότητας, ποία αίσθηση δικαίου και ποια αξιόπιστη δέσμευση σ’ ένα αμοιβαίως σεβαστό συμβολαιϊκό «συνυπάρχειν» μπορεί να έχει κάποιος ο οποίος προβαίνει, με νοσηρή και επαναληπτική τακτικότητα, σε μια αυθαίρετη αντιστροφή των ιστορικών και πολιτικών γεγονότων, χαρακτηρίζοντας μια εξόφθαλμα πολεμική ενέργεια, που συνιστά, μάλιστα, παράνομη εισβολή στα εδάφη άλλου κράτους, ως «κλάδον ελαίας, βαφτίζοντας μια παράνομη, δολοφονική εισβολή στα εδάφη τρίτης χώρας ως «ειρηνευτική επιχείρηση», και αποκαλώντας μια μακρόχρονη ιστορία διωγμών, γενοκτονιών και λεηλασίας ως ιστορία «συμπόνοιας και ελέους»;

Και πόσο αξιόπιστος συνομιλητής ή και… εταίρος θα μπορούσε να είναι, στο πλαίσιο ενός κοινά αποδεκτού διακρατικού ή διεθνούς διακανονισμού;

Προφανώς όλα αυτά τα ερωτήματα εγείρει, μετ’ επιτάσεως - τουλάχιστον σε όσους επιμένουν να διατηρούν το δύσθυμο προνόμιο της ανησυχίας -, η συμπεριφορά της Τουρκίας και του Τούρκου ηγέτη, Ρ. Τ. Ερντογάν, στην ευρύτερη περιοχή της Ν. Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων και, ειδικότερα, τα αφορούντα στα καθ’ ημάς, δηλαδή την Ελλάδα και την Κύπρο.

Και συνδέονται άρρηκτα με τον ακμαίως επελαύνοντα και ολοένα κλιμακούμενο, σε όλα τα επίπεδα, τουρκικό αναθεωρητισμό, ο οποίος εκδιπλώνεται τόσο στο διπλωματικό πεδίο, διά της αμφισβητήσεως διεθνών συμβάσεων και συμφωνιών, όσο και στο στρατιωτικό πεδίο, διά της πολεμικής εμπλοκής σε πεδία έκνομων ιδίων διεκδικήσεων.

Δύο συνεκδοχές

Λόγω, πράξει, και έργω, το τουρκικό καθεστώς, εκμεταλλευόμενο την ή και αντιδρώντας στην μεταψυχροπολεμική γεωπολιτική αστάθεια, σ’ ένα ρευστό, πολυπολικό και βίαιο διεθνές περιβάλλον, με συνεχείς αλλαγές και μετατοπίσεις στους συσχετισμούς ισχύος, με επίκεντρο τους «μεταβολισμούς» του ενεργειακού παιγνίου, και αναπροσανατολίζοντας το εκκρεμές των σχέσεών του με τις δύο υπερδυνάμεις, εκδιπλώνει τις αναθεωρητικές επιδιώξεις του σε όλα τα γεωπολιτικά υποσυστήματα της περιοχής, επιχειρώντας να ενισχύσει αλλά και να «επιβάλει» τους δικούς του συντελεστές ισχύος.

Μόνιμο και επαναλαμβανόμενο μοτίβο του τουρκικού αναθεωρητισμού, που μεταλλάσσεται, από την κεμαλική του εκδοχή, στη «μαξιμαλιστικότερη» του νεο-οθωμανισμού, με κύρια δεσπόζουσα τη ρητορική της αποκατάστασης της ισχύος και των εδαφών της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η ευθεία αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης, η οποία διαμόρφωσε το πλαίσιο του σύγχρονου τουρκικού κράτους και προσδιόρισε τις σχέσεις του με τις χώρες της περιοχής και, γενικότερα, με τη Δύση.

Για τον Ταγίπ Ερντογάν και την περί αυτόν νεο-οθωμανική εξουσία, η εν λόγω συνθήκη δεν αντικατοπτρίζει, πλέον, τα υπό διαμόρφωσιν γεωπολιτικά δεδομένα, ούτε τους υφιστάμενους και προς σχηματισμό συσχετισμούς ισχύος και οφείλει να διαφοροποιηθεί, εις βάρος, εννοείται, των ασθενεστέρων στον συσχετισμό δύναμης.

Προς αυτή την κατεύθυνση είναι προσανατολισμένη η εκδηλούμενη επιθετικότητα της Άγκυρας, αφενός προς τη Συρία και την Ανατολική Μεσόγειο (Κύπρος, ΑΟΖ κ.λπ.) και, αφετέρου, προς τα Βαλκάνια (Θράκη) και το Αιγαίο.

Αδιάσειστος και σαφής

Υπό αυτό το πρίσμα, αν μπορούσαμε να αναγνώσουμε τον τουρκικό αναθεωρητισμό λελογισμένα, μέσα στη μακρά ιστορική προοπτική του και υπό το φως των επιβαλλόμενων ιστορικά μεταλλαγών του, ίσως άλλαζε και η οπτική μας για όλες τις δύσθυμες «αμφιλογίες» που μας κατακλύζουν, τις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις μας.

Γιατί ο στρατηγικός μαξιμαλισμός της Άγκυρας δεν ήταν ποτέ τόσο σαφής και αδιάσειστος, όσο μέσα στην εκφορά της ωμότητας και της «υπερβολής» του.
Ακριβώς όσο σαφής και αδιάσειστη είναι η «επαναλαμβανόμενη» δήλωση του Ρ. Τ. Ερντογάν για τη Συνθήκη της Λωζάνης: «Όταν αλλάζουν τα πάντα στον κόσμο από τότε που ιδρύθηκε η Δημοκρατία μας, το να μένουμε πίσω σε εκείνη την ημερομηνία, αυτό δεν είναι νίκη».

Διακήρυξη που συμφύρεται με το μακρόπνοο όραμα της αναβίωσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, υπό τη μορφή του σύγχρονου τουρκικού κράτους, καθώς «από 2,5 εκατομμύρια. τ.μ. που ήταν τα εδάφη της το 1914 , 9 χρόνια μετά, με την υπογραφή της Λωζάνης και λίγο μετά με την προσάρτηση της Αντιόχειας μαζί, αυτά έπεσαν στα 780 χιλιάδες τ.μ. Από 2,5 εκατ. στα 780 χιλιάδες»! (Λόγια του ιδίου του Σουλτάνου).

Δεν θα ήταν εκτός πραγματικότητας να υποστηρίξει κανείς ότι ο τουρκικός αναθεωρητισμός και οι επικαιρικές ή κατά καιρούς μεταλλάξεις του αποτελεί, στην ουσία, μια διαχεόμενη και συγχρονιζόμενη με το ιστορικό γίγνεσθαι τροποποίηση της επεκτατικής πλαστικότητας του «πρωτογενούς» κατακτητικού νομαδισμού , είτε με το οσμανικό αυτοκρατορικό ένδυμα, είτε με το κεμαλικό «μοντέρνο» κρατικό.

Ένας επεκτατισμός, ο οποίος, έπεται από την αναγκαστική ύφεση και «συστολή» του την περίοδο της συρρίκνωσης και αποσύνθεσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, επανακτά έναν νέο δυναμισμό, με κύρια όπλα την απαραμείωτη, σε σημασία, γεωπολιτική και γεωστρατηγική θέση της Τουρκίας, την αυξανόμενη στρατιωτική ισχύ, με την δημιουργία, μάλιστα, μιας αξιοσημείωτης εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας, την «έξαρση» της τουρκικής οικονομικής ισχύος την τελευταία δεκαετία, που της έδωσε μια θέση στο κλαμπ των G 20, και τον αναζωπυρούμενο εθνικισμό, είτε στην κεμαλική, είτε στην ισλαμιστική εκδοχή του.

Με άλλα λόγια, η σύγχρονη Τουρκία, καταφέρνοντας, όπως εύστοχα είχε επισημάνει, σχεδόν προφητικά, ο Παναγιώτης Κονδύλης, να μετατρέψει τις εγγενείς ιστορικές και κοινωνικές αντιφάσεις της, από στοιχείο ενδόρρηξης και εσωτερικής αποσύνθεσης, σε κινητήρια δύναμη ανάπτυξης και ισχύος, επιχειρεί να πετύχει τη στρατηγική αυτονόμησή της από τη Δύση, υιοθετώντας έναν ευρω-ασιατικό προσανατολισμό ως ισχυρή και ανεξάρτητη περιφερειακή δύναμη, η οποία θα μπορέσει, μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες, να καταστεί, αξιοποιώντας το γεωπολιτικό και πληθυσμιακό της βάρος, παγκόσμια δύναμη πρώτης γραμμής.

Ο πληθυσμιακός παράγοντας

Όσον αφορά αυτό τον τελευταίο, τον πληθυσμιακό παράγοντα, δηλαδή, δεν είναι τυχαίο που ο τουρκικός αναθεωρητισμός στην επεκτατική του εκδίπλωση στηρίζεται, κυρίως, πάνω σε πραγματικά ή και σε φανταστικά πληθυσμιακά δεδομένα.

Άλλωστε, η αναθεωρημένη τουρκική στρατηγική, τα ερείσματα και οι άξονες της οποίας αναλύονται στο «Στρατηγικό Βάθος» του Αχμέτ Νταβούτογλου, ερείδεται, σε μεγάλο βαθμό, στα μειονοτικά «κατάλοιπα της οσμανικής κυριαρχίας» - βλ. μειονότητες στη Θράκη, μειονότητα στην Κύπρο, Τουρκμένοι στη Συρία, Αλβανοί, Κοσοβάροι, Βόσνιοι και «Τουρκοβούλγαροι» στα Βαλκάνια, που αποτελούν «το εφαλτήριο της προώθησης της ισλαμικής πολιτικής στα Βαλκάνια και την Ευρώπη».

Όλοι μπορούν να αντιληφθούν τι σημαίνει αυτό, εάν, μάλιστα, συσχετιστεί με τις ιδρυτικές πρακτικές του σύγχρονου τουρκικού κράτους: τον εκτοπισμό, την εθνοκάθαρση και τη λεηλασία: Ιδία, όσον αφορά τον Ελληνισμό, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και την εκρίζωση της μακραίωνης παρουσίας του από την ιστορική και πνευματική του κοιτίδα - την Ιωνία -, όπου ακολούθησαν, σύμφωνα με τον Νεοκλή Σαρρή, ως ορόσημα της εξαφάνισης του Ελληνισμού της Πόλης, «η επιστράτευση των ‘είκοσι ηλικιών’ (Μάιος 1941 - Ιούλιος 1942), το «Βαρλίκ Βεργκισί» (φόρος περιουσίας, Νοέμβριος 1942 - Μάρτιος 1944), τα Σεπτεμβριανά του 1955 και οι Απελάσεις (1964)», ο διωγμός του Ελληνισμού της Ίμβρου και της Τενέδου (1923-1990), και η εισβολή και κατοχή της Κύπρου το 1974.

Ήδη, για τον Ρ. Τ. Ερντογάν, η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης είναι… Τουρκία, το μισό Αιγαίο είναι υπό ελληνική κατοχή, η Κυπριακή Δημοκρατία εκλιπούσα, οι περιοχές των Κούρδων στη βορειοδυτική Συρία (Αφρίν) εδάφη τρομοκρατών, που, σύμφωνα με ανώτερο Τούρκο αξιωματούχο, δεν πρόκειται να επιστραφούν στην Κυβέρνηση της Δαμασκού μετά την κατάληψή τους από τις δυνάμεις εισβολής του τουρκικού… «κλάδου ελαίας».