Κι όμως, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι ζωντανοί που αντέχουν και αγωνίζονται
Ο περήφανος ελληνικός λαός δεν είναι ο πιο δυστυχισμένος της Ευρώπης
Καθάρισε το μυαλό απ’ τη μιζέρια, την απάθεια, την κατήφεια
Πέρασε κιόλας ένας ολόκληρος χρόνος από τότε που πάτησα το πόδι μου για τελευταία φορά στην Ελλάδα. Πώς πέρασε ο καιρός! Άλλαξαν κυβερνήσεις, αναθεωρήθηκαν μνημόνια, πτώχευσε και πείνασε ο λαός, έφυγε ο Σαμαράς, ήλθε ο Τσίπρας, αναδείχθηκε ο Βαρουφάκης.
Άκουα και παρακολουθούσα διάφορα για την Ελλάδα. Παρατραβηγμένες ειδήσεις, μιζέρια και εξαθλίωση, κατάθλιψη και… θάνατος. Ακόμη και εκείνο το περιβόητο «Η Ελλάδα είναι ο πιο δυστυχισμένος λαός της Ευρώπης» του πολιτικού αρθρογράφου και αναλυτή Kevin Drum, που μου την έδωσε στα νεύρα και σκέφτηκα να του απαντήσω στο blog του, αλλά μετά είπα «άσ' τον αυτόν τον ξενέρωτο Αμερικάνο που δεν ξέρει τι θα πει λεβεντιά και περηφάνια».
Ο κόσμος από την Κύπρο πηγαινοέρχεται καθημερινά στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και μου φέρνει γενικώς εμπειρίες κατήφειας, εξαθλίωσης και κατάντιας… Μέχρι που αποφάσισα να πάρω το αεροπλάνο και να πεταχτώ μέχρι την Αθήνα και να αράξω στον Πειραιά καμιά βδομάδα. Κι εκεί αναβαπτίστηκα. Και εκεί κατάλαβα πως τούτος ο λαός ποτέ δεν πεθαίνει, πως δεν γονατίζει, πως δεν πτοείται.
Αποθέματα αντοχής
Ανακάλυψα ξανά πως ο Έλληνας διαθέτει μεγάλα αποθέματα δύναμης, αντοχής, κουράγιο, θάρρος και γενναιότητα. Ακόμη κι αν κρατά στην τσέπη πέντε ευρώ, αν ψωνίζει ψωμί και τυρί, αν δουλεύει από το πρωί μέχρι το βράδυ, όπως η Γεωργία, που κάνει δημοσκοπήσεις 15 ώρες την ημέρα και παίρνει 15 ευρώ και που γνωριστήκαμε έξω από το Public του Πειραιά. Τα πτυχία της δεν μετρούν, η εμπειρία της βρέθηκε στον κάλαθο των αχρήστων.
Η Ελλάδα έχει αντιθέσεις, η Ελλάδα επιμένει και υπομένει και οι Έλληνες κρατούν ακόμη τη λεβεντιά, το χαμόγελο, τον τσαμπουκά. Βρίζουν τον Σόιμπλε, θυμούνται τη γερμανική κατοχή, ψάχνουν τροφή από τους καλάθους και ταΐζουν τα αδέσποτα σκυλιά.
Όσοι μεγάλωσαν στον Πειραιά, ανέπνευσαν τον αέρα του λιμανιού, ήπιαν καφέ στο Πασαλιμάνι και τραγούδησαν το τραγούδι της Μελίνας, ζουν και θα ζουν: «Όσο κι αν ψάξω, δεν βρίσκω άλλο λιμάνι/ τρελή να με ’χει κάνει, όσο τον Πειραιά/ Που όταν βραδιάζει, τραγούδια μ’ αραδιάζει/ και τις πενιές του αλλάζει, γεμίζει από παιδιά».
Στις γειτονιές
Κάποτε λέγαμε με τις φίλες πως θα πηγαίναμε για προσκύνημα στην Ελλάδα, εννοώντας φυσικά να «σηκώσουμε» την Ερμού και το Κολωνάκι.
Αυτή τη φορά δεν πήγα για προσκύνημα. Χάθηκα μες στις γειτονιές του Πειραιά, μίλησα με κόσμο, γνώρισα την κυρία Τασία που διατηρεί ακόμη το περίπτερό της, στα ογδόντα και βάλε χρόνια στην πλάτη της. Έζησε τη γερμανική κατοχή, μού εξηγεί τι θα πει Γερμανός, χαμογελά και δεν λυγίζει.
Γνώρισα τη Νέλη, που διάβασε αγγελία σε μια κυπριακή ιστοσελίδα και έρχεται στην Κύπρο για να βρει δουλειά.
Χάθηκα μες στους ορόφους του Public και είδα τη φιλοξενία του Έλληνα πωλητή. Ήπια τον καφέ στα συνοικιακά καφενεδάκια και κρυφάκουσα τις κουβέντες των γερόντων και της νεολαίας.
Μίλησα με τις πωλήτριες, που έχουν τη λανθασμένη εντύπωση πως οι Κύπριοι είναι γεμάτοι λεφτά, πληρώνονται με το τσουβάλι και έχουν όλοι σπίτια με πισίνες και εξοχικά στην παραλία.
Έτσι τους είπαν. Ανάπνευσα τη θετική αύρα του καταπονημένου κόσμου, που ακόμη ζει και αγωνίζεται και που του φεύγει κάποια ατάκα «ας τους πάρει όλους ο διάβολος…».
Κάποτε υπήρχε πολύ χρήμα στην αγορά, υπήρχαν δουλειές, υπήρχε ανάπτυξη. Τώρα, υπάρχει φτώχια και οικονομική εξαθλίωση. Τα πρόσωπα του κόσμου, όμως, δεν είναι όπως πέρσι. Μπορεί τα χρήματα να είναι δυσεύρετα, οι δουλειές μετρημένες, οι μισθοί πείνας, αλλά ο λαός αποδέχτηκε την κατάσταση. Μπορεί να αντιδρά, να βρίζει, να φωνάζει, να έχει άποψη αλλά είναι αξιοπρεπής!
Μιζέρια και κατήφεια
Με το που πάτησα το πόδι μου στην Κύπρο με έπιασε ένας κόμπος στον λαιμό, ένα σφίξιμο στο στομάχι, μια θολούρα στο πονεμένο μου μάτι, που βαρέθηκε πλέον να βλέπει.
Ο Κύπριος είναι μίζερος, είναι κατηφής, είναι δυστυχισμένος, είναι απαθής. Κλείστηκε στο καβούκι του, έχασε το χαμόγελο, έχασε τη χαρά της ζωής. Ποια χαρά; Εκείνη που νόμιζε πως βρήκε στα πολυτελή σπίτια, στις κοινωνικές επαφές με επώνυμους, στα ενδύματα μάρκας.
Το έγραψα πολλές φορές, και θα συνεχίσω να το γράφω. Πίστευα αφελώς πως η κρίση του 2013, εκείνο το τράνταγμα που τάραξε το νησί και που έφερε τα πάνω-κάτω, θα άλλαζε τους ανθρώπους, θα βελτίωνε τις σχέσεις, θα εμπέδωνε την αλληλεγγύη ανάμεσα στους ανθρώπους.
Τα πρόσωπα έγιναν σκυθρωπά, γιατί οι άνθρωποι ανησυχούν για εκείνα που έχασαν και εκείνα που θα χάσουν, γιατί πλέον δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, γιατί ο καθένας βλέπει το δικό του, γιατί, γιατί, γιατί…
Ανώμαλη προσγείωση
Προσγειώθηκα και πάλι στην Κύπρο και από τη δεύτερη μέρα αισθάνομαι εκείνο τον αρνητικό αέρα, εκείνη την αύρα της μιζέριας. Χαμογελώ και δεν μου χαμογελούν, έχουν τα νεύρα τους, είναι απελπισμένοι, έπαθαν κατάθλιψη γιατί άρχισαν να σκέφτονται πως θα τους πάρουν το σπίτι και το εξοχικό. Τρέχουν από πίσω τους βουλευτές και τους επώνυμους, τα κόμματα και τους παράγοντες για να βρουν δουλειά στα παιδιά τους, που επέστρεψαν από το εξωτερικό. Τίποτα δεν γίνεται. Καρφώνουν τον συνάδελφο για να επιβιώσουν οι ίδιοι.
Κι όμως, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι αξιοπρεπείς και τίμιοι. Υπάρχουν άνθρωποι που το παλεύουν, που αγωνίζονται για να κρατήσουν τις δουλειές τους, έστω κι αν τους πετσόκοψαν. Που χαμογελούν και που σκέφτονται, όπως ο Τζον Λένον, πως «Να μετράς την ηλικία σου με τους φίλους, όχι με τα χρόνια. Να μετράς τη ζωή σου με τα χαμόγελα, όχι με τα δάκρυα».
Ανοίγω το παράθυρο του γραφείου μου και μυρίζομαι το χώμα μετά τη βροχή, τα ανθισμένα λουλούδια του κήπου μου και βλέπω την άσπρη γάτα, που είναι ετοιμόγεννη, να προσπαθεί να βρει κρυψώνα για να γεννήσει.
Μακριά απ’ τους θορύβους
ΠΕΡΝΩ φωτογραφίες από το λιμάνι του Πειραιά, σαν κορνίζες για να με κρατούν δυνατή, και σκέφτομαι πως έρχονται πολλά, αλλά δεν πτοούμαι.
Ησύχασα μια βδομάδα και βάλε από τους θορύβους των οικονομικών γεγονότων, έκλεισα τα αφτιά μου στις αντιπαραθέσεις για τις εκποιήσεις και για τη θυγατέρα της Χρυστάλλας, για την αναθέρμανση των φλερτ στην πολιτική.
Καθάρισα το μυαλό μου από τη μιζέρια των μίζερων και τοξικών ανθρώπων, που δεν μπορώ να τους βλέπω ούτε ζωγραφιστούς κι ας με συγχωρήσουν, από τα στιγμιότυπα στα κανάλια με πρωταγωνιστές τους πολιτικούς και τους… παράγοντες.
Δεν αντέχω να βλέπω και να ακούω τις ατάκες που πανικοβάλλουν τον κόσμο, αλλά εκείνοι καλά την έχουν!
Ήλθε η Άνοιξη και σύντομα το Καλοκαίρι. Ευτυχώς που υπάρχει κι η θάλασσα, για να καταλαγιάζει τον θυμό και την οργή! Ευτυχώς που υπάρχει και η θάλασσα, για να χάνεσαι και να μην ακούς τη μουρμούρα και τις φανφάρες και να αναγκάζεσαι να μπαίνεις στη συζήτηση.
Αναπολώ την Ελλάδα κι ας τρώω ψωμί και ελιές και μακάρι να είχα τη δύναμη και τις αντοχές να τα έβγαζα όλα στα σφυρί, να έπαιρνα τα λίγα κι απαραίτητα και να έφευγα…
Μέτρα τη ζωή σου με τα χαμόγελα!
SigmaLive





