Μωυσής, Δημοσθένης, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κλαύδιος, ο μαθηματικός Alan Turing, ο θεμελιωτής της θεωρίας της εξέλιξης Charles Darwin, ο συνθέτης Andrew Lloyd Webber, ο λογοτέχνης Lewis Carroll, οι ηθοποιοί Marilyn Monroe, James Earl Jones, Emily Blunt και Nicole Kidman, ο τραγουδιστής Elvis Presley, ο Βρετανός πολιτικός Winston Churchill και ο βασιλιάς του Ηνωμένου Βασιλείου Γεώργιος ΣΤ΄ είναι μόνο μερικά από τα διάσημα πρόσωπα που συνέδεσαν τη ζωή τους—ή μέρος της ζωής τους—με τον τραυλισμό. Μια διαταραχή της ροής της προφορικής ομιλίας που επηρεάζει ανθρώπους από όλες τις κοινωνικές ομάδες, ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου, επώνυμους ή μη, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Την περιβάλλουν μύθοι, προκαταλήψεις, κοινωνικό στίγμα. Δεν είναι ξένα φαινόμενα η διακωμώδηση ανθρώπων που έχουν τραυλισμό στα δημόσια θεάματα και οι μειωτικοί χαρακτηρισμοί. Ας δούμε τι είναι πραγματικά ο τραυλισμός.

Πότε το φυσιολογικό γίνεται παθολογικό;

Όταν μιλάμε για ροή της ομιλίας, αναφερόμαστε στην ομαλή μετάβαση από έναν φθόγγο στον επόμενο, από μια συλλαβή στην επόμενη κ.ο.κ. Είναι απολύτως φυσιολογικό για όλους μας, όταν παράγουμε αυθόρμητη προφορική ομιλία, να παρουσιάζουμε δυσρυθμίες στη ροή, δηλαδή διακοπές της ομιλίας είτε με σιωπηλές παύσεις είτε με εμβόλιμα ηχητικά στοιχεία (π.χ. εεε ή εμμμ) που μας δίνουν τον χρόνο να προγραμματίσουμε τι θα πούμε, ακόμα και περιττές επαναλήψεις λέξεων ή φράσεων. Αντίστοιχες φυσιολογικές δυσρυθμίες παρατηρούνται και στα νήπια–παιδιά κατά τη διάρκεια της γλωσσικής κατάκτησης. Ωστόσο, κατά τις ηλικίες 2.5–5 ετών, ένα 8.5–11% των παιδιών αναμένεται να διαγνωστεί με παθολογικές δυσρυθμίες—τον λεγόμενο εξελικτικό τραυλισμό.

Ένα άτομο με παθολογικές δυσρυθμίες παράγει λέξεις με κόπο επαναλαμβάνοντας φθόγγους (κ-κ-κ-κ-κήπος), συλλαβές (πε-πε-πε-πεπόνι) και μονοσύλλαβες λέξεις (πού πού πού θα πάμε;), επιμηκύνοντας φθόγγους (εεεεεγώ) και εισάγοντας σιωπηρά μπλοκαρίσματα (μπ-----αλκόνι). Αποφεύγοντας να χρησιμοποιήσει «επικίνδυνες» λέξεις, τις αντικαθιστά με συνώνυμες ή περιφράσεις (βεράντα αντί μπαλκόνι) και συχνά παρεμβάλλει περιττά ηχητικά στοιχεία (τρώμε εεε στο μεγάλο εεε τραπέζι).

Τις δυσρυθμίες συνοδεύουν συνήθως και αντανακλαστικές σωματικές κινήσεις, όπως σύσπαση των μυών του προσώπου, βλεφάρισμα, κούνημα της κεφαλής και σφίξιμο της γροθιάς. Γενικότερα ένα άτομο που τραυλίζει αποφεύγει όσο το δυνατό περισσότερο να παράγει προφορική ομιλία και να συμμετέχει σε κοινωνικές καταστάσεις που απαιτούν λεκτική επικοινωνία. Να σημειώσουμε ότι οι δυσρυθμίες απουσιάζουν όταν το άτομο με τραυλισμό τραγουδά.

Τα συμπτώματα είναι η εξωτερική εικόνα που προσλαμβάνει ο περίγυρος για ένα άτομο που τραυλίζει. Πώς όμως αισθάνεται το ίδιο το άτομο; Στο βιβλίο της Out with it: How stuttering helped me find my voice η συγγραφέας Katherine Preston περιγράφει την προσωπική της μάχη με τον τραυλισμό από την ηλικία των 7 ετών: «Φαντάσου να ξυπνάς μια μέρα και να βρίσκεις τις λέξεις παγιδευμένες μέσα στο κεφάλι σου, να μην μπορείς να πεις τι αισθάνεσαι, τι σκέφτεσαι ή τι έχεις ανάγκη».

Μετά την πρώτη διάγνωση ο εξελικτικός τραυλισμός μπορεί να εξακολουθήσει στα επόμενα χρόνια της ζωής του ατόμου—ο λεγόμενος επίμονος τραυλισμός. Παράγοντες επικινδυνότητας είναι το φύλο του παιδιού (τα αγόρια έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες επίμονου τραυλισμού), το οικογενειακό ιστορικό επίμονου τραυλισμού, η έναρξη των συμπτωμάτων στην ηλικία των 3.5 ετών και εξής, η διάρκεια των συμπτωμάτων για πάνω από 6–12 μήνες και η ταυτόχρονη ύπαρξη προβλημάτων στην ομιλία ή στο γλωσσικό σύστημα.
     
Πόσο συχνά εμφανίζεται ο τραυλισμός;

Τουλάχιστον 5% των ανθρώπων αναμένεται να εμφανίσουν τραυλισμό κάποια στιγμή στη ζωή τους, ενώ το ποσοστό του γενικού πληθυσμού που διατηρεί τη διαταραχή είναι 0.72%. Η παιδική ηλικία αποτελεί την πλέον κρίσιμη περίοδο, αφού τότε ο τραυλισμός δίνει τα πρώτα του σημάδια, και επίσης διότι ο τραυλισμός εμφανίζεται με μεγαλύτερη συχνότητα στα παιδιά ηλικίας 3–17 ετών σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες—κυρίως μάλιστα στα παιδιά ηλικίας 3–10 ετών. Στα προσχολικά χρόνια, τα αγόρια έχουν σχεδόν διπλάσιες πιθανότητες από τα κορίτσια να εμφανίσουν τραυλισμό. Καθώς η διαταραχή εμμένει κατά τη σχολική ηλικία, η διαφορά μεταξύ των δύο φύλων μεγαλώνει: ο πληθυσμός των αγοριών με τραυλισμό είναι 3–4 φορές μεγαλύτερος από των κοριτσιών.

Πού οφείλεται;

Η αντίληψη ότι ο τραυλισμός έχει την προέλευσή του στην ψυχοσυναισθηματική κατάσταση και στην ποιότητα ανατροφής του ατόμου δεν είναι παρά ένας μύθος. Αντίθετα, οι επιπτώσεις στην ψυχοσυναισθηματική κατάσταση και η αποφυγή κοινωνικής δραστηριοποίησης εμφανίζονται ως συνέπειες της πάλης με τον τραυλισμό. Η πολυπαραγοντική αιτιολογία της διαταραχής περιλαμβάνει τον γενετικό και τον νευροφυσιολογικό άξονα.

Η γενετική προδιάθεση αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στην εμφάνιση εξελικτικού τραυλισμού. Ο βαθμός επικινδυνότητας αυξάνεται πολύ αν στην οικογένεια υπάρχει συγγενικό άτομο πρώτου βαθμού που τραυλίζει. Τον σημαντικό ρόλο της κληρονομικότητας καταδεικνύουν μελέτες σε δίδυμα αδέλφια: η πιθανότητα εμφάνισης τραυλισμού και στα δύο δίδυμα αδέλφια είναι 6 φορές μεγαλύτερη όταν πρόκειται για μονοζυγωτικά παρά όταν πρόκειται για ετεροζυγωτικά. Έχει μάλιστα υπολογιστεί ότι οι γενετικοί και οι περιβαλλοντικοί παράγοντες επιδρούν στο παιδί με αναλογία 7:3. Η γενετική έρευνα έχει εντοπίσει μεταλλάξεις στα χρωμοσώματα 12 (γονίδιο GNPTAB) και 16 (γονίδια GNPTG και NAGPA), οι οποίες σκιαγραφούν εν μέρει το γενετικό προφίλ του τραυλισμού.

Ως προς τη νευροφυσιολογία, τα άτομα με τραυλισμό παρουσιάζουν ανατομικές δυσμορφίες στο αριστερό εγκεφαλικό ημισφαίριο και δυσλειτουργία στον ακουστικό φλοιό, στα βασικά γάγγλια και στην παρεγκεφαλίδα.
     
Μπορούμε να παρέμβουμε;

Δεν υπάρχει «μαγική γιατρειά» για τον τραυλισμό. Οι λογοθεραπευτές τονίζουν την αξία της παρέμβασης που σχεδιάζεται στη βάση ενός εξατομικευμένου προφίλ μέσω διαγνωστικών δοκιμασιών. Προτεραιότητες είναι η μείωση των επιπτώσεων που προκαλούν οι επικοινωνιακές δυσκολίες στην ποιότητα ζωής του παιδιού που τραυλίζει και η ανάκτηση του αυτοσεβασμού και της αυτοπεποίθησής του.

Η διεθνής βιβλιογραφία προτείνει δύο πρακτικές μεθόδους ενίσχυσης της ροής της προφορικής ομιλίας για άτομα που τραυλίζουν. Πρώτο, τροποποιώντας τον ρυθμό και την προσωδία (δηλαδή, τη μελωδία και τα τονικά μοτίβα) της ομιλίας με τη βοήθεια εξωτερικών ερεθισμάτων που σταθεροποιούν τα δύο αυτά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, ένα άτομο που τραυλίζει μπορεί να εξασκηθεί συγχρονίζοντας την ομιλία του με τον χτύπο ενός μετρονόμου ή με την ομιλία ενός ατόμου που δεν τραυλίζει. Αποτελεσματική είναι και η εξάσκηση της ομιλίας με χρήση της ιδιαίτερης προσωδίας που επιστρατεύουμε όταν μιλάμε στα βρέφη και στα κατοικίδιά μας: αργός ρυθμός και εμφατικός τονισμός.

Δεύτερο, παρέχοντας στο άτομο που τραυλίζει απευθείας τροποποιημένη ακουστική ανατροφοδότηση της ομιλίας του. Ειδικές φορητές συσκευές αναλύουν την ομιλία του ατόμου που τραυλίζει, ρυθμίζουν τις καθυστερήσεις ή τη συχνότητα του ακουστικού σήματος και ακολούθως το αναπαράγουν στο αυτί του ατόμου ως ρέουσα ομιλία χωρίς δυσρυθμίες. Έτσι, το άτομο ακούει την ομιλία του με κανονική ροή, μπορεί να συγχρονίζεται με αυτή και «εξασκεί» τον εγκέφαλό του με κανονική, ρέουσα ομιλία.

Η σύγχρονη έρευνα προσανατολίζεται και σε πιο άμεσες παρεμβάσεις για τον έλεγχο του εξελικτικού τραυλισμού. Η φαρμακολογική αναστολή των πολύ υψηλών επιπέδων ντοπαμίνης μπορεί να καταστεί ευεργετική, ενώ μελετάται επίσης και η αξιοποίηση του διακρανιακού ηλεκτρικού ερεθισμού του εγκεφαλικού ιστού ως μεθόδου ενίσχυσης της ροής της ομιλίας.

Βενέδικτος Βασιλείου, M.Sc.
[email protected]
Γλωσσολόγος, υποψήφιος διδάκτορας Νευρογλωσσολογίας
Max Planck Institute for Human Cognitive and Brain Sciences,
Τμήμα Νευροψυχολογίας,
Λειψία, Γερμανία

*Ακολουθήστε μας στο @glossoskopio (Twitter) και στο Γλωσσοσκόπιο («Η Σημερινή») (Facebook)