Κι όμως δεν είσαι μόνος… Την ομορφιά της ζωής θα την τρυγήσεις στους καρποφόρους αμπελώνες της νεότητας

Ο ταπεινός ασκητής θα σε ανασηκώσει, θα σου εμπνεύσει την παραμυθητική, χριστιανική αγάπη, την έμπρακτη, την αδιάλειπτα δρώσα, και θα σε οδηγήσει στο ξέφωτο της γαληνεύουσας ζωής

ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΙ μικροπολιτικοί, οι σύγχρονοι κοτζαμπάσηδες, οι συνδικαλιστές, οι τραπεζίτες, μια συνάφεια αθεράπευτων οιδημάτων


Ένα παιδί δεκατεσσάρων χρόνων, λαβωμένο, καταμεσής της γης, προς τα που να ατενίσει το αμήχανο βλέμμα, κατά που να καταθέσει τα θρύψαλα της ψυχής του, της θρηνούσης επί των ερειπίων, της καρδιάς αποτεφρωμένης στην κάμινο της ανοικτίρμονος, της άπονης παραφροσύνης. Η νεκρωθείσα μητέρα οδύρεται και σπαράττεται «βλέπουσα την σφαγήν την άδικον». Μέσα στην οδυνηρή απόγνωση μονολογείς: Έμεινα μόνος μου στη ζωή.

Η αγνότητα της ζωής, το ανέμελο κοριτσάκι, το μυρωμένο για τη ζωή, υφαρπάζεται δολίως υπό του Άδου. Η ένσαρκος ζωή της νιότης ενταφιάζεται στην πιο γλυκιά της ώρα, με ακρωτηριασμένα το σώμα και την ψυχή.

Μια εικόνα τραγική, που καθημερινά ξεπερνά τα σύνορά μας. Άραγε και ο Θεός, ο πολυεύσπλαγχνος και οικτίρμων απολησμόνησε το ευγενέστερο και το θείο δώρο της δημιουργίας του, εκείνα τα γλυκόηχα ακούσματα της παιδικής φωνής.

Μπορεί να μη μας ακούει κανείς. «Τόσο λίγοι έχουν φως», γράφει ο Γιώργος Σεφέρης, ο αείποτε οδυνώμενος για τον Ελληνισμό της Ιωνίας, και υμνωδός του «ελληνικού θαύματος» στην Κύπρο. Μνήμες θλιβερές, για ένα κόσμο εκπεσόντα, το δικό μας κόσμο… Κι όμως δεν είσαι μόνος… Την ομορφιά της ζωής θα την τρυγήσεις στους καρποφόρους αμπελώνες της νεότητας. «Τον Θεό θα τον βρεις μονάχος σου…», μας εμψυχώνει ο ζωογόνος πνευματικός Χρήστος Γιανναράς.

Ποιο το βάθος, το απροσμέτρητο, τούτης της παραινετικής ρήσης; Μη λιποψυχήσεις… Προχώρησε και η σταυρική μοναξιά θα ’ναι πρόσκαιρη. Ανηφόρισε τα βήματά σου σ’ ένα απέριττο ξωκκλήσι. Εκεί θα ανταμώσεις τον Θεό στο πρόσωπο του ξώμαχου λευίτη, του κοσμούντος το επίμοχθο φορτίο της ιεροσύνης με την ευπρέπεια, την ταπεινοφροσύνη, τη λιτότητα. Της ιεροσύνης της ασυμφιλίωτης με τον οικονομικό υλισμό, την πονηρή εκκοσμίκευση, αλλά και της ιεροσύνης της βιωματικά, και όχι ρητορικά, συμπάσχουσας με τον ανθρώπινο πόνο, θεομητορική θαλπωρή στις αναζητήσεις, στις αγωνίες, και στις αιμάσσουσες ψυχές των νέων.

Ο ταπεινός ασκητής θα σε ανασηκώσει, θα σου εμπνεύσει την παραμυθητική, χριστιανική αγάπη, την έμπρακτη, την αδιάλειπτα δρώσα, και θα σε οδηγήσει στο ξέφωτο της γαληνεύουσας ζωής. Μην ακούς τις Σειρήνες της ματαιοδοξίας, τις ηχηρές προσωνυμίες μιας επίπλαστης «αγιοσύνης»…Εκεί στην Εγκλείστρα του Αγίου Νεοφύτου, στο ασκητικό ερημητήριο, θα βρούμε μονάχοι μας το Θεό…

«Τον νέο τον καταλαβαίνουμε τόσο μόνο, όσο τον ζούμε…Τούτο είναι το πρώτο και έσχατο αθλοθέτημα της ζωής μας». Σε τούτη την επιγραμματική σκέψη συμπυκνώνεται το ανθρώπινο πρόσωπο της ελληνικής Παιδείας. Σκέψεις ουσιώδους παιδευτικής αγωγής, και ουχί ανούσιας ρητορικής θεωρητικολογίας, από τον αλησμόνητο δάσκαλό μου Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο, στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στη φιλοσοφική και παιδαγωγική του σκέψη ενσαρκώνεται η άφθαρτος και η αγήρατος πνευματικότητα!...

Το ταξίδι στη ζωή δεν τελείωσε. Ο δάσκαλος με την πλατωνική σκέψη, σε καθοδηγεί και σε εναποθέτει στον ιερό χώρο του σχολείου. Εδώ σε προσμένει με αυταπάρνηση και αγάπη ανείπωτη ο εκπαιδευτικός, ο αφανής καλλιεργητής συνειδήσεων. Και είναι ο δάσκαλος ο μοναχικός αποδέκτης των αστείρευτων ψυχικών αναζητήσεων των νέων, ο δάσκαλος, η ζώσα και επαγρυπνούσα συνείδηση επούλωσης των επώδυνων, νεανικών τραυμάτων, των ορατών και μη ορατών, αντλώντας ο ίδιος δυνάμεις από τις αξίες της αρχαίας και της νεοελληνικής γραμματείας, της πονηρά συρρικνωθείσας και εξοβελισθείσας από την Παιδεία.

Έπρεπε να προετοιμαστεί το έδαφος του εθνικού εκφυλισμού, της ηθικής, και της πνευματικής άλωσης του Ελληνισμού. Φρόντισαν οι τεχνοκράτες, οι μαθητεύσαντες στην ανατολική και στη δυτική υποκουλτούρα, με συνταγές άψυχες και πομπώδεις, στοχεύοντας στη δημιουργία ασύδοτων τεχνοκρατών που κατατρώγουν ως τρωκτικά τα θεμέλια της κοινωνίας και τους θεσμούς που τη συγκροτούν. Κιόλας γευόμαστε τους πικρούς καρπούς…

Φαντάζει ωραίο και αναπόφευκτο το ξάνοιγμα στο ανοικτό πέλαγος της ανοχύρωτης πανανθρώπινης συναδέλφωσης, και της τεχνοκρατίας, που πρώτιστη έγνοια της είναι ο παράσιτος οικονομικός πλουτισμός, και σε δεύτερη μοίρα ο άνθρωπος. Όμως σαν αφυπνιζόμαστε από τα πολύμορφα καρκινώματα του εφιαλτικού εγκλήματος, όπως ο οικονομικός υπόκοσμος, η οικογενειακή και η κοινωνική αποσύνθεση, τότε παροδικά ίσως συνειδητοποιούμε, ότι πουλήσαμε την ψυχή μας στο διάβολο για την ανήθικη κερδοσκοπία, για τον αλόγιστο, τον ασύδοτο και υβριστικό νεοπλουτισμό, μιας καταγέλαστης επιδειξιομανίας. Το τίμημα, το κόστος που πληρώνουμε ως κοινωνία, χαώδης άβυσσος… Και η ειρωνεία! Επικαλούμαστε τους ψυχολόγους και τους κοινωνιολόγους, για να ερμηνεύσουν την κοινωνία των απανθρώπων… και να αξιολογήσουν τα αίτια της εθνικής συρρίκνωσης…

Οι Έλληνες κατατείνουμε, λοιπόν, δήθεν απρόσμενα, να γίνουμε μειονότητα!...

Αγαπημένε μου μαθητή. Προσωπικά δε σε γνωρίζω. Όμως σε έζησα, στο πρόσωπο των νέων, τριαντατέσσερα ολάκερα χρόνια, ως απλός υπηρέτης της ελληνικής Παιδείας, ως νοερός θεατής, δρώσα παρουσία, στο θέατρο της Σαλαμίνας, των Σόλων και της Επιδαύρου…Ευτυχείς και προνομιούχοι οι μαθητεύσαντες στην κλασική Παιδεία. Η μαγιά της ελληνικής παράδοσης, απλόχερα και αιώνια, καρποφορεί και χαλυβδώνεται, γιατί συνταιριάζει, αρμονικά, την πειθαρχία με το δίκαιο, το μέτρο με την ανθρωπιά. Είναι μια μουσική σύνθεση αξιών: της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της ευψυχίας, της φιλίας.

Δεν έμεινες μόνος…Ταξίδεψε με το όνειρο και τη φαντασία της νιότης στο απάνεμο λιμάνι της Αμμοχώστου, εκεί όπου ο φλοίσβος των κυμάτων συλλειτουργεί με τον απόηχο της φωνής της «ελληνικωτάτης», κατά τον Ισοκράτη, Σαλαμίνας. Εκεί ο Γρηγόρης Αυξεντίου σε προσμένει με αδημονία, σε ένα θεόσταλτο αγκάλιασμα γονικής αγάπης. Και νοερά θα σε ταξιδέψει στα παλιά, στο δικό του κόσμο, της ανθρωπιάς, της φιλίας, της ελευθερίας. Θα σου πει απλά, ότι ο πατριωτισμός είναι βίωμα, πράξη ζωής, και όχι από καθέδρας λόγοι.

Και τότε θα ανδρωθείς, υμνολογώντας, με τον ήρωα, την ομορφιά της ζωής, και θάναι τούτος ο ύμνος ένα αξιέραστο εθνικό εωθινό:

Ήταν άνοιξη τότες. Καθόμασταν άκρη-άκρη στο λιμάνι της Αμμόχωστος, και ξέρω τώρα-δεν τόξερα τότες-ήταν όμορφη η ζωή… ήταν όμορφα τα στάχυα, τα κίτρα, τ’ αμπέλια, τα σπίτια, τα κα?κια…Σκιές γλάρων περνούσαν πάνω από την προκυμαία…κι έτσι όπως κουβεντιάζαμε, τρεις παλιόφιλοι… νιώθαμε πως οι γλάροι ήταν απάνω μας και πίναμε μαζί με τον καφέ κάτι απ’ τη φευγαλέα σκιά των γλάρων, μια γέψη απλοχωριάς, φιλίας και ελευθερίας… (Γιάννης Ρίτσος, «Αποχαιρετισμός», ένας ύμνος στη ζωή).

Μέσα σε τούτο το όμορφο οδοιπορικό, στη σκιά του σκοτεινού ορίζοντα, θα ακούσεις τους «φιλοσόφους» να συναγελάζονται, να συσκέπτονται σε ευωχούμενα συμπόσια, να οχλοβοούν περί εποχούμενων ίππων, επιφανειακά να αλληλολοιδορούνται…Θα ακούσεις άπειρα τραγελαφικά!... Μην απορήσεις…Είναι οι διαχρονικοί μικροπολιτικοί, οι σύγχρονοι κοτζαμπάσηδες, οι συνδικαλιστές, οι τραπεζίτες, μια συνάφεια αθεράπευτων οιδημάτων. Είναι οι «υπεύθυνα επαγρυπνούντες», οι θεσμοθετούντες, «επάξια»!, οι «θεματοφύλακες» της οικογένειας, των θεσμών, της χρηστής διοίκησης, της πολιτιστικής κληρονομιάς…

«Ασ’ τους να τρώγουνται και ν’ ανεμοδέρνουνται», συνωθούμενοι στα τηλεοπτικά παράθυρα, κουρασμένοι αχθοφόροι. Τουλάχιστο τα «Παράθυρα» να ’ταν Καβαφικά! Ίσως να υπήρχε ελπίδα… Αγνόησέ τους… προσπέρασέ τους…Δεν τους αγγίζουν οι ασίγαστες ενοχές ακόμα και η θεϊκή Νέμεση τούς αποστρέφεται…

Ακόμα και να τους οικτείρεις, είναι περίσσευμα μεγαλοσύνης και ανεκτικότητας…Μόνο συμβούλευσέ τους, παρηγορητικά!, ότι είναι πιο εύκολο, ανάμεσά τους και ανάμεσά μας, να ανακαλύψουν, τάχιστα!, όχι πόσοι και ποιοι ενέχονται, στα ανίερα οικονομικά και θεσμικά εγκλήματα, αλλά πόσοι και ποιοι ΔΕΝ ενέχονται! Πόσο ανεπαρκείς σταθήκατε απέναντι στο ηθικό και το αγωνιστικό εύρος της νιότης του 55-59…αλλά και τι ανήκουστο κληροδότημα αφήνετε στους νέους της αυριανής γενιάς.

Είμαστε δίπλα σου…

ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ μου μαθητή δεν είσαι μόνος στη ζωή. Είμαστε δίπλα σου, οι δάσκαλοί σου, οι καθηγητές σου, όσα ακόμα ζωντανά κύτταρα της κοινωνίας αντιστέκονται στα καρκινογόνα κατασκευάσματα. Εξάλλου αντέχεις, γιατί έχεις «χοντρές ελληνικές κοκάλες», ίδιες με τον Γρηγόρη Αυξεντίου, τον Σαλαμίνιο Ευαγόρα, τον Κίμωνα τον Αθηναίο. Κι ας τους, τους μηδίζοντες, τους αφελληνισμένους, να μιλάνε για κοινή πολιτισμική παράδοση με τους αλλόφυλους… «αλίμονο στην Ελλάδα που γέμισε όλη την Ευρώπη τουλίπες», γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης.

Φίλε μαθητή μου, δεν έμεινες μόνος στη ζωή. Δεν είμαστε μόνοι…η θεομητορική και η ανθρώπινη θαλπωρή, όπως και το ανθρώπινο πρόσωπο του διαιώνιου ελληνισμού, δεν έχουν αρχή, αλλά δεν έχουν και τέλος. Τον Θεό τον βρήκαμε μόνοι μας!... «Ο ασκητής δε βλέπει αμέσως το φως».

Σίγουρα τούτη η πνευματική και ψυχική οδοιπορία ήταν άχθος άφατο, ασύλληπτο, ψυχοφθόρο, αλλά ανεκτίμητο και ψυχοσωτήριο το κέρδος της διαλογικής και εμψυχωτικής συνομιλίας με τη νιότη. Τα άψυχα πνευματικά κατασκευάσματα, οι συσκευασμένες συνταγές είναι για να «κοσμούν» τους παπύρους… για να συμπληρώνουν τις βουβές βιβλιοθήκες!... Ως κατακλείδα ας εγκύψουμε, με αγάπη γονική, στην παραίνεση του μεγάλου δασκάλου: Τον νέο τον καταλαβαίνουμε τόσο μόνο, όσο τον ζούμε…Τούτο είναι το πρώτο και έσχατο αθλοθέτημα της ζωής μας.

ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. ΠΑΠΑΝΕΑΡΧΟΥ
Φιλόλογος, συγγραφέας