Ο Ιούλιος και ο Αύγουστος είναι οι μήνες που συνήθως αποκαλούνται ως το χρονικό σημείο κορύφωσης της κυπριακής τραγωδίας, πράγμα που για σαραντα-δύο και πλέον χρόνια επαναλαμβάνεται ως ριτουάλ μιας υποχρεωτικής αναφοράς σε ένα τραγικό γεγονός που έπαυσε στην πραγματικότητα να αντανακλά το περιεχόμενο της τραγωδίας στη σκέψη και την αντίληψη της κυπριακής, της ελλαδικής και φυσικά, ούτως ή άλλως, της διεθνούς κοινής γνώμης, η οποία ουδέποτε προσέλαβε τις πραγματικότητες του συμβάντος της τουρκικής εισβολής και των συνεπειών της.
Υπάρχει στην ιστορία των λαών, των εθνών και των κρατικών οντοτήτων μια πραγματικότητα, που λέγεται φήμη και αυτή η φήμη είναι αντανάκλαση της ιστορίας και δη της ιστορικής διαδρομής κάθε λαού στους αγώνες που έδωσε για επιβίωση, για ελευθερία, για δημιουργία, για εθνική ολοκλήρωση. Η φήμη των Ελλήνων μέσα από την ιστορική τους διαδρομή απεικόνιζε μια πραγματικότητα συνεχούς και αδιάλειπτης μάχης για επιβίωση και διεκδίκηση ελευθερίας με όλα τα μέσα και με κάθε κόστος.
Κυρίως η φήμη σφυρηλατήθηκε στη διάρκεια των τελευταίων δύο αιώνων, στη διάρκεια του 19ου και του 20ού, όπου το ελληνικό έθνος έδωσε τη μάχη της εθνικής ολοκλήρωσης από το 1821 με τη διεκδίκηση της εθνικής ελευθερίας και ανεξαρτησίας μέχρι και το 1922 στον αγώνα για οικοδόμηση του ελληνικού εθνικού κράτους.
Πολλοί θεώρησαν πως το 1922 και η Μικρασιατική Καταστροφή αποτέλεσε το σημείο-τομή για το τέλος του αγώνα των Ελλήνων για εθνική ολοκλήρωση. Η Ιωνία χάθηκε, παρέμεναν όμως εκτός ελληνικού εθνικού κράτους αλύτρωτα τα Δωδεκάνησα και η Κύπρος.
Η Κύπρος, ήδη από τις πρώτες ώρες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 ξεσηκώθηκε για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού με συνέπεια την 9η Ιουλίου να απαγχονιστεί ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός και να σφαγιασθούν τριακόσιοι και πλέον πρόκριτοι, επιφανείς Κύπριοι, θεωρούμενοι ως συμμετέχοντες στον ξεσηκωμό. Οι δύο αιώνες που ακολούθησαν ήσαν αιώνες ξεσηκωμών των Κυπρίων με αίτημά τους την ενσωμάτωση της Κύπρου στο νεοσύστατο ελληνικό εθνικό κράτος. Οι πιο αιματηροί ξεσηκωμοί έγιναν το 1931, οπότε και οι Βρετανοί κατέστειλαν την εξέγερση των Κυπρίων με μεγάλο κόστος και αίμα για τους ξεσηκωμένους.
Η δεκαετία του 1940, ιδιαίτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν η περίοδος των μεγάλων προσδοκιών για την απόδοση της δικαιοσύνης και της ελευθερίας που ταυτιζόταν με την Ένωση με την Ελλάδα. Το δημοψήφισμα των Κυπρίων το 1950 έδωσε μια τεράστια πλειοψηφία υπέρ της Ένωσης. Όμως, τόσο το δημοψήφισμα, όσο και ο επικός, ένοπλος, αντιαποικιακός αγώνας που ακολούθησε το 1955, δεν μπόρεσαν να οδηγήσουν το κυπριακό πρόβλημα στην υλοποίηση του αιτήματος της αυτοδιαθέσεως, πράγμα που θα οδηγούσε την Κύπρο στον ελληνικό εθνικό κορμό και στην εθνική ολοκλήρωση του κυπριακού Ελληνισμού.
Το γεγονός αυτό, της επίμονης άρνησης των Βρετανών, δεν ήταν ούτε τυχαίο, ούτε απαλλαγμένο από γεωπολιτικούς και γεωστρατηγικούς υπολογισμούς. Η Βρετανία δεν θα άφηνε ποτέ την Κύπρο εκτός δικής της επιρροής, πέραν του δικού της ελέγχου, γιατί ακριβώς η Κύπρος αποτελούσε και αποτελεί γεωστρατηγικά ένα εξαιρετικά κρίσιμο σημείο αναφοράς στην ασφάλεια και στην άσκηση επιρροής του δυτικού παράγοντα και δη του βρετανοαμερικανικού στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή.
Ούτε η Αθήνα, ούτε η Λευκωσία κατανόησαν ποτέ το πρόβλημα της γεωστρατηγικής σημασίας της Κύπρου, το οποίο από πλεονέκτημα για τον Ελληνισμό και την Κύπρο μετετράπη σε αξεπέραστο εμπόδιο με αρνητικές συνέπειες για την πολιτική πορεία της Κύπρου. Εκείνοι, οι οποίοι σχεδίασαν, διεκδίκησαν και πέτυχαν την αξιοποίηση για δικό τους όφελος, της γεωστρατηγικής σημασίας της Κύπρου, είναι εκείνοι που δεν είχαν ούτε δικαιώματα, ούτε και δυνατότητες, εάν δεν τους ευνοούσε ο διεθνής παράγων και η δική μας απερισκεψία.
Η Τουρκία ήταν εκείνη η δύναμη που από το πουθενά εγκαταστάθηκε στην Κύπρο και διεκδικεί τον πλήρη γεωστρατηγικό και γεωπολιτικό έλεγχο της μεγαλονήσου. Αυτό σημαίνει μετατροπή της Κύπρου σταδιακά, εάν δεν αποκτήσουμε εθνική στρατηγική αντίδρασης και συγκρότησης πολιτικών εθνικού συμφέροντος, σε φινλανδοποιημένη ζώνη της Τουρκίας.
Το πρόβλημα που εμείς ως Ελληνισμός της Κύπρου έχουμε αναπτύξει ως παθογένεια είναι ότι έχουμε συνηθίσει την κατεχόμενη βόρεια περιοχή της Κύπρου ωσάν να πρόκειται για μια φυσιολογική κατάσταση, έχουμε δηλαδή προσαρμοστεί στην κατοχή, πράγμα που σημαίνει πως η νομιμοποίηση αυτού που συνέβη το 1974 ως διεθνής παρανομία και ως βαρβαρότητα, θα νομιμοποιηθεί από εμάς τους ιδίους, είτε στην πράξη μέσα από την συμπεριφορά μας, όπως κάνουμε σήμερα, είτε ακόμα χειρότερα, μέσα από την υπογραφή μας, δεδομένης πλέον της απουσίας οποιασδήποτε αντίδρασης, εσωτερικής ή διεθνούς, απέναντι στην παράνομη κατοχή του βόρειου τμήματος της Κύπρου από την Τουρκία.
Εμείς σήμερα με την ανωμαλία στο τουρκικό κράτος, που αναδεικνύει, όχι μόνο την αναξιοπιστία, αλλά και την επικινδυνότητά του εσωτερικά και διεθνώς, όχι μόνο δεν αντιδρούμε και δεν αξιοποιούμε την ευκαιρία που μας δίνεται για να καταγγείλουμε την κατοχή και να ζητήσουμε απόσυρση των στρατευμάτων και των εποίκων, αλλά ίσως είμαστε οι μόνοι στην Ευρώπη και στον δυτικό κόσμο, που δεν αναφερόμαστε καθόλου ως κράτος και ως κυβέρνηση στα όσα επικίνδυνα και σοβαρά λαμβάνουν χώραν στην Άγκυρα, όχι με την έννοια της απλής υπενθύμισης, αλλά της διεθνούς καταγγελίας ενός αυταρχικού καθεστώτος που είναι επικίνδυνο για τον λαό του και τον διεθνή περίγυρο.
Αυτό δείχνει την προσαρμοστικότητα της ηγεσία της Κύπρου διαχρονικά και συνολικά, κυρίως όμως των κυβερνώντων στην κατοχή και στην αποδοχή της τουρκικής επικυριαρχίας επί της μεγαλονήσου, πράγμα που οδηγεί την ηγεσία της χώρας σε αδυναμία να προβαίνει, όταν χρειάζεται, σε εκείνες τις ανάλογες και απαραίτητες υπενθυμίσεις ως προς τη δομή και την πολιτική φιλοσοφία που διέπει διαχρονικά το καθεστώς της Άγκυρας.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Κ. ΓΙΑΛΛΟΥΡΙΔΗΣ
Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,
Κοσμήτορας Σχολής Διεθνών Σπουδών, Επικοινωνίας και Πολιτισμού,
Πάντειο Πανεπιστήμιο