Mνήμη ιερή κι αγέραστη ηρωομάρτυρα ποιητή, Ευαγόρα Παλληκαρίδη. Σαν χθες, πριν από 58 χρόνια, ο έφηβος της Τσάδας βάδισε στο σχοινί της αγχόνης με τον Ύμνο της Λευτεριάς στα χείλη. Πέταξε η ηρωική ψυχή του στο Πάνθεο των Αθανάτων με της δόξας τα φτερά. Ήταν ο τελευταίος των αθανάτων της αγχόνης, όπως το είχε ευχηθεί μπροστά στους δικαστές του, αλλά και ο πιο νέος. Τον είχαν ζηλέψει οι μοίρες, γιατί ο ηρωομάρτυρας Ευαγόρας Παλληκαρίδης ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση πολυσυλλεκτικού χαρακτήρα.
Ήταν πρότυπο ενσυνείδητου αντάρτη και ανυπότακτου, γενναιόψυχου αγωνιστή, ανοιχτόκαρδου ανθρωπιστή και πολυτάλαντου ποιητή, που αγαπήθηκε και εκτιμήθηκε από τους συναγωνιστές του και ολόκληρο τον κυπριακό Ελληνισμό. Οι συγγενείς, οι συναγωνιστές και οι φίλοι του εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να μιλούν για τον Βαγορή τους και οι σύντροφοί του στο αντάρτικο να εκδηλώνουν τον θαυμασμό τους γι’ αυτόν.
Ο τομεάρχης Σάββας Παπαευσταθίου θυμάται αξέχαστες στιγμές που έζησε με τον ηρωομάρτυρα στο βουνό: «Ο Ευαγόρας ήρθε κοντά μας στη Λυσό, όταν καταζητήθηκε στα μέσα του 1956. Μας τον έφεραν εκεί στο κρησφύγετο, όπου ζήσαμε αξέχαστες μέρες. Ήταν ένα ψηλό, μελαμψό, γεροδεμένο παλληκάρι, όλο ζωντάνια. Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι μετά την πρώτη νύκτα στο κρησφύγετο ξύπνησε πολύ πρωί, βγήκε έξω και άρχισε γυμναστική. Ήταν αθλητής και ήθελε να γυμνάζεται στο βουνό, κάτω από τα πεύκα».
Ζητήσαμε από τον τομεάρχη του να μας περιγράψει τον χαρακτήρα του Ευαγόρα και μας είπε: «Ήταν λεβέντης με όλη τη σημασία της λέξης. Ήταν ενσυνείδητος αγωνιστής. Ήξερε γιατί βγήκε στο βουνό και γνώριζε γιατί αγωνιζόταν. Αψηφούσε τους καθημερινούς κινδύνους που διέτρεχε μέρα και νύκτα ένας αντάρτης. Ήταν λιγομίλητος, εσωστρεφής, θα έλεγα. Ακόμη, μπορώ να πω ότι ήταν και ονειροπόλος. Σκεφτόταν πάντα το μέλλον και όχι το παρόν. Εκεί που ήταν αξεπέραστος, αξιοθαύμαστος μπορώ να πω και πάλι, ήταν η πατριδολατρία του. Το πάθος για την ελευθερία της Κύπρου και το μεγαλείο της Μητέρας πατρίδας Ελλάδας. Η Ένωση της Κύπρου μαζί της, του είχε γίνει πάθος».
- Ως αντάρτης, πώς ήταν και πώς συμπεριφερόταν στους άλλους συναγωνιστές του;
- Ήταν πρότυπο σκληροτράχηλου, παράτολμου αγωνιστή. Ήταν ακατάβλητος σε όλα. Αψηφούσε κινδύνους, στερήσεις, κόπους και ξενύχτια. Να σκεφτείς ότι ζητούσε να εκτελεί χρέη φρουρού δύο φορές -διπλή βάρδια- για να ξεκουράζονται περισσότερο οι άλλοι σύντροφοί του. Ήταν πάντα ολοπρόθυμος ν’ αναλάβει οποιαδήποτε αποστολή. Το ζητούσε ο ίδιος. Έλαβε μέρος σε όλες τις ενέδρες που στήσαμε από τη μέρα που ήρθε κοντά μας μέχρι τη μέρα της σύλληψής του.
Απομονωνόταν κι έγραφε ποιήματα
Ακόμα και στο βουνό ο Παλληκαρίδης δεν έπαυε να θεραπεύει τη μούσα του. Έγραφε πατριωτικά και ερωτικά ποιήματα. Σ’ ερώτησή μας αν στο βουνό τούς μιλούσε για τη λογοτεχνία και ιδιαίτερα την ποίηση, μας είπε ο Σάββας Παπαευσταθίου: «Όχι. Ήταν ντροπαλός. Είχα επισημάνει, όμως, τον έρωτά του για την ποίηση, όταν διαπίστωσα ότι πολλές φορές εξαφανιζόταν από το κρησφύγετο για ώρες. Από περιέργεια, χωρίς να πω τίποτε σε κανέναν άλλο συναγωνιστή, ήθελα να δω τι ακριβώς συνέβαινε.
Πού πήγαινε και τι έκανε. Με μεγάλη μου έκπληξη, τον βρήκα να κάθεται, να κρατά ένα βιβλιαράκι και να γράφει. Αιφνιδιάστηκε όταν τον πλησίασα. Έγραφε κείνη τη στιγμή και άργησε να με δει. Είχε έμπνευση, μού είπε, και ο ποιητικός οίστρος τον κρατούσε προσηλωμένο στο γράψιμο. «Τι κάνεις, ρε Βαγορή», τον ρώτησα. «Τίποτε», μού είπε κι έκλεισε το βιβλιαράκι του. «Πες μου, ρε, τι γράφεις και μη φοβάσαι», του ξανάπα. «Γράφω ποιήματα», μού είπε και πρόσθεσε: «Μην το πεις στους άλλους γιατί θα με κοροϊδεύουν. Θα μου λένε ειρωνικά ότι δεν συμβαδίζει η ποίηση με τη ζωή του αντάρτη». Κι αφού τον διαβεβαίωσα ότι δεν θα έλεγα σε κανέναν τίποτε, μού έδωσε το βιβλιαράκι του να διαβάσω τα ποιήματά του και να του πω τη γνώμη μου γι’ αυτά.
Με παρότρυνε μάλιστα να γράψω κι εγώ ποιήματα. Του απάντησα ότι εγώ δεν έχω το ταλέντο και τον διαβεβαίωσα ξανά, ότι δεν θα έλεγα σε κανέναν τίποτε ότι έγραφε ποιήματα. Και κράτησα τον λόγο μου. Μετά τη σύλληψή του είπα στους άλλους συντρόφους μας ότι ο Ευαγόρας ήταν ποιητής κι ότι ακόμα και στο βουνό είχε γράψει αρκετά ποιήματα. Τα ποιήματα αυτά τα φύλαξα ως ιερό κειμήλιο και μετά τη λήξη του Αγώνα, τα έδωσα στους δικούς του. Εκτός από τη δόξα και την υπέρτατη θυσία του, μας άφησε και την ποιητική του κληρονομιά.
Ένα αξέχαστο περιστατικό
Η παραμονή του Ευαγόρα με την ομάδα στο βουνό θα μείνει αξέχαστη στους συντρόφους του. Ιδιαίτερα όμως αξέχαστο θα μείνει στον Σάββα Παπαευσταθίου το εξής περιστατικό, που καταμαρτυρεί πόσο ήταν δεμένοι φιλικά οι δυο τους: «Προτού αναλάβω τον τομέα, αρχές του 1957, ζήτησα από τον Αρχηγό να μετακινηθώ στη Λευκωσία ή στα βουνά του Τροόδους, απ’ όπου κατάγομαι. Γενέτειρά μου είναι η Πλατανιστάσα, στις βόρειες βουνοπλαγιές της Μαδαρής. Προρτιμούσα να πάω στον τομέα του Μάρκου Δράκου, στη Μαραθάσα. Όταν το είπα στους συντρόφους μου, ο Βαγορής άρχισε να με παρακαλεί να μη φύγω. Και για να με πείσει, μού είπε: «Θα σε κουρέψω και θα σου ξυρίσω την κεφαλή. Και αύριο θα κάνω κι εγώ το ίδιο». Ήταν η τελευταία βραδιά στο βουνό.
Σταματά ο Παπαευσταθίου. Η συγκίνησή του δεν τον αφήνει να μιλήσει. Περιμένω αμίλητος μέχρι να συνέλθει. Και σε λίγο συνεχίζει, με πνιγμένη φωνή: «Την επόμενη μέρα θα πήγαινα με δύο άλλους συντρόφους στη Λυσό, να φέρουμε ένα οπλοπολυβόλο "Μπρεν", που είχαμε κρύψει μαζί έξω από το χωριό. Σε κάποια φάση ξεκίνησα να πάω μαζί τους, αλλά όταν αντιλήφθηκα ότι ήμουν κουρεμένος και ξυρισμένος, τού είπα: «Βαγορή, δεν πάω με αυτά τα χάλια, γιατί θα με κοροϊδεύουν».
«Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που του είπα. Έφυγε με τους άλλους δύο συντρόφους. Από τότε δεν τον ξαναείδα. Κατά τη μεταφορά του "Μπρεν" έπεσαν σε ενέδρα Βρετανών στρατιωτών και αστυνομικών. Οι δύο διέφυγαν. Ο Ευαγόρας συνελήφθη. Ήταν βράδυ της 18 Δεκεμβρίου 1956…».
Στις 25 Φεβρουαρίου 1957 καταδικάστηκε σε θάνατο. Όταν ο δικαστής Σο τον ρώτησε αν είχε να πει τίποτε, για να μην του επιβληθεί ποινή, ο Ευαγόρας απάντησε: «Γνωρίζω ότι θα μου επιβάλετε την ποινή του θανάτου. Εκείνο, όμως, το οποίο έχω να πω είναι τούτο: Ό,τι έκαμα, το έκαμα ως Έλλην Κύπριος, που ζητά την ελευθερία του τόπου του. Τίποτε άλλο…».
Στις 11.30 το βράδυ της 13ης Μαρτίου 1957, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης οδηγήθηκε στην αγχόνη, τραγουδώντας τον Ύμνο της Λευτεριάς, της πανώριας κόρης, που κι ο ίδιος τής είχε γράψει τραγούδι στο αποχαιρετιστήριο γράμμα στους συμμαθητές του, όταν θα έβγαινε αντάρτης στα βουνά…
Βασανιστικά, εύλογα ερωτήματα
Δεν παραλείπει ο τομεάρχης Σάββας Παπαευσταθίου να σταθεί στη σημερινή κατάσταση και να εγείρει βασανιστικά, αμείλικτα ερωτήματα που τον βασανίζουν. Δεν διστάζει να εκφράσει τους φόβους του για την πορεία του εθνικού μας ζητήματος και να διερωτηθεί: Τι κάνει η πολιτική ηγεσία, τι κάνουν οι αγωνιστές και ποιο είναι το μέλλον αυτής της νότιας ελληνικής εσχατιάς, που πότισε με ποταμούς αιμάτων το δέντρο της λευτεριάς, χωρίς ποτέ να δρέψει τους εύχυμους καρπούς της. Μονολογεί: «Προβληματίζομαι πολύ σοβαρά... με βασανίζει το ερώτημα: Πώς ξεκινήσαμε και πού φτάσαμε; Ρωτώ τον εαυτό μου και όλους τους άλλους επιζώντες αγωνιστές:
Όταν σε λίγο καιρό φθάσει η ώρα να φύγουμε από τον κόσμο τούτο και συναντήσουμε στον άλλον κόσμο τον Ευαγόρα, τον Αυξεντίου, τον Μάτση, τον Δράκο και τους άλλους ήρωες και μάρτυρες του Έπους της ΕΟΚΑ, τι θα γίνει; Αν μας πουν: "Καλά, εμείς πιστοί στον όρκο μας, θυσιαστήκαμε για τη λευτεριά της Κύπρου μας και την ένωση με τη Μητέρα Ελλάδα" και μετά μας ρωτήσουν: "Εσείς που μείνατε ζωντανοί τι κάνετε, για να μη φθάσει η Κύπρος στη σημερινή της κατάντια; Έτσι σας την παραδώσαμε; Γι’ αυτή τη σημερινή Κύπρο θυσιαστήκαμε;". Αλήθεια, τι θα τους πούμε; Υπάρχει δικαιολογία; Καμιά.
»Και η πολιτική ηγεσία τι κάνει; Πού βρίσκεται και πού βαδίζει; Ούτε η ίδια ξέρει. Πελαγοδρομεί. Ακόμα δεν τα κατάφερε, σαράντα χρόνια μετά τη βάρβαρη εισβολή του Αττίλα, να χαράξει κοινή γραμμή, για τη σωτηρία του τόπου. Κατάντησε ο λαός κλοτσοσκούφι των πολιτικών».
Καυτά, αμείλικτα τα ερωτήματα που βασανίζουν τον σεμνό αγωνιστή, όπως και πολλούς άλλους, που ποτέ δεν έσκυψαν το κεφάλι, ποτέ δεν έγιναν επίορκοι, ποτέ δεν διανοήθηκαν να δώσουν γην και ύδωρ στον εχθρό, ποτέ δεν άφησαν να περάσει από τον νου τους να ξεγράψουν πατρίδες και ν’ απεμπολήσουν στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα, στον βωμό μιας ψεύτικης λευτεριάς. Διαχρονικό, αιώνιο, αμετάβλητο, απαρασάλευτο, κραυγαλέο και τόσο επίκαιρο το ιστορικό αξίωμα, που πρέπει να έχει κάθε άνθρωπος που παλεύει για λευτεριά και δικαιοσύνη: «λαός που αρνείται την εθνική του καταγωγή και την ιστορία του, είναι καταδικασμένος να εκλείψει από προσώπου της γης».
Αυτό το διαχρονικό, ιστορικό αξίωμα τίμησε με τη θυσία του ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, που βάδισε στην αγχόνη με τον ύμνο της λευτεριάς στα χείλη πριν από ακριβώς 58 χρόνια… Χρέος όλων μας είναι να τιμήσουμε επάξια τον ήρωα, παραμένοντας προσηλωμένοι στο ανέκκλητο αυτό αξίωμα.





