Ακόμα μια φορά, οι πολιτικές δυνάμεις… έλαβαν το μήνυμα
Το εκλογικό αποτέλεσμα της περασμένης Κυριακής οδηγεί στη διαμόρφωση ενός ιδιότυπου τριπολισμού, με την αποχή να αναδεικνύεται σ’ έναν ισχυρό, πλην απροσδιόριστο τρίτο πόλο
ΤΟ ΝΕΟ ΣΚΗΝΙΚΟ δεν μπορεί παρά να κατανοηθεί ως αποτύπωση μιας προϊούσας κρίσης νομιμοποίησης του πολιτικού-κομματικού συστήματος
Στο ίδιο ρεφρέν ακροατές… «Θα λάβουμε» ή, κάποιοι, προκαταβολικά εγρήγοροι και περισσότερο ευαίσθητοι από τους άλλους, σπεύδουν να ανακοινώσουν «έχουμε ήδη λάβει το μήνυμα από τους πολίτες».
Αυτή η… αθυροστόμως μόνιμη επωδός, βγαίνει από τα χείλη των πολιτικών εδώ και δεκαετίες, έπειτα από κάθε εκλογική αναμέτρηση. Και δηλοί πως, προφανώς, ουδέποτε έλαβαν οιοδήποτε μήνυμα, ή, αν το έλαβαν,
δεν το κατανόησαν, ή δεν θέλησαν να το λάβουν σοβαρά υπ’ όψιν.
Χωρίς, ασφαλώς, να αποκλείεται το ενδεχόμενο, ακόμη και αν όντως δεν ομιλούν παραπλανητικά, η κρίση της πολιτικής και των θεσμισμένων εκπροσωπήσεων, όπως αποτυπώνεται στην ολοένα αυξανόμενη αποστροφή των πολιτών προς το πολιτικό σύστημα και τους εκφραστές του, να διαλαμβάνει εφεξής χαρακτηριστικά ανίατης δομικής παθογένειας.
Με αποτέλεσμα, στον καθρέφτη της λαϊκής απαξίωσης και αδιαφορίας, όπως εκφράστηκε με τη γιγαντιαία… άμπωτη της αποχής, να διαθλάται πάντοτε ο αντικατοπτρισμός της αμηχανίας των πολιτικών, που σπεύδουν να ερμηνεύσουν το φαινόμενο, σαν μια παροδική διατάραξη της πολιτικής κανονικότητας, η οποία υποτίθεται θα επανέλθει, με τις προσήκουσες διορθωτικές αναπροσαρμογές.
Νέα πολιτική γεωγραφία
Οι εκλογές της περασμένης Κυριακής, διαμόρφωσαν μια νέα πολιτική γεωγραφία, η οποία δεν μπορεί παρά να κατανοηθεί ως αποτύπωση μιας προϊούσας κρίσης νομιμοποίησης του πολιτικού-κομματικού συστήματος, με την αμφισβήτηση είτε να διαχέεται προς το υπεράριθμο ποσοστό της αποχής είτε να εκφράζεται με την ελαφρά στήριξη νεοπαγών πολιτικών σχηματισμών, που ο χρόνος, βεβαίως, θα αναδείξει τον βαθμό της πολιτικής αντοχής τους, αλλά και την ικανότητά τους να κυοφορήσουν μια πραγματικά διαφορετική πολιτική πρόταση.
Η πρώτη εμφανίζεται, για την ώρα, ως ένας μάλλον «αδρανής» πολιτικός τελεστής, ως ένας απροσδιόριστος πολιτικός πόλος, που προσδίδει στη διάχυτη και πολύμορφη αντίδραση εναντίον του πολιτικού συστήματος και των θεσμικών εκπροσώπων του, τα χαρακτηριστικά πολιτικής διαμαρτυρίας, που δεν φαίνεται ικανή να ριζοσπαστικοποιηθεί πολιτικά, προσανατολιζόμενη προς ενεργητικές μορφές παραγωγής μιας άλλης πολιτικής σχέσης, έξω από τα παγιωμένα πολιτικά σχήματα.
Διπολισμός και… τριπολισμός της αποχής
Τα δεύτερα, εισέπραξαν μέρος της κοινωνικής δυσαρέσκειας, η οποία, πέραν της μαζικής αποχής, διακινήθηκε κυρίως στις «παρυφές» του πολιτικού τόξου, πλήττοντας περισσότερο τα κόμματα του ενδιάμεσου χώρου, πάρα τους δύο ηγεμονεύοντες συστημικούς πυλώνες, οι οποίοι, παρά τις αναταράξεις, φαίνεται πως διατηρούν ισχυρά, ακόμη, αποθέματα αντοχής.
Πέρα, λοιπόν, από τον ενισχυμένο διπολισμό των δύο μεγάλων κομμάτων - διπολισμό με διακριτή πολιτική ταυτότητα - τείνει, στα διάκενα του πολιτικού σκηνικού, να διαμορφωθεί, και ένας ιδιότυπος τριπολισμός, με την προσθήκη της αποχής, η οποία αναδεικνύεται σε εδραίο, πλέον, στοιχείο πολιτικής αναφοράς.
Αποχή που, στο συγκεκριμένο πολιτικό συγκείμενο, μπορεί να ερμηνευθεί, διττώς: ως έκφραση, αφενός, έλλειψης εμπιστοσύνης των πολιτών προς το πολιτικό σύστημα και τα κόμματα, αλλά και κρίσης ικανότητας να ανταποκριθεί στην ικανοποίηση του αιτήματος πολιτικής εκπροσώπησης, καθώς και να αντιμετωπίσει, επαρκώς, τα κρίσιμα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο τόπος. Αφετέρου, ως έκφραση δυσπιστίας προς τους θεσμούς και τις πολιτικές της ίδιας της ΕΕ, με επίκεντρο, κυρίως, τις αφορούσες την Κύπρο αποφάσεις του Γιούρογκρουπ, αλλά και αμφισβήτησης της τελεστικότητας της συμμετοχής της Κύπρου στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα.
Μήνυμα μετασχηματισμού των κομμάτων
Στο πλαίσιο αυτό, σαφώς διαγιγνώσκεται το μήνυμα για την αναγκαιότητα μετασχηματισμού των πολιτικών σχηματισμών, στην προοπτική διεύρυνσης της δημοκρατίας και της συμμετοχής των πολιτών, επαναφέροντας το πρόταγμα του εκδημοκρατισμού και της λαϊκής συμμετοχής στις διαδικασίας διαμόρφωσης και λήψης των αποφάσεων.
Παραμένει αμφίβολο, ωστόσο, εάν τα κόμματα αντιλαμβάνονται την ανάγκη να προχωρήσουν στην αναγκαία αυτο-μεταρρύθμιση, προκειμένου να ανοιχθούν ουσιαστικά προς την κοινωνία και τα αιτήματά της, επιτρέποντας διόδους στη δύναμη των κοινωνικών συλλογικοτήτων, αλλά και διαμορφώνοντας, στο δικό τους πεδίο, δομές δημοκρατικής αυτοέκφρασης.
Ίσως, οι ευρωεκλογές της περασμένης Κυριακής, να δίνουν ακόμη μια ευκαιρία στο ασθμαίνον πολιτικό σύστημα, να επιχειρήσει ένα βηματισμό υπέρβασης των στενωπών του φθαρμένου και αναξιόπιστου καθεστώτος της ισχύουσας αντιπροσώπευσης, το οποίο καταπίπτει στο έλλειμμα αντιπροσωπευτικότητας μιας «δημοκρατίας», που δεν είναι απλώς ένα ελλειμματικό σύμπτωμα μέσα στις δυσλειτουργίες του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά μια παντελής απουσία στη σκηνή της πιο παροξυσμικής λογικής του.
Εντεινόμενη αποπολιτικοποίηση
Στο σκηνικό της γενικότερης απαξίωσης εγγράφεται, ασφαλώς, και ένα στοιχείο προϊούσας αποπολιτικοποίησης, απότοκο της έκπτωσης των οργανικών πολιτικών θεσμών και της ασκούμενης πολιτικής, αλλά και αδιαφορίας για τα πολιτικά δρώμενα, που, διαχρονικά, στις ευρωεκλογές, εμφανίζεται σε ιδιαίτερα υψηλά ποσά, αν και το εύρος του είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια.
Αναδιαμόρφωση σκηνικού
ΟΣΟΝ αφορά στο καθ’ εαυτό πολιτικό και κομματικό σκηνικό και τους γενικότερους συσχετισμούς δυνάμεων, το εκλογικό αποτέλεσμα φαίνεται να αποδεσμεύει τάσεις αναδιαμόρφωσης του πολιτικού πεδίου, με κυρίαρχα στοιχεία τον πολυκερματισμό και την πολυδιάσπαση του ενδιάμεσου χώρου, αλλά και την εδραίωση, όπως προσημειώθηκε, παρά τις απώλειες σε αριθμούς ψήφων, του ηγεμονεύοντος διπολισμού, με κυρίαρχο πόλο πολιτικής ισχύος τον ΔΗΣΥ, ο οποίος, καταγράφοντας ποσοστό ρεκόρ στις ευρωεκλογές, καθίσταται ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος του πολιτικού παιγνιδιού. Καταγράφεται, επίσης, η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος, η οποία για πρώτη φορά στην ιστορία των κυπριακών εκλογών ανέρχεται σε διψήφιο αριθμό (11%).
Θα αποτελούσε, ωστόσο, ασύγγνωστη αστοχία, εάν το κυβερνητικό στρατόπεδο έσπευδε να μεθερμηνεύσει το υψηλό ποσοστό του ΔΗΣΥ ως «ψήφον εμπιστοσύνης» προς τις πολιτικές της Κυβέρνησης, οι οποίες δοκιμάζονται καθημερινώς μέσα σ’ ένα εξαιρετικά δύσθυμο περιβάλλον επιτεινόμενης κοινωνικής απογοήτευσης, που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη προοπτικής και την αυξανόμενη φτωχοποίηση των μικρομεσαίων και κατώτερων στρωμάτων της κοινωνίας.
Την ίδια ώρα, το ΑΚΕΛ, παρά την απώλεια περίπου 8% στο συνολικό αριθμό ψήφων που έλαβε, σε σχέση με τις ευρωεκλογές του 2009, φαίνεται να αντέχει την «πίεση» και τους κλυδωνισμούς, διατηρώντας σε ικανό βαθμό τη δύναμή του στα επίπεδα περίπου των προεδρικών εκλογών, ενώ καταφέρνει να διατηρήσει και τη δεύτερη έδρα, που ήταν και ο πρώτιστος στόχος του σ’ αυτές τις ευρωεκλογές.
Ούτε εδώ, ωστόσο, χωρούν πανηγυρισμοί ή εφησυχασμός, γιατί το κόμμα της μείζονος αντιπολίτευσης δεν κατάφερε να δρέψει, έστω κατ’ ελάχιστον, καρπούς από την εντεινόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια, λόγω της εφαρμογής πληθώρας αντιλαϊκών μνημονιακών μέτρων, ενώ η τάση αποστροφής μεγάλης μερίδας των ψηφοφόρων προς το ΑΚΕΛ, εξαιτίας των «καταστροφικών αποτελεσμάτων της πενταετίας Χριστόφια», δείχνει να παγιώνεται, περιοριοθετώντας, πλέον, στο δεδομένο εκτόπισμα, το εκλογικό ποσοστό του κόμματος.
Πολυκερματισμός στον ενδιάμεσο χώρο
Σημαντικότερος, ίσως, πολιτικά εμφανίζεται ο σημειούμενος κατακερματισμός του ενδιάμεσου χώρου, που τείνει να αφαιρέσει την αδιαμφισβήτητα ηγεμονεύουσα προοπτική στον χώρο του Κέντρου απ’ όλους τους πολιτικούς παίκτες, αν και, το Δημοκρατικό Κόμμα, παρά τη μείωση των ποσοστών του, που για πρώτη φορά δεν ξεπερνά το 11 τοις εκατόν, παραμένει η πρώτη δύναμη.
Ωστόσο, τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, διαμορφώνουν μία ρευστή όσο και αμφίρροπη γεωγραφία στον κεντρώο χώρο, που και αθροιστικά (τα τέσσερα κόμματα του Κέντρου συγκεντρώνουν μαζί γύρω στο 25 τοις εκατόν του συνόλου των ψήφων), δεν δείχνει ότι μπορεί να αναμοχλεύσει μια δυναμική ουσιαστικής αμφισβήτησης του ενδυναμωμένου διπολισμού.
Ως σημαίνουσα πολιτική εξέλιξη καταγράφεται, επίσης, η εδραίωση της Συμμαχίας Πολιτών ως ισχυρής πολιτικής δύναμης στο Κέντρο, η οποία παρουσιάζει ταυτόχρονα μιαν αξιοσημείωτη πολυσυλλεκτικότητα, απ’ όλο σχεδόν το πολιτικό φάσμα, μ’ ένα αρκετά ικανοποιητικό ποσοστό, που μπορεί να μην της εξασφάλισε εκλογή έδρας στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, της διασφάλισε ωστόσο, τη συμμετοχή στο Εθνικό Συμβούλιο.
Την ίδια ώρα, η Συνεργασία ΕΔΕΚ-Οικολόγων, αν και αθροιστικά παρουσιάζεται μειωμένη, εν σχέσει προς τη δύναμη των δύο κομμάτων, κατάφερε να αντέξει στις αμφίπλευρες πιέσεις από τους όμορους πολιτικούς χώρους, εξασφαλίζοντας τη διαμφισβητούμενη, τις τελευταίες ημέρες, έδρα στο Ευρωκοινοβούλιο και με ένα ποσοστό που μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την εδραίωση και ενδυνάμωση της μεταξύ τους συνεργασίας την επομένη των εκλογών, αν και το χαμηλό ποσοστό που κατέγραψαν οι δύο συνεργαζόμενοι χώροι προκαλεί έντονους προβληματισμούς.
Άλλο στοιχείο αναδιαμόρφωσης της πολιτικής γεωγραφίας είναι η ικανή παρουσία νεοπαγών, κατά το μάλλον ή ήττον, πολιτικών σχηματισμών, όπως το Μήνυμα Ελπίδας και το ΕΛΑΜ, που μαζί συγκεντρώνουν περίπου το 6.5 τοις εκατόν, με ποσοστά που θα τους εξασφάλιζαν την είσοδο στη Βουλή, αν γίνονταν χθες βουλευτικές εκλογές. Μένει, ωστόσο, να επαληθευθεί, κατά πόσον, στο επόμενο διάστημα, και εν όψει, ακριβώς, των βουλευτικών του 2016, η πολιτική τους παρουσία συνδέεται με μακροχρόνιες ανάγκες και απαιτήσεις του κοινωνικού σώματος και όχι με περιστασιακές μετατοπίσεις του πολιτικού πεδίου. Ιδία το ΕΛΑΜ, φαίνεται, εκ δεξιών της δεξιάς, παρενδύοντας τον ακροδεξιό του χαρακτήρα, να καρπώνεται οφέλη από την κρίση αντιπροσώπευσης του πολιτικού συστήματος, παρεισάγοντας μια λαϊκίστικη ρητορική, που φαίνεται, προσώρας, αποδεκτή σε ουκ ευάριθμα ώτα.