ΤΑ ΤΑΜΠΟΥ, Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΜΙΚΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΕΣ ΠΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝΟΥΝ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΜΑΣ
ΕΚΤΡΩΣΕΙΣ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΣΟΥΝ ΝΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ, ΓΙΑΤΙ ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΣΥΝΤΡΕΧΟΥΝ ΛΟΓΟΙ. ΚΑΙ ΕΠΡΕΠΕ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΑΥΤΟ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΣΟΒΑΡΟΤΗΤΑ. ΝΑ ΔΙΕΡΕΥΝΑΤΑΙ ΕΙΣ ΒΑΘΟΣ, ΣΕ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ, ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΧΑΡΑΧΘΕΙ ΟΡΘΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Έπρεπε να αναγνωρίζουμε ότι για να βρεθεί μία γυναίκα σε μια τόσο δύσκολη θέση, ώστε να πάρει μια τέτοιου είδους απόφαση, χρειάζεται άμεση φροντίδα και στήριξη. Σωστή ιατρική διαδικασία, ψυχολογική στήριξη πριν και μετά τη διαδικασία, ενδεχόμενη οικονομική βοήθεια, ένα ασφαλές περιβάλλον στο οποίο μπορεί να αποταθεί
Θυμός. Ντροπή. Αμηχανία. Κατακραυγή στα social media. Τα ερωτήματα πολλά. Τα «πώς;» μπλέκονται με τα «γιατί» κι όλα καταλήγουν στην υποκρισία. Ένα σύστημα αντιμέτωπο με κάθε μορφής διαφθορά, επέλεξε να εξαντλήσει την αυστηρότητά του πάνω σε μία γυναίκα που έπραξε το αυτονόητο: Έλαβε μιαν απόφαση που αφορούσε το δικό της σώμα. Μιαν απόφαση τόσο δική της όσο και το σώμα της. Και αυτή η απόφαση έγινε ξαφνικά αντικείμενο αστυνομικής έρευνας, δικαστικών διαδικασιών και δημόσιας συζήτησης.
Η γυναίκα αυτή, για λόγους που δεν ενδιαφέρουν κανέναν άλλον εκτός από την ίδια, αποφάσισε να κάνει έκτρωση στην 8η εβδομάδα της κύησής της. Είναι άνεργη και μητέρα ενός μικρού παιδιού. Και ζει στον 21ο αιώνα, σε μία ευρωπαϊκή χώρα. Ένα ολόκληρο σύστημα ενεργοποιήθηκε για να την κυνηγήσει, επειδή η ίδια έκρινε πως έπρεπε να ήταν κυρίαρχος του σώματός της.
Η ιστορία της γυναίκας αυτής, που έφερε στο φως η εφημερίδα «Πολίτης», ήταν η κορυφή του παγόβουνου. Η «στραβοτιμονιά», που έσπασε τον νόμο της σιωπής και έφερε στην επιφάνεια την ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος, του νομικού πλαισίου αλλά και των μηχανισμών αυτού του κράτους, να χειριστούν ορθά μια ευαίσθητη κατάσταση.
Αντί η γυναίκα αυτή να τύχει της κατάλληλης φροντίδας και στήριξης, βρέθηκε να διώκεται, ενώ ο σύντροφός της, που σύμφωνα με τα δημοσιεύματα επέδειξε βίαιη συμπεριφορά έναντι της κλινικής στην οποία έγινε η διακοπή της κύησης, συνεχίζει να κυκλοφορεί ελεύθερος και οργισμένος, χωρίς να έχει καταστεί σαφές ότι προσφέρεται στη γυναίκα αυτή προστασία από την Πολιτεία. Έτσι έκρινε το σύστημά μας ότι έπρεπε να γίνει. Έτσι διαχειρίζεται το κράτος μας τους πολίτες του, όταν είναι γένους θηλυκού και διεκδικούν την κυριότητα επί του σώματός τους.
Το πρόβλημα που δεν υπάρχει
Πώς φτάσαμε, όμως, ώς εδώ; Η σύντομη απάντηση συνοψίζεται στη λέξη «υποκρισία». Επί χρόνια ανεχόμασταν να έχουμε ένα νομικό πλαίσιο, που δεν αναγνώριζε ότι πάντα θα συντρέχουν λόγοι για μία γυναίκα να επιλέξει να κάνει έκτρωση, παρόλο που είναι μακράν η πιο επώδυνη επιλογή. Και έτσι προτιμήσαμε να υποκρινόμαστε ότι δεν γίνονται εκτρώσεις -εκτός σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις- και να βασίζουμε ολόκληρο τον μηχανισμό μας για το ζήτημα στη λογική του μη υπαρκτού. Στην πραγματικότητα, όμως, εκτρώσεις γίνονται και θα συνεχίσουν να γίνονται.
Και έπρεπε το ζήτημα αυτό να αντιμετωπίζεται με σοβαρότητα. Να διερευνάται εις βάθος, σε επιστημονικό επίπεδο. Έπρεπε να ήμασταν σε θέση να γνωρίζουμε πόσες γυναίκες κάνουν έκτρωση κάθε χρόνο και κυρίως γιατί. Διότι μόνο έτσι μπορεί να αντιμετωπιστεί το ζήτημα ολοκληρωμένα και να τεθεί σε πιο ορθές βάσεις. Πώς μπορεί, αλήθεια, να γίνει σωστή διαπαιδαγώγηση για ένα ζήτημα, όταν αυτό δεν είναι πλήρως κατανοητό από εκείνους που χαράσσουν πολιτική επ’ αυτού; Και ποια είναι η θέση της Επιτροπής Βιοηθικής για το θέμα;
Είναι καλύτερες οι κρεμάστρες;
Την ίδια στιγμή, έπρεπε να αναγνωρίζουμε ότι για να βρεθεί μία γυναίκα σε μια τόσο δύσκολη θέση, ώστε να πάρει μια τέτοιου είδους απόφαση, χρειάζεται άμεση φροντίδα και στήριξη. Σωστή ιατρική διαδικασία, ψυχολογική στήριξη πριν και μετά τη διαδικασία, ενδεχόμενη οικονομική βοήθεια, ένα ασφαλές περιβάλλον, στο οποίο μπορεί να αποταθεί. Γνωρίζουμε τις φρικιαστικές ιστορίες του παρελθόντος, για εκτρώσεις που γίνονταν με κρεμάστρες και βελόνες. Γνωρίζουμε και πως στην εποχή του διαδικτύου μπορεί κάποιος να προμηθευτεί ύποπτα σκευάσματα για διακοπή της κύησης με χημικά μέσα. Χωρίς ιατρική επιτήρηση και φροντίδα. Χωρίς ψυχολογική στήριξη. Θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή μιας απελπισμένης γυναίκας. Κατάσταση που, όπως ανέφεραν στην εφημερίδα μας μέλη γυναικείων οργανώσεων, φοβούνται ότι ενδέχεται να επιδεινωθεί, τώρα που οι γυναικολόγοι που κάνουν αυτές τις επεμβάσεις με τον ενδεικνυόμενο και ασφαλή τρόπο, διώκονται από την Αστυνομία…
Μικροπολιτικές σκοπιμότητες
Ως γνωστόν, από το 2015, τα πιο πάνω ζητήματα εν μέρει αναγνωρίστηκαν, καθώς υπήρξε πρόταση για τροποποίηση της νομοθεσίας, ώστε να λαμβάνει κάποιες -έστω- από αυτές τις παραμέτρους υπ' όψιν. Την πρόταση αυτή υπέγραφαν βουλευτές προερχόμενοι από τέσσερα κόμματα, τον ΔΗΣΥ, το ΑΚΕΛ, το ΔΗΚΟ και την ΕΔΕΚ.
Όπως πληροφορείται η «Σημερινή» της Κυριακής, τότε υπήρχε προβληματισμός εάν το θέμα έπρεπε να εγγραφεί προς συζήτηση στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή Νομικών, καθώς γνώριζαν πως αποτελούσε ένα δύσκολο θέμα ταμπού, για το οποίο θα υπήρχαν προσκόμματα, ιδιαίτερα από τη στιγμή που οι εκτρώσεις αποτελούν κόκκινο πανί για την Εκκλησία της Κύπρου, παρά το γεγονός πως δεν ζούμε σε θεοκρατούμενο καθεστώς.
Αφού ζύγισαν όλα αυτά τα δεδομένα και διέκριναν τις ισορροπίες, κατέληξαν στην Επιτροπή Νομικών και ανέμεναν κάποια στιγμή να ξεκινήσει η συζήτηση. Έλα, όμως, που πλησίαζαν εκλογές και κάποιοι την φοβούνταν. Και που μοιράζονταν τις Κυριακές φυλλάδια στις εκκλησίες, που καλούσαν τον κόσμο να «μαυρίσει» τους βουλευτές (κυρίως τις γυναίκες βουλευτές) που προωθούσαν την τροποποίηση του νόμου… Και που δεν το ήθελαν κάποια κόμματα στην προεκλογική ατζέντα. Το θέμα κατέληξε στα συρτάρια εκείνα που καταχωρούνται όλα τα άβολα και αμήχανα ζητήματα, που δεν θέλει το σύστημά μας να αγγίξει.
Στη νέα Βουλή υπήρξε μια συνεννόηση το θέμα να μεταφερθεί από την Επιτροπή Νομικών στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αφενός γιατί ήταν πιο κατάλληλη για να συζητήσει ένα ζήτημα που άπτεται των δικαιωμάτων των γυναικών και, αφετέρου, γιατί οι ισορροπίες ήταν καλύτερες. Πλην, όμως, αυτό δεν συνέβη ποτέ, για άγνωστους μέχρι στιγμής λόγους.
Μάλιστα, σε ανύποπτο χρόνο, πριν από λίγο καιρό, η Πρόεδρος της Επιτροπής ερωτήθηκε αν έγινε η μεταφορά αλλά, σύμφωνα με πληροφορίες της «Σ», απάντησε αρνητικά. Και έτσι το θέμα παρέμεινε στο συρτάρι που κανένας δεν ανοίγει, μέχρι που προσγειώθηκε πάνω στα κεφάλια μας και άνοιξε αναγκαστικά, με την τριτοκοσμική μεταχείριση της γυναίκας αυτήν την εβδομάδα.
Τώρα δεν μπορούν να κρυφτούν
Θέλοντας και μη, το θέμα πρέπει τώρα να ανοίξει. Γιατί εμφιλοχώρησε στον προεκλογικό αυτών των εκλογών. Γιατί υπάρχει δημόσια κατακραυγή. Και γιατί οι γυναικείες οργανώσεις δεν θα τα βάλουν κάτω.
Ήδη το ΑΚΕΛ αποφάσισε να κινηθεί δραστικά για το θέμα. Όπως έκανε γνωστό η βουλευτής του κόμματος, Σκεύη Κουκουμά, έχει αποσταλεί επιστολή, με την οποία το ΑΚΕΛ ζητά τη μεταφορά της πρότασης νόμου από την Επιτροπή Νομικών στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Κάλεσε, παράλληλα, την Πρόεδρο της Επιτροπής Στέλλα Κυριακίδου να προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες, ώστε να τεθεί άμεσα προς συζήτηση το θέμα.
«Στόχος είναι να αναγνωριστεί το δικαίωμα της γυναίκας για το τι θα πράξει με το σώμα της αλλά και να προστατευτούν από τη φυλάκιση οι εκατοντάδες γυναίκες και γιατροί που, ακόμη και σήμερα, μπροστά σε ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες, προχωρούν σε αμβλώσεις», τόνισε. Την ίδια στιγμή, αναμένεται, σύμφωνα με πληροφορίες της «Σημερινής», να αναλάβει δράση η Σοσιαλιστική Γυναικεία Κίνηση, καλώντας όλες τις γυναικείες οργανώσεις σε συνάντηση, ώστε να συνταχθεί μία κοινή επιστολή προς τον Πρόεδρο της Βουλής, Δημήτρη Συλλούρη, στην οποία θα του ζητείται η άμεση συζήτηση της πρότασης νόμου.
Στο πεδίο του προεκλογικού, πρώτος αντέδρασε ο Νικόλας Παπαδόπουλος, γράφοντας στο τουίτερ του «δεν χρειάζεται πενθήμερη κράτηση μιας γυναίκας για να διερευνηθεί μια υπόθεση έκτρωσης. Η Αστυνομία οφείλει να την αφήσει ελεύθερη», ενώ, την επόμενη ημέρα, εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση το επιτελείο του:
«Χαιρετίζουμε την απόφαση να αφεθεί ελεύθερη η γυναίκα που για δυο μέρες παρέμεινε υπό κράτηση για διερεύνηση του αδικήματος της έκτρωσης. Αυτή η σύλληψη και φυλάκιση δεν έπρεπε να γίνει ποτέ. Αν θέλουμε να αποκομίσουμε κάτι θετικό απ' όλην αυτήν την ιστορία, ας είναι η πραγματική συζήτηση για το θέμα. Όχι όμως μόνο ως θέμα ποινικού δικαίου αλλά ως κοινωνικό πρόβλημα και ως ανάγκη εκπόνησης από το κράτος ολοκληρωμένης πολιτικής, η οποία να το αντιμετωπίζει σε κάθε του πτυχή προσφέροντας πραγματικές και ρεαλιστικές επιλογές». Από την πλευρά του, ο Σταύρος Μαλάς, εξέδωσε την ακόλουθη γραπτή δήλωση:
«Η γυναίκα έχει δικαίωμα να αποφασίζει για το σώμα της. Γι' αυτό απαιτείται εκσυγχρονισμός της νομοθεσίας για τις αμβλώσεις. Πρωτίστως όμως χρειάζεται επιστημονική, περιεκτική και παιδαγωγικά προσαρμοσμένη σεξουαλική εκπαίδευση σε όλες τις σχολικές βαθμίδες. Μια ολοκληρωμένη δηλαδή πολιτική που θα οδηγεί στη μείωση των ανεπιθύμητων κυήσεων».
Η ποινικοποίηση δεν ελαφρύνει τα στατιστικά
Από την πλευρά της, κληθείσα από τη «Σ» να σχολιάσει το ζήτημα, η Επίτροπος Ισότητας των Φύλων, Ιωσηφίνα Αντωνίου, υπέδειξε πως είναι εύκολο να καταδικάζουμε μια γυναίκα για μια πράξη, όμως πολλές φορές οι άνθρωποι αναγκάζονται να προχωρήσουν σε πράξεις, που μπορεί να σπαράσσει η καρδιά τους και να ματώνει τη ψυχή τους, όμως είναι πράξεις γενναιότητας προς όφελος της οικογένειάς τους. Η πολιτεία, τόνισε, έχει υποχρέωση να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια που της δίνονται για να ενημερώσει και να διαφωτίσει τις γυναίκες για τα θέματα της αντισύλληψης και πώς θα πρέπει να βλέπουν το μέλλον τους.
«Οι εκτρώσεις υπάρχουν στη ζωή μας. Όλες οι έρευνες έχουν καταδείξει ότι οι χώρες εκείνες που τις ποινικοποιούν, δεν τις έχουν στατιστικά ελαφρύνει. Αντίθετα, έχουμε απώλειες ζωής και προβλήματα υγείας», υπογράμμισε.
Σε ό,τι αφορά την συγκεκριμένη υπόθεση, η κ. Αντωνίου εξέφρασε την έντονη αντίθεσή της με τη φυλάκιση της γυναίκας, επισημαίνοντας ότι ήταν ένα δυσανάλογο μέτρο, καθώς δεν υπήρχε ζήτημα ούτε αλλοίωσης τεκμηρίων ούτε διαφυγής. Υπέδειξε, μάλιστα, την ύπαρξη του περί της Προστασίας Ανήλικων Τέκνων Καταδικασθεισών ή Ύποπτων Μητέρων Νόμου του 2005 και τις προϋποθέσεις που θέτει για τη φυλάκιση μητέρων. Εξέφρασε, παράλληλα, την ελπίδα, η Βουλή να ξεκινήσει τη συζήτηση και να καταλήξει, εκφράζοντας την ετοιμότητά της να προσφέρει όποιες θέσεις τής ζητηθούν.