Στην εποχή όπου οι πόλεις γίνονται «τέρατα» και η ύπαιθρος εγκαταλείπεται…

Από τον θόρυβο και το άγχος της πόλης, νεαρό ζευγάρι «δραπέτευσε» στην ηρεμία και την αυτάρκεια του ορεινού, παραδοσιακού χωριού

ΤΟ ΧΩΡΙΟ αποτελεί ιδιοκτησία του Τμήματος Αρχαιοτήτων και από το 1978 έχει κηρυχθεί ολόκληρο σε «Αρχαίο Μνημείο» και «Ελεγχόμενη Περιοχή


O 42χρονος Γιώργος Τρακοσιής, μας υποδέχτηκε χαμογελαστός στο ξωπόρτι του παλιού, χωριάτικου σπιτιού στον πυρήνα του παραδοσιακού ορεινού χωριού Φυκάρδου, σε απόσταση 40 περίπου χιλιομέτρων από τη Λευκωσία, όπου εγκαταστάθηκε μαζί με την αρραβωνιαστικιά του Εβίτα τον τελευταίο ενάμισι χρόνο, αποφασισμένος να ακολουθήσει το εναλλακτικό μοντέλο ζωής που ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία, στις ανάγκες και στις επιθυμίες του: Μακριά από τον θόρυβο και το καυσαέριο της πόλης, μακριά από εξοντωτικά ωράρια υπαλληλικής εργασίας που αλλοτριώνουν και φθείρουν την ψυχή, κοντά στη φύση και κοντά στον εαυτό του.

Λιγότερα έξοδα, ποιοτική καθημερινότητα

Δουλεύοντας και οι δύο freelance στον χώρο της διαφήμισης και απελευθερωμένοι από την καθημερινή ρουτίνα του οκτάωρου - και βάλε -, αφιερώνουν χρόνο στον κήπο που έφτιαξαν σε δυο-τρία σημεία κοντά στην ενοικιαζόμενη κατοικία τους, όπου καλλιεργούν όλων των ειδών λαχανικά. Η διατροφή τους αποτελείται βασικά από ό,τι φυτεύουν στην αυλή τους - ντομάτες, αγγουράκια μελιτζάνες, μαρούλι, ρόκα, πιπεριές, ακόμα και πεπόνια, καλαμπόκι, κολοκυθάκια, παντζάρια, καρότα, ραπανάκια, φασόλια, γλιστρίδα, μαϊντανό και άλλα πολλά είδη λαχανικών.

Όπως μας εξήγησε ο Γιώργος, η φροντίδα του κήπου συνίσταται σε μια ώρα περίπου καθημερινής ενασχόλησης για να ποτίσει τις καλλιέργειές του, ενώ βέβαια δεν χρησιμοποιεί οποιαδήποτε φυτοφάρμακα.
«Όλα τα λαχανικά της σαλάτας που τρώμε, προέρχονται από την αυλή μας», μας είπε. «Μπορεί να μην έχουμε πολλά λεφτά, αλλά έχουμε να φάμε!

Σημειώστε ότι ήρθαμε στο Φυκάρδου, πριν την κατάρρευση των τραπεζών. Κάναμε την επιλογή μας αυτή, να φύγουμε από την πόλη, όχι λόγω της οικονομικής κρίσης, αλλά έτσι κι αλλιώς, βοηθά το ότι ενοικιάζουμε αυτό το σπίτι με τους άνετους χώρους για 250 ευρώ, που είναι και το πιο σοβαρό μας έξοδο, έχουμε δωρεάν ύδρευση, ενώ έχω και δωρεάν Ιντερνετ, με την άδεια του ιδιοκτήτη του εστιατορίου. Γενικά, προτιμώ να έχω λιγότερα έξοδα και να δουλεύω λιγότερο».

«Εδώ νιώθω ολόκληρος»…

Ο Γιώργος, μας είπε ότι σκεφτόταν για αρκετό καιρό με την αρραβωνιαστικιά του, αυτή τη μετακίνηση στην ύπαιθρο. «Ζούσαμε σε διαμέρισμα στη Λευκωσία, ένα μονάρι στον πρώτο όροφο, που δεν είχε ούτε μπαλκόνι», παρατήρησε. «Δεν είχαμε χώρο να φυτέψουμε το φαΐ που θέλαμε.

Η Εβίτα, που κατάγεται από τη Λετονία, είναι συνηθισμένη σε αυτό το είδος διαβίωσης, δηλαδή στα χωριά τους, οι συμπατριώτες της ζουν σχεδόν αποκλειστικά, από τα ζώα που εκτρέφουν και τα προϊόντα που παράγουν οι ίδιοι στην αυλή τους. Εξάλλου, εγώ και οι δύο αδελφές μου, μεγαλώσαμε μεταξύ Κύπρου, όπου ζούσε η μητέρα μας και Ζιμπάμπουε, όπου ζούσε ο πατέρας μας.

Στη Ζιμπάμπουε, στην πόλη Gewru, είχαμε φάρμα με αγελάδες, όπου και μάθαμε να αγαπούμε τα ζώα και τη φύση - μετά από 57 χρόνια παραμονής στη Ζιμπάμπουε, ο πατέρας μας επέστρεψε πριν λίγους μήνες στο χωριό του την Αθηένου, αφότου η κυβέρνηση της χώρας πήρε τη γη όλων των λευκών.

Τη μητέρα μας τη χάσαμε πριν 14 χρόνια από καρκίνο κι αυτός είναι ένας λόγος που επιμένουμε στην υγιεινή διατροφή, αφού αυτή η ασθένεια έχει σχέση και με τη διατροφή. Αποφασίσαμε λοιπόν να φύγουμε από τη Λευκωσία, να έρθουμε εδώ στο βουνό, με τα σκυλιά μας και είμαστε ευτυχισμένοι που βρήκαμε το σπίτι με όλους αυτούς τους χώρους, όπου η Εβίτα δημιούργησε το στούντιό της για να φτιάχνει χειροποίητα αντικείμενα (art and crafts), που τα πουλά on line, στο διαδίκτυο».

Ο Γιώργος, μας μίλησε με ενθουσιασμό για τα καλοκαιρινά ηλιοβασιλέματα ανάμεσα στα υψώματα γύρω από το χωριό. Τον ρωτήσαμε αν υπάρχει τώρα, σημαντική διαφορά στη ζωή του, από αυτή την αλλαγή, που επιδίωξε. Η απάντησή του ήταν λακωνική και αυθόρμητη: «Στη Λευκωσία ένιωθα ότι κάτι μου έλειπε…Εδώ νιώθω ολόκληρος»…

Ο γυρισμός στο πατρικό σπίτι

Ουσιαστικά ένας γυρισμός στο πατρικό σπίτι, ήταν η εγκατάσταση του 47χρονου Νίκου Στυλιανού και της μητέρας του Χρυσούλας, πριν 4 χρόνια, στο Φυκάρδου. Μαζί με τον Γιώργο και την Εβίτα, είναι τα μοναδικά τέσσερα άτομα που κατοικούν μόνιμα στον πυρήνα του χωριού. Το σπίτι αυτό ανήκε στον παππού του, από την πλευρά του πατέρα του και είναι περίπου 200 χρόνων, όπως υπολογίζει. Τον Νίκο, που προηγουμένως κατοικούσε στο Επισκοπειό, έφεραν εδώ κάποιες συγκυρίες, όπως μας είπε, εννοώντας το διαζύγιό του.

Μας είπε ότι έχει ένα γιο 20 χρόνων, που «ελάχιστες φορές» τον επισκέπτεται στο Φυκάρδου. Ο Νίκος Στυλιανού εργάζεται ως υπάλληλος του Κοινοτικού Συμβουλίου του χωριού, ενώ συμπληρώνει το εισόδημά του εκτρέφοντας «βιολογικά» και «οικολογικά» κοτόπουλα και κουνέλια, χωρίς τη χρήση συνθετικών φαρμάκων. Φυσικά, καλλιεργεί κι αυτός, όπως ο Γιώργος, τον δικό του λαχανόκηπο.

Μας είπε ότι δεν απουσιάζει σχεδόν ποτέ από το χωριό, αφού το απαιτεί η καθημερινή του εργασία και η ανάγκη να φροντίζει την άρρωστη μητέρα του. «Μερικές φορές η μοναξιά είναι αισθητή, ιδιαίτερα το χειμώνα», εκμυστηρεύτηκε, «αλλά έχουμε συχνά επισκέψεις ξένων τουριστών τις καθημερινές και Κυπρίων τις Κυριακές. Όμως ζούμε σε ένα από τα πιο όμορφα χωριά της Κύπρου, έστω κι αν έχει ερημώσει κι αυτό είναι αρκετή ανταμοιβή».

Κίνητρα για νεαρά ζευγάρια

Να σημειώσουμε ότι το Φυκάρδου, που έχει εγκαταλειφθεί εδώ και πολλά χρόνια από τους κατοίκους του, είναι παραδοσιακός οικισμός και βρίσκεται κτισμένο σε νοτιοανατολική πλαγιά του Τροόδους, σε κοντινή απόσταση από το επίσης παραδοσιακό χωριό Λαζανιά και από το Μοναστήρι της Παναγίας του Μαχαιρά. Το χωριό αποτελεί ιδιοκτησία του Τμήματος Αρχαιοτήτων και από το 1978 έχει κηρυχθεί ολόκληρο σε «Αρχαίο Μνημείο» και «Ελεγχόμενη Περιοχή». Το Φυκάρδου δηλώθηκε από το κράτος, ως υποψήφιο Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.

Όπως μας είπε ο κοινοτάρχης Σοφοκλής Μαρκίδης, το χωριό έχει τώρα 32 εγγεγραμμένους ψηφοφόρους, μόνιμους κάτοικους, σε όλη την επικράτεια της κοινότητας, που είναι περίπου 6,5 τετραγωνικά χιλιόμετρα.

Πρόσθεσε τα εξής: «Το Φυκάρδου έχει πληγεί σκληρά από την αστυφυλία, εδώ και 50-60 χρόνια. Πρέπει να γίνει μεγάλη προσπάθεια για επιστροφή νεαρών ζευγαριών στο χωριό και να δοθούν πολλά κίνητρα. Πρέπει να λειτουργήσει σχολείο, αφού τα νέα ζευγάρια θέλουν να κάνουν παιδιά, να υπάρχει φαρμακείο, σουπερμάρκετ, όπως και η δυνατότητα για παροχή ιδιαίτερων μαθημάτων στα παιδιά.

»Θα μπορούσε το κράτος να απαλλοτριώσει ακατοίκητη και ακαλλιέργητη γεωργική γη, που είναι τώρα ανεκμετάλλευτη, σε συγκεκριμένες περιοχές, ώστε να γίνει οικιστική εκμετάλλευση, με ηλεκτροδότηση, υδροδότηση και προσέλκυση νέων ζευγαριών. Αλλά, χρειάζεται βέβαια, πολλή πολιτική βούληση. Αν δεν γίνουν αυτά, η ύπαιθρος θα παραμείνει αποκλειστικά το σπίτι των ανθρώπων της τρίτης ηλικίας, μια περιοχή των γέρων και ένας σταθμός πριν το θάνατο. Προσωπικά, προσπαθώ να φέρω νέα παιδιά πάνω στο χωριό, αλλά το λογικό ερώτημα που θέτουν, είναι “πού να δουλέψουμε και τι να κάνουμε;”.

»Το κράτος πρέπει να αποφασίσει να στηρίξει τον πρωτογενή και δευτερογενή παράγοντα της οικονομίας, με εκσυγχρονισμό της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, όπως γίνεται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Δυστυχώς στην Κύπρο, προτιμήσαμε την εύκολη λύση, με πρωτόγονες εγκαταστάσεις στη γεωργία - κτηνοτροφία και με εκμετάλλευση μεταναστών, μέσα σε συνθήκες μπανανίας…λάθη που τώρα πληρώνουμε...».