Η αναφορά μας σε κράτη ως υποκείμενα διεθνούς δικαίου, δηλαδή ως συντελεστές και δρώντες της διεθνούς πολιτικής, παραπέμπει αυτονοήτως όχι μόνο στην εσωτερική δόμηση της κρατικής υπόστασης και λειτουργίας του κράτους στα διάφορα επίπεδα της κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής που συνθέτουν την πολιτικά οργανωμένη κοινωνία, αλλά αφορούν προπάντων στην συμμετοχή του κράτους στο διεθνές γίγνεσθαι, στις εξελίξεις στον κόσμο και στην εμπέδωση, χάραξη και ανάπτυξη πολιτικών, που εκφράζουν την βούληση της οργανωμένης κοινωνίας ως πολιτισμού και ως πολιτικής στον κόσμο.
Τα κράτη υπάρχουν ως διεθνής παρουσία, ως διεθνής συμμετοχή στα διαδραματιζόμενα αναρίθμητα γεγονότα που συμβαίνουν καθημερινώς και που αφορούν, όχι μόνο στην πολιτική, αλλά και στην οικονομία, στον πολιτισμό, στις εξελίξεις στην παγκόσμια σκηνή.
Η διεθνής κοινότητα είναι, τηρουμένων των αναλογιών, το αντίστοιχο της κοινωνίας των πολιτών ως κοινωνίας κρατών, όπου παρά την διεθνή αναρχία που κυριαρχεί στο διεθνές σύστημα, παρά την ανυπαρξία παγκόσμιου κράτους που να επιβάλει τον νόμο και την τάξη στους παρανομούντες και αδικοπραγούντες, σε όλους εκείνους που παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο, εντούτοις τα κράτη είναι υποχρεωμένα να συμμετέχουν στις εξελίξεις, να αναπτύσσουν πολιτικές προβολής συμφερόντων με αντίστοιχες συμμαχίες κρατών, όπου χαράσσονται στρατηγικές υποστήριξης στόχων που θέτουν κράτη και συνασπισμοί κρατών στο οικονομικό, στο πολιτικό και σε όλους τους τομείς της οργανωμένης υπόστασης συμφερόντων των κρατών στο διεθνές γίγνεσθαι.
Στο πλαίσιο αυτών των διαδραματιζόμενων στην διεθνή πολιτική σκηνή, τα κράτη προχωρούν σε συμφωνίες ειρήνης, διενεργούν επιθετικές δράσεις, που μπορεί να καταλήξουν σε πολεμική αναμέτρηση και εν γένει αναπτύσσουν πρωτοβουλίες, που αποσκοπούν κυρίως, για να μην πούμε πρωτίστως, στην πραγμάτωση στρατηγικών, που θέτουν τα κράτη για να επιτύχουν την υλοποίηση των συμφερόντων και των πρωτοβουλιών τους.
Βιώνεται κατ’ αυτό τον τρόπο ένας διαρκής, ακατάπαυστος ανταγωνισμός κρατών ως φορέων συμφερόντων, όπου, όπως ευστόχως υπογραμμίζει ο Λόρδος Πάλμερστον στην διεθνή κοινωνία των κρατών δεν υπάρχουν αιώνιοι φίλοι ή μόνιμοι εχθροί, αλλά αιώνια συμφέροντα.
Σε αυτό τον κόσμο του διαρκούς ανταγωνισμού συμφερόντων και πολιτικών σκοπιμοτήτων, η Αθήνα έχει ασθενή παρουσία, η οποία προδήλως επηρεάζει, όχι μόνο την διεθνή εικόνα της χώρας, αλλά και τα συμφέροντα της Ελλάδος ως ελληνισμού. Δυστυχώς έχουμε επιστρέψει σε μια αντίληψη εσωστρέφειας και διαρκούς διαπάλης κομματικών πολιτικών συμφερόντων και στενά νοούμενων πολιτικών αντιλήψεων, που δεν αφορούν τόσο στο εθνικό συμφέρον, αλλά παραπέμπουν πολύ περισσότερο σε κομματικές αντιλήψεις που ενίοτε αποτυπώνουν ανταγωνισμούς φατριών, σε βαθμό που η Ελλάδα να παραμένει μακράν διεθνών εξελίξεων σε περιοχές, όπως η Μέση Ανατολή και η Μεσόγειος, που στο παρελθόν η Αθήνα είχε, όχι μόνο συμμετοχή, αλλά και πρωταγωνιστικό ρόλο να διαδραματίσει.
Αντιθέτως, η Τουρκία, η οποία διέρχεται εδώ και δεκαετίες μία μόνιμη εσωτερική κρίση σύγκρουσης με την κουρδική εθνότητα και όχι μόνο, είναι σε θέση να αναπτύξει στρατηγικές προωθώντας κατά τρόπο μοναδικά ευφυή τα δικά της συμφέροντα, τις δικές της προοπτικές παρουσίας στον κόσμο και συμμετοχής σε κρίσιμες εξελίξεις, όπως αυτές της Μέσης Ανατολής, που προκαλούν εδώ και δεκαετίες σταθερά, πολλές φορές κατά τρόπο έντονο, το παγκόσμιο ενδιαφέρον.
Ενώ εμείς βιώνουμε την εσωτερική μας μιζέρια καταπιανόμενοι με μια εσωτερική σύγκρουση κομμάτων και προσώπων, που πολλές φορές δεν οδηγεί πουθενά, η Τουρκία αναπτύσσει διεθνή ρόλο, που ανατροφοδοτεί την εσωτερική της πολιτική σε επίπεδο οικονομίας, αλλά και ενίσχυσης του κύρους και του διεθνούς προφίλ συμφερόντων της Άγκυρας. Με αυτά επιτυγχάνει να αναγνωρίζεται ο διεθνής της ρόλος, παρά την σχεδόν σταθερά ακολουθούμενη στις πολιτικές και τα μέσα που χρησιμοποιεί, διεθνή παρανομία, που στον κόσμο των κρατών δεν τιμωρείται.
Όλα δείχνουν πως δεν είμαστε σε θέση, προς το παρόν τουλάχιστον, να δραπετεύσουμε από αυτή την δραματική για τα συμφέροντά μας εσωστρέφεια, γιατί ακριβώς η ηγετική πολιτική τάξη της χώρας ανατροφοδοτεί κατά τρόπο ανεξήγητο μια εσωτερική σύγκρουση χωρίς να ενδιαφέρονται ή να δείχνουν να είναι σε θέση να αναπτύξουν στρατηγικές εξωστρέφειας και διεκδίκησης διεθνούς ρόλου και θέσης της χώρας στο διεθνές γίγνεσθαι των κρατών.
Αυτό το πλαίσιο πολιτικής, που η Αθήνα τα τελευταία χρόνια επέλεξε να ακολουθήσει στερώντας από τον Ελληνισμό την δυνατότητα γεωστρατηγικής αναβάθμισης του ρόλου και της σημασίας της χώρας σε ένα δύσκολο και συγκρουσιακό διεθνή περίγυρο, έχει επιπτώσεις, όχι μόνο για το κράτος των Αθηνών, το οποίο μετατρέπεται ολοταχώς σε ευρωπαϊκό προτεκτοράτο, αλλά και για την Κύπρο, η οποία είναι υποχρεωμένη από την θέση, την ιστορία και τον πολιτισμό της, να ακουμπάει πολιτικά στην Αθήνα και να στηρίζεται στην εξωτερική πολιτική και την στρατηγική της Ελλάδος.
Όταν οι πολιτικές απουσιάζουν ή είναι ελλιπείς, αυτές οι αδυναμίες έχουν επιπτώσεις στα εθνικά θέματα και ιδιαίτερα στο Κυπριακό. Η Κύπρος είναι αναγκασμένη εκ των πραγμάτων να πιέσει την Αθήνα για να δραστηριοποιηθεί και να ενεργήσει πολιτικά προς την κατεύθυνση της υλοποίησης και της περαιτέρω πραγμάτωσης των συμμαχιών που ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη στην περιοχή μας και ταυτόχρονα να αναζητήσει επιπρόσθετες συμμαχίες στο φιλικό και οικείο ευρωπαϊκό περιβάλλον, στο οποίο είναι ενταγμένη.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών,
Επικοινωνίας και Πολιτισμού
Πάντειο Πανεπιστήμιο