Συγκλονιστικά στοιχεία από τη γενοκτονία
Ένα βάρβαρο έγκλημα πολέμου στην παγκόσμια ιστορία του 20ού αιώνα, που σηματοδότησε τη βίαιη εκρίζωση της μακραίωνης, αδιάλειπτης παρουσίας του Ελληνισμού σε όλη τη Μικρά Ασία
ΚΕΝΟ δημιουργείται στην ιστορική μελέτη και καταγραφή της αντίδρασης των Ελλήνων της Κύπρου και της εδώ άφιξης και εγκατάστασης Μικρασιατών προσφύγων
Η πυρπόληση της Σμύρνης ξεκίνησε στις 14 και διήρκησε έως τις 17 Σεπτεμβρίου 1922, αποτελώντας ένα ιδιαίτερα βάρβαρο έγκλημα πολέμου στην παγκόσμια ιστορία του 20ού αιώνα και σηματοδοτώντας τη βίαιη εκρίζωση της μακραίωνης, αδιάλειπτης παρουσίας του Ελληνισμού σε όλη τη Μικρά Ασία.
Ξένοι διπλωμάτες όπως ο George Horton (Η μάστιγα της Ασίας: Εξιστόρηση της συστηματικής εξόντωσης χριστιανικών πληθυσμών από μουσουλμάνους και της ενοχής ορισμένων μεγάλων Δυνάμεων μαζί με την πραγματική ιστορία της πυρπόλησης της Σμύρνης, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2000) και δημοσιογράφοι-πολεμικοί ανταποκριτές όπως ο Rene Puaux (Οι τελευταίες μέρες της Σμύρνης, πρόλ. Θεοδόσης Πυλαρινός, Αθήνα, Κάτοπτρον, 1993) και ο Ernest Hemingway (Με υπογραφή Χέμινγουεϊ 1920-1922: Ιταλία, Βαλκάνια, Μικρασιατική καταστροφή, Αθήνα, Καστανιώτης, 2010) υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες των φρικιαστικών εκείνων ημερών και κατέγραψαν συγκλονιστικά στιγμιότυπα από τη γενοκτονία του βαθιά ριζωμένου στην ιωνική γη ελληνικού πληθυσμού.
Παρά την πλούσια, ξένη και ελληνική βιβλιογραφία για τον ξεριζωμό του Μικρασιατικού Ελληνισμού και ιδιαίτερα για τις σκηνές βαρβαρότητας που εκτυλίχθηκαν ενώπιον πολλών Ευρωπαίων «ουδέτερων παρατηρητών» επί ημέρες στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη, παρατηρείται κενό στην ιστορική μελέτη και καταγραφή της αντίδρασης των Ελλήνων της Κύπρου και της εδώ άφιξης και εγκατάστασης Μικρασιατών προσφύγων.
Μία μικρή έρευνα στο ψηφιακό αρχείο εφημερίδων του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών της Κυπριακής Δημοκρατίας επιβεβαιώνει πως οι πολυετείς ισχυροί εθνικοί, εμπορικοί και πνευματικοί/μορφωτικοί δεσμοί των Κυπρίων με τους Έλληνες της Μικράς Ασίας αναδείχθηκαν και τις ημέρες της πυρπόλησης της Σμύρνης. Οι Έλληνες της Κύπρου, με το άκουσμα της είδησης της κατάρρευσης του ελληνικού μετώπου και της έναρξης των διώξεων στην ενδοχώρα έως την καταστροφή της ιωνικής μεγαλούπολης, συγκλονίστηκαν και προσπάθησαν με όλα τα υλικά και ψυχικά αποθέματα να ανταποκριθούν στην περίθαλψη όσων «ατυχών αδελφών» κατέφθαναν στα λιμάνια του νησιού.
Συγκινητική είναι η δραματική έκκληση του Οικουμενικού Πατριάρχη Μελέτιου, με τη μορφή τηλεγραφήματος, προς τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κύριλλο για την ανάγκη «παγκυπρίου αρωγής», που φιλοξενείται στο φύλλο της ε/φ Πάφος, ημερομηνίας 8 Σεπτεμβρίου 1922: «Προς τους απανταχού Έλληνας, Πεντακόσιαι χιλιάδες χριστιανών Δυτικής Μικράς Ασίας ευρίσκονται χωρίς άρτον, χωρίς στέγην. Βοηθήσατε ταχέως διά την σωτηρίαν αυτών.
Επιτροπή υπό προεδρίαν Πατριάρχου εξ αρχιερέων και λαϊκών δέχεται έρανον πλουσίων και πτωχών. Έλληνες σώσατε τους αδελφούς σας». Οι Έλληνες της Κύπρου πράγματι ανταποκρίθηκαν ένθερμα στους εράνους που οργάνωσαν οι επιτροπείες «επί του εθνικού αγώνος», σε συνεργασία με την Αρχιεπισκοπή, τις Μητροπόλεις και τα δημοτικά συμβούλια σε αστικά κέντρα και χωριά, αρχικά για τη συλλογή χρημάτων, ειδών τροφής και ένδυσης, και στη συνέχεια για την εξεύρεση διαμονής και επαγγελματικής αποκατάστασης.
Έφθασαν στο νησί 2.400 πρόσφυγες
ΣΥΜΦΩΝΑ με στοιχεία της Βρετανικής Διοίκησης της Κύπρου, που παραθέτει ο Ανδρέας Σοφοκλέους (Κατάλογος Έκθεσης «Η Μικρασιατική Καταστροφή στις κυπριακές εφημερίδες» - Με την ευκαιρία των ογδόντα χρόνων της εθνικής τραγωδίας (1922-2002), Αίθουσα Εκδηλώσεων Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου), Λευκωσία, 20-22 Νοεμβρίου 2002), από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1922 έφθασαν από την Τουρκία στην Κύπρο 2.400 πρόσφυγες. Από αυτούς, 200 ήταν Βρετανοί υπήκοοι, 500 αρμενικής καταγωγής, 900 Έλληνες και 800 Κύπριοι υπήκοοι.
Οι Κύπριοι ήταν κυρίως έμποροι και εργαζόμενοι στη Σμύρνη, καθώς και απόγονοι εργαζομένων στην κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Κωνσταντινούπολης-Βαγδάτης από τους Γερμανούς, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Συνολικοί αριθμοί για τους Μικρασιάτες που αφικνούνταν μέχρι το 1924-1925 και παρέμειναν τελικά στην Κύπρο, είναι δύσκολο να συγκεντρωθούν, με βάση το διαθέσιμο αρχειακό υλικό και τη μέχρι σήμερα έρευνα, όπως σημειώνει ο Πρόεδρος της Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών και Γραμματέας Δ.Σ. του Συνδέσμου Μικρασιατών Κύπρου (έδρα: Λεμεσός, πρόεδρος: Μόνα Σαββίδου-Θεοδούλου) δρ Χαράλαμπος Χοτζάκογλου.
Γεγονός είναι πάντως ότι σύσσωμος ο κυπριακός Τύπος κάλυψε τις εξελίξεις πριν, κατά τη διάρκεια και τους μήνες μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, με πρωτοσέλιδα και εκτενή εσωτερικά αφιερώματα (ρεπορτάζ, ανταποκρίσεις, άρθρα γνώμης και σχόλια), ενωμένος στην ανάγκη αλληλεγγύης, παρά την έντονη διαφοροποίησή του σε φιλοβενιζελικό και φιλοβασιλικό.
Σημαντική υπήρξε η συμβολή των τότε κυπριακών εφημερίδων -«Ελευθερία», «Φωνή της Κύπρου», «Κυπριακός Φύλαξ», «Πατρίς» και «Μαστίγιον» Λευκωσίας, «Αλήθεια», «Σάλπιγξ», «Κήρυξ» και «Πειρασμός» Λεμεσού, «Νέον Έθνος» Λάρνακας και «Πάφος» Κτήματος- στην κινητοποίηση των Κυπρίων για την παραλαβή και φροντίδα των προσφύγων που κατέφθαναν από τις μικρασιατικές ακτές. Παράλληλα, οι Έλληνες της Κύπρου ασκούσαν πιέσεις για να πείσουν τη Βρετανική Διοίκηση να καταργήσει τους αυστηρούς περιορισμούς, τα βαριά χρηματικά αντίτιμα και εγγυήσεις για την ελεύθερη είσοδο των προσφύγων, ιδιαίτερα Ελλήνων υπηκόων (δινόταν άδεια εισόδου μόνο σε Βρετανούς υπηκόους, Αρμένιους και Κύπριους).
Η πολιτική της Βρετανικής Διοίκησης για την αποτροπή εισόδου Ελλήνων της Μικράς Ασίας στην Κύπρο εξηγείται σε πρώτο επίπεδο από το οικονομικό κόστος που θα συνεπαγόταν η εγκατάστασή τους στη νήσο, αλλά πιθανότατα εξέφραζε και μία βαθύτερη στρατηγική, με στόχο να μην επιτραπεί η εθνική ενίσχυση του Ελληνισμού της Κύπρου.
Οι πρόσφυγες που εισήλθαν και εγκαταστάθηκαν τελικά στην Κύπρο προέρχονταν κυρίως από περιοχές της Νότιας Μικράς Ασίας (Ικόνιο, Μερσίνα, Αλλάγια, Κυλινδρία, Αντιόχεια, Αττάλεια, Σελεύκεια, Ανεμούριο, Φιλαδέλφεια), καθώς και από τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη. Γεωγραφικά, φαίνεται πως οι πρόσφυγες διεσπάρησαν παγκύπρια, τόσο σε αστικά κέντρα όσο και στην επαρχία, παραθαλάσσια όσο και στην ενδοχώρα. Μάλιστα, αρκετοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν στο βόρειο τμήμα της Νήσου και γνώρισαν εκ νέου την απώλεια της εστίας και την προσφυγιά με την τουρκική εισβολή του 1974.
Η πρώτη διευθύντρια του Παρθεναγωγείου Λεμεσού, γνωστή λογία και ποιήτρια, με ιδιαίτερους δεσμούς με τη Σμύρνη, Πολυξένη Λοϊζιάς (για τη ζωή και το έργο της, βλ. Θεοδόσης Πυλαρινός και Γιώτα Παρασκευά-Χατζηκώστα, Πολυξένης Λοϊζιάδος τα έργα, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου, 2011) θρηνεί, στο άκουσμα της είδησης της πυρπόλησης της Σμύρνης, που σηματοδοτεί την απώλεια της Ιωνίας, της «δεύτερης κοιτίδας του ελληνικού πολιτισμού». Τοποθετείται δημόσια για τη μεγάλη εθνική συμφορά μέσα από τις σελίδες της ε/φ «Αλήθεια», ημερομηνίας 23 Σεπτεμβρίου 1922, εκφράζοντας το κυρίαρχο βαρύ πένθος των «μεμακρυσμένων τέκνων της Ελλάδος στην Κύπρο» και προσπαθώντας να εμψυχώσει την κοινή γνώμη πως ένας Μεσσίας ελληνικής καταγωγής δεν θα αργήσει να εμφανιστεί στο μέλλον...
Σημαντική θεωρώ τη διαπίστωση του ακαταπόνητου ερευνητή Ανδρέα Σοφοκλέους πως οι κυπριακές εφημερίδες της εποχής αποτελούν «αψευδείς μάρτυρες και τεκμήρια αταλάντευτα όχι μόνο για την εξέλιξη των γεγονότων, αλλά και για τα αισθήματα των Ελλήνων της Κύπρου προς τη μαχόμενη πατρίδα• συμμετέχουν στις επιτυχίες και αποτυχίες της, στον πόνο και τη χαρά της και στον αγώνα στέγασης και αποκατάστασης των προσφύγων».
Ολοκληρώνοντας τη μικρή αυτή επετειακή αναφορά, διαπιστώνεται ότι οι βαθιές ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις της Μικρασιατικής Καταστροφής σε Ελλάδα και Κύπρο, σε επίπεδο πολιτικής, στρατού και πολιτών ακόμη και στην Τουρκία, σε επίπεδο πολιτών δεν έχουν μελετηθεί ακόμη επαρκώς. Πάντως, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες στην Κύπρο -και σε όποια άλλη χώρα εγκαταστάθηκαν- εμπλούτισαν τη ζωή των εγχώριων κοινωνιών, αναδεικνυόμενοι σε φωτεινά παραδείγματα περηφάνιας, επιμονής και αντοχής, υπενθυμίζοντας ότι πρόγονοί μας αντεπεξήλθαν σε ασύγκριτα δυσχερέστερες συνθήκες, όταν διακυβεύονταν όχι απλώς η υλική ευμάρειά τους, αλλά η ίδια η ζωή τους.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΑΜΠΡΟΥ
[email protected]
Δρ σε θέματα Πολιτιστικής Πολιτικής, Διαχείρισης και Επικοινωνίας,
Σύμβουλος Τύπου & Επικοινωνίας στην Πρεσβεία της Ελλάδος στην Κύπρο