Την προηγούμενη φορά αναφέρθηκα στην ετυμολογία, τον δημοφιλέστερο κλάδο της γλωσσολογίας. Στη συνείδηση του κόσμου η ετυμολογία έχει σχεδόν ταυτιστεί με το σύνολο των επιστημών της γλώσσας, «αδικώντας»—ας μου επιτραπεί ο όρος—τους υπόλοιπους κλάδους της· μια παραμορφωτική εικόνα για την οποία ευθύνονται κυρίως διαπρεπείς και πασίγνωστοι γλωσσολόγοι.
Η γλωσσολογία δεν περιορίζεται βέβαια μόνο στην ετυμολογία. Είναι μια επιστήμη με σαφές και ευρύτερο αντικείμενο, σύγχρονες εμπειρικές μεθόδους, πορίσματα και εφαρμογές. Εκατοντάδες γλωσσολόγοι σε όλο τον κόσμο προσπαθούμε να καταλάβουμε το πολύπλευρο φαινόμενο που ονομάζουμε γλώσσα: πώς ένα βρέφος κατακτά την ικανότητα να κατανοεί και να παράγει ομιλία, πώς μαθαίνουμε ξένες γλώσσες, πώς χρησιμοποιείται η γλώσσα σε διαφορετικά επικοινωνιακά περιβάλλοντα και από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, τι συμβαίνει στη γλωσσική μας ικανότητα όσο γερνάμε, μεταξύ πολλών άλλων.
Για να δώσουμε απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, καταφεύγουμε στους ίδιους τους ομιλητές, διεξάγουμε πειράματα γλωσσικής συμπεριφοράς, χρησιμοποιούμε υπολογιστικά μοντέλα, αναλύουμε σώματα γραπτού και προφορικού λόγου κ.λπ. Τα επιστημονικά πορίσματα των ερευνών μας, πέρα από το να τροφοδοτούν τη θεωρητική γνώση μας για το φαινόμενο γλώσσα, έχουν άμεσες πρακτικές εφαρμογές σε χώρους όπως η εκπαίδευση και η αποκατάσταση γλωσσικών βλαβών.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες οι γλωσσολόγοι της Κύπρου έχουν επιτύχει αξιόλογο ερευνητικό έργο και συνεχίζουν, ώστε η Κύπρος να κερδίσει μια θέση στον παγκόσμιο χάρτη των ακαδημαϊκά ανεπτυγμένων χωρών. Παρά το πλήγμα που δέχτηκαν οι γλωσσολογικές σπουδές μετά την επ’ αόριστον αναστολή—διάβαζε και κατάργηση—της κατεύθυνσης γλωσσολογίας στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, νέοι και παλιοί συνάδελφοι σε παρεμφερή τμήματα επιμένουν να διεξάγουν πειραματική γλωσσολογική έρευνα με όρεξη και αγάπη. Το Γλωσσοσκόπιο φιλοξενεί σήμερα δύο συναδέλφους που ασχολούνται με την πειραματική γλωσσολογική έρευνα στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και τους ρωτά τι, γιατί και πώς το κάνουν και ποια πρακτικά προβλήματα συναντούν.
Τι και γιατί;
Ο Νίκος θέλει τη Μαρία. Θέλει ο Νίκος τη Μαρία. Τη Μαρία θέλει ο Νίκος. Ίδιες λέξεις, διαφορετική σειρά. Ίδιο μήνυμα; Λέμε το ίδιο ακριβώς πράγμα ή αλλάζοντας τη σειρά των λέξεων δίνουμε έμφαση σε κάτι διαφορετικό; Τι γίνεται αν εκτός από την αλλαγή της σειράς τονίσουμε και κάποια από τις λέξεις με τη μελωδία της φωνής μας—τον λεγόμενο επιτονισμό; Υπάρχει μια «ουδέτερη σειρά» που δίνει τη μικρότερη έμφαση; Το περίπλοκο αυτό θεωρητικό ερώτημα προσπαθεί να απαντήσει με πειραματικά δεδομένα από την κοινή ελληνική γλώσσα και την κυπριακή ελληνική διάλεκτο η Βασιλική Ερωτοκρίτου, διδακτορική φοιτήτρια στο Τμήμα Αγγλικών Σπουδών.
Η έρευνά της θα χαρτογραφήσει μέσα από δείγματα αυθεντικού προφορικού λόγου πώς οι φυσικοί ομιλητές επιλέγουν τις διαφορετικές σειρές των λέξεων και τον επιτονισμό στην καθημερινή τους επικοινωνία, για να δώσουν έμφαση σε διαφορετικά κομμάτια του μηνύματος. Τα πορίσματα μιας τέτοιας έρευνας μπορούν να αξιοποιηθούν από τους παιδαγωγούς τόσο ως διδακτική ύλη του γλωσσικού μαθήματος σχετικά με τις επικοινωνιακές στρατηγικές των ομιλητών της ελληνικής γλώσσας, όσο και ως μέσο αποτελεσματικότερης διδασκαλίας.
Ο Γιώργος Γεωργίου, υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Επιστημών Αγωγής, μελετά τις διαδικασίες με τις οποίες ξενόγλωσσοι ομιλητές μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα. Συγκεκριμένα, ερευνά τους τρόπους με τους οποίους οι φυσικοί ομιλητές της αραβικής γλώσσας προσλαμβάνουν και παράγουν τα ελληνικά φωνήεντα. Τα λάθη των αραβόφωνων κατά την πρόσληψη και παραγωγή των φθόγγων της ελληνικής γλώσσας επηρεάζουν αρνητικά την προφορική και τη γραπτή τους επίδοση και, τελικά, τη συνολική γλωσσική επάρκειά τους.
Για παράδειγμα, προφέρουν τον φθόγγο [e] ως [i], καθώς το [e] δεν υπάρχει ως διακριτός φθόγγος (δηλαδή, φώνημα) στο αραβικό φωνολογικό σύστημα και, έτσι, δεν «ακούνε» τη διαφορά του από το [i]—κάτι αντίστοιχο συμβαίνει όταν οι ελληνόφωνοι δεν μπορούν να διακρίνουν ακουστικά τα δύο διαφορετικά φωνήεντα που χρησιμοποιούνται στις αγγλικές λέξεις sit και seat. Έτσι, λένε [pis] αντί [pes] (πες), [kiʹri] αντί [keʹri] (κερί) και, αν τους δοθεί η τυχαία, μη υπαρκτή λέξη [ʹsesa], τη διαβάζουν [ʹsisa]. Η έρευνα του Γιώργου θα συμβάλει στη συστηματική ανίχνευση των λαθών αυτών και των παραγόντων που τα προκαλούν, αλλά και σε μελλοντική διδακτική παρέμβαση, αφού οι εκπαιδευτικοί θα μπορέσουν να εφαρμόσουν κατάλληλα μοντέλα διδασκαλίας των ελληνικών φθόγγων για τους αραβόφωνους που μαθαίνουν ελληνικά.
Πώς;
Οι δύο συνάδελφοι εκτελούν πειράματα γλωσσικής συμπεριφοράς, δηλαδή δοκιμασίες που καταμετρούν ποσοτικά ή/και ποιοτικά τον βαθμό πρόσληψης ή παραγωγής γλωσσικού υλικού από τον ομιλητή, καθώς και τον χρόνο αντίδρασης. Ανάλογα με το είδος της δοκιμασίας, ο συμμετέχοντας μπορεί να βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με τον ίδιο τον ερευνητή, κάποιον άλλο συμμετέχοντα ή έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή.
Για παράδειγμα, η Βασιλική εκμαιεύει αυθόρμητη ομιλία ζητώντας από τους συμμετέχοντες να περιγράψουν εικόνες, να συνομιλήσουν ανά δύο στο πλαίσιο ενός παιγνιδιού, όπου ο ένας δίνει οδηγίες στον άλλο, και να απαντήσουν προφορικά σε απλές καθημερινές ερωτήσεις. Ο Γιώργος χρησιμοποιεί κυρίως δοκιμασίες αλληλεπίδρασης με ηλεκτρονικό υπολογιστή, στον οποίο οι συμμετέχοντες βλέπουν διαδοχικά λέξεις ή προτάσεις και καλούνται να απαντήσουν είτε προφορικά είτε πατώντας κάποιο κουμπί.
Εύρεση συμμετεχόντων: ο πονοκέφαλος των ερευνητών
Είναι αυτονόητο ότι τα πειράματα απαιτούν τη συμμετοχή φυσικών ομιλητών από διάφορες ομάδες πληθυσμού που πληρούν προκαθορισμένα κριτήρια συμμετοχής. Ο Γιώργος αναζητά ενήλικες, φυσικούς ομιλητές της αιγυπτιακής αραβικής που διαμένουν στην Κύπρο και έχουν λίγη έως καθόλου γνώση της ελληνικής, ενώ στόχος της Βασιλικής είναι στα επόμενα 2 χρόνια να συλλέξει δεδομένα από φυσικούς ομιλητές της κυπριακής ελληνικής, ηλικίας 18–85, με κανονική γλωσσική ανάπτυξη (δηλαδή, χωρίς γλωσσική διαταραχή).
Εδώ συναντούν το μεγαλύτερο πρακτικό πρόβλημα. Η ανυπαρξία βάσης ανθρώπινου δυναμικού για ερευνητικούς σκοπούς στα ακαδημαϊκά ιδρύματα της Κύπρου δυσχεραίνει πολύ την εύρεση των κατάλληλων συμμετεχόντων, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ξένους υπηκόους. Μαζί με αυτό, λόγω της έλλειψης εξοικείωσης με την πειραματική διαδικασία οι Κύπριοι πολίτες είναι διστακτικοί και απρόθυμοι να συμμετάσχουν, ίσως φοβούμενοι ένα είδος «φακελώματος».
Στην πραγματικότητα, οι πειραματικές διαδικασίες είναι εντελώς απρόσωπες, καθώς τηρείται αυστηρά η ανωνυμία και η προστασία προσωπικών δεδομένων. Έχουν πάντοτε συγκεκριμένο προσχέδιο, είναι εγκεκριμένες από εξειδικευμένους φορείς, όπως την Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής Κύπρου, διεξάγονται σε ευχάριστο περιβάλλον και δεν απαιτούν κόπο.
Οι ερευνητές αναζητούν τους κατάλληλους συμμετέχοντες συνήθως από στόμα σε στόμα και με ανάρτηση αγγελιών σε κτήρια και μέσα κοινωνικής δικτύωσης· μια πραγματικά χρονοβόρα διαδικασία. Το Γλωσσοσκόπιο αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να ευαισθητοποιήσει τους αναγνώστες του σχετικά με τη συμμετοχή σε γλωσσικά πειράματα και να τους καλέσει να δείξουν έμπρακτο ενδιαφέρον. Ο Γιώργος, η Βασιλική και άλλοι γλωσσολόγοι που δραστηριοποιούνται στην Κύπρο χρειάζονται τη βοήθειά σας και είναι έτοιμοι να σας καλωσορίσουν στο εργαστήριό τους.
**********************************************************
Στοιχεία επικοινωνίας με τους ερευνητές
Βασιλική Ερωτοκρίτου: [email protected], +357 99398162
Γιώργος Γεωργίου: [email protected]
**********************************************************
Βενέδικτος Βασιλείου, M.Sc.
[email protected]
Γλωσσολόγος, υποψήφιος διδάκτορας Νευρογλωσσολογίας
Max Planck Institute for Human Cognitive and Brain Sciences,
Τμήμα Νευροψυχολογίας,
Λειψία, Γερμανία
*Ακολουθήστε μας στο @glossoskopio (Twitter) και στο Γλωσσοσκόπιο («Η Σημερινή») (Facebook)