Οι δικαστές μίλησαν για φρίκη και αποτροπιασμό αναφερόμενοι στο αδίκημά του
Ο ιερέας, από χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, είχε κριθεί στις έξι του μήνα ένοχος για τον βιασμό της 26χρονης ανεψιάς του
«Θα είμαστε αυστηροί και θα κόψουμε το σάπιο από την Εκκλησία της Κύπρου», ανέφερε χθες στη «Σημερινή» ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Β’, σχολιάζοντας τη χθεσινή καταδίκη ιερέα, από χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, σε δέκα χρόνια φυλάκιση για τον βιασμό της 26χρονης ανεψιάς του, αλλά και τις άλλες δύο καταδίκες ιερέων, μια για ασέλγεια σε βάρος ανήλικης και μια καταδίκη για ναρκωτικά. «Είναι γεγονός ότι δεν είχαμε στο παρελθόν τέτοια κρούσματα και τώρα που προέκυψαν αυτά, θα τα αντιμετωπίσουμε με αυστηρότητα», τόνισε ο Μακαριότατος. Ερωτηθείς αν η Σύγκλητος προτίθεται να αναθεωρήσει τη διαδικασία αξιολόγησης των ιερέων, ο Αρχιεπίσκοπος απάντησε ότι η Εκκλησία «δεν έχει μαντικές ικανότητες» και ότι «δεν μπορεί να δει το τι έχει μέσα στην καρδιά του ο κάθε άνθρωπος».
«Δεχόμαστε τα λεγόμενα του κάθε ανθρώπου. Αν δεν καταγγελθεί, δεν έχουμε άλλον τρόπο να εξεύρουμε το σάπιο», επισήμανε ο Μακαριότατος. Ερωτηθείς για το μέλλον του καταδικασθέντα ιερέα στην Εκκλησία, σημείωσε ότι αυτό θα εξαρτηθεί από την απόφαση της Συγκλήτου.
«Φρίκη και αποτροπιασμός»
Χθες, το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας ανακοίνωσε ποινή φυλάκισης ύψους δέκα ετών στον ιερέα, από χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, που είχε κριθεί στις έξι του μήνα ένοχος για τον βιασμό της 26χρονης ανεψιάς του.
«Ο κατηγορούμενος δεν είναι μόνο ο θείος της παραπονούμενης. Είναι ιερέας. Το γεγονός δε ότι ένα τέτοιο άτομο, χωρίς οποιονδήποτε ενδοιασμό, προέβη στις ακατονόμαστες πράξεις που περιγράψαμε, εκμεταλλευόμενος σεξουαλικά την ανεψιά του, μόνο φρίκη και αποτροπιασμό μάς προκαλεί. Ο κατηγορούμενος, αντί να λειτουργήσει ως θείος που νοιάζεται και φροντίζει την ανεψιά του, η οποία -όπως και ίδιος πολύ καλά γνώριζε- ήταν ένα άτομο ταλαιπωρημένο, προερχόμενο από μια διαλυμένη οικογένεια και η οποία βίωσε από πολύ μικρή ηλικία αρκετά προσωπικά, οικογενειακά και οικονομικά προβλήματα, επέλεξε συνειδητά να ικανοποιήσει τις διεστραμμένες ορέξεις και ορμές του και τα ανώμαλα ένστικτά του», ανέφεραν οι δικαστές κατά την ανακοίνωση της ποινής του, προσθέτοντας:
«Το τραγελαφικό δε της όλης υπόθεσης είναι ότι της παρουσιάσθηκε ως άτομο στο οποίο θα μπορούσε η παραπονούμενη να στηριχθεί και να έχει μια πιο ήρεμη ζωή. Και αφού διέπραξε την ειδεχθή πράξη του βιασμού, συνέχισε τις ημέρες που ακολούθησαν, και μέχρι το στάδιο που η παραπονούμενη πήρε το κουράγιο και το θάρρος να τον καταγγείλει στην Αστυνομία, να την απειλεί και ταυτόχρονα να τη λασπολογεί σε διάφορους κύκλους, προκαλώντας της μια έντονα ψυχοφθόρα κατάσταση, στα πλαίσια μιας άνευ προηγουμένου εκστρατείας του να την αποτρέψει από του να αποκαλύψει σε οποιονδήποτε το τι είχε συμβεί».
Πάσχει από ψυχοτραυματικό στρες
Οι δικαστές τόνισαν, επίσης: «Δεν διαφεύγει, επίσης, της προσοχής μας ότι, με βάση τη μαρτυρία της ψυχολόγου κ. Χριστοφή, η παραπονούμενη παρουσιάζει έντονο άγχος, θλίψη, επεισόδια ψυχικής κατάρρευσης με έντονο κλάμα, σύγχυση στο να ειπωθούν τα γεγονότα με ακριβή χρονική τοποθέτηση, παραμέληση της φροντίδας εαυτού και προβλήματα ύπνου. Προστίθεται δε ως σημαντικό στοιχείο η ανάγκη της παραπονούμενης για κοινωνική αποδοχή. Με βάση δε τα πιο πάνω συμπτώματα, είναι η κατάληξη της κ. Χριστοφή στην έκθεσή της ότι διαπιστώνεται η ύπαρξη ''διαταραχής μετά από ψυχοτραυματικό στρες''.
Διαταραχή η οποία προκύπτει μετά από ένα ακραίο τραυματικό γεγονός το οποίο το άτομο έχει βιώσει, όπως είναι ένας βιασμός. Είναι εμφανές λοιπόν ότι η συμπεριφορά του κατηγορουμένου έχει, δυστυχώς, αφήσει ανεξίτηλα τραύματα στον ψυχισμό της παραπονούμενης, τα οποία αποτελούν ακόμη ένα επιβαρυντικό στοιχείο στην παρούσα υπόθεση και δείχνουν το μέγεθος της σοβαρότητας του αδικήματος». Για σκοπούς μετριασμούς της ποινής, λήφθηκαν, μεταξύ άλλων, υπόψη οι προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου, οι επιπτώσεις της φυλάκισής του στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας και το λευκό ποινικό μητρώο.
Το χρονικό του εγκλήματος
Ο ιερέας είχε κριθεί ένοχος στο αδίκημα του βιασμού σε βάρος της 26χρονης ανεψιάς του στις 6 Φεβρουαρίου. Το δικαστήριο έκρινε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της παραπονούμενης, ενώ το γενετικό υλικό του κατηγορουμένου εντοπίστηκε στο σεντόνι που παρέλαβε η Αστυνομία από το κρεβάτι του βιασμού. Το έγκλημα διαπράχθηκε σε άγνωστη ημερομηνία περί τα τέλη Μαΐου μέχρι αρχές Ιουνίου 2013 σε χωριό της Επαρχίας Λευκωσίας, με την 26χρονη να προβαίνει σε καταγγελία στην Αστυνομία, στις 11.6.2013.
Η παραπονούμενη έδωσε στην Αστυνομία δύο καταθέσεις τις οποίες υιοθέτησε ενώπιον του δικαστηρίου ως μέρος της κύριας εξέτασής της.
Η 26χρονη, από το 2005 πήγε στη Λευκωσία όπου σπούδασε και στη συνέχεια παρέμεινε για εργασία, μέχρι τα μέσα Μαΐου 2013. Τότε έλαβε τηλεφώνημα από τον αδελφό του πατέρα της, τον ιερέα της κοινότητας και κατηγορούμενο στην υπόθεση, ο οποίος της ζήτησε αν μπορούσε να βοηθήσει τον πατέρα της που ήταν άρρωστος. Η παραπονούμενη, αφού ήρθε την επόμενη μέρα στο χωριό και διαπίστωσε την κατάσταση του πατέρα της, αποφάσισε να μείνει για να μπορεί να τον βοηθά. Σύμφωνα με τη μαρτυρία, αποδέχθηκε την πρόταση του κατηγορουμένου να της παραχωρήσει προσωρινά διαμονή στο καραβάνι που είχε στο χωριό, χωρίς οποιαδήποτε επιβάρυνση.
Η παραπονούμενη εγκαταστάθηκε λοιπόν στο καραβάνι, στο οποίο πήγαινε το βράδυ για ύπνο και το μεσημέρι για ντους, ενώ τις υπόλοιπες ώρες βρισκόταν στο καφενείο του πατέρα της και τον φρόντιζε. Μετά από δύο εβδομάδες διαμονής της στο καραβάνι και παρόλο που είχε συμφωνηθεί να μένει μόνη σ' αυτό η παραπονούμενη, ο κατηγορούμενος ερχόταν και κοιμόταν κι αυτός τα βράδια εκεί σε άλλο δωμάτιο με τη δικαιολογία ότι θα ξυπνούσε πρωί να πάει στο κοπάδι του. Όταν ξυπνούσε το πρωί η ώρα 05:00, ερχόταν στο δωμάτιο της παραπονούμενης και τη σκουντούσε να ξυπνήσει ενώ άλλες φορές της χάιδευε το κεφάλι και της φώναζε να ξυπνήσει για να πάει στο καφενείο. Τότε η παραπονούμενη πίστευε ότι ο κατηγορούμενος την αγαπούσε σαν κόρη του, όπως εξάλλου της έλεγε κι ο ίδιος, χωρίς το μυαλό της να πηγαίνει στο πονηρό.
Έπεσε ολόκληρος πάνω της…
ΠΕΡΙ τα τέλη Μαΐου 2013, μεσημέρι, η παραπονούμενη πήγε στο καραβάνι για να κάνει ντους, σκοπεύοντας στη συνέχεια να επιστρέψει στο καφενείο. Βγαίνοντας από το ντους, με το μπουρνούζι της, είδε τον κατηγορούμενο μπροστά της, στο σαλόνι. Αμέσως αυτή πήγε στο δωμάτιό της και, αφού πρόλαβε και φόρεσε το νυχτικό της, ο κατηγορούμενος ήρθε στο δωμάτιό της φορώντας το μποξεράκι του και από πάνω ένα πουκάμισο μισάνοιχτο. Κάθισε δε δίπλα της στο κρεβάτι και άρχισε να της μιλά για γυναίκες και για φιλενάδες που είχε και γενικώς της έλεγε κουβέντες σεξουαλικού περιεχομένου. Τότε, όπως αναφέρεται στην απόφαση, «η παραπονούμενη αντιλήφθηκε ότι ο κατηγορούμενος κάτι άλλο ήθελε και, χωρίς η ίδια να το καταλάβει, αυτός την έπιασε από τα χέρια, την έριξε στο κρεβάτι ανάσκελα πέφτοντας ολόκληρος πάνω της και άρχισε να τη φιλά στα χείλη και να την αγγίζει με τα χέρια του στο στήθος, στα οπίσθια και σ' ολόκληρο το σώμα της.
Η παραπονούμενη τον έσπρωχνε για να φύγει από πάνω της λέγοντάς του να φύγει, ενώ αυτός εξακολουθούσε να είναι από πάνω της, να τη χαϊδεύει και να τη φιλά στο πρόσωπο και στον λαιμό με λυσσαλέο τρόπο. Παρά το γεγονός ότι η παραπονούμενη τον έσπρωχνε και του φώναζε να φύγει από πάνω της, αυτός εξακολουθούσε να τη φιλά και σε κάποια στιγμή που τη χάιδευε με τα χέρια του, ένιωσε το χέρι του να το βάζει μέσα στο εσώρουχό της, προτού έρθει σε συνουσία μαζί της. Μετά τον βιασμό της, σύμφωνα με τη μαρτυρία, η παραπονούμενη με όλη της τη δύναμη κατάφερε και τον έριξε προς την αριστερή πλευρά του κρεβατιού και έτρεξε και βγήκε από το καραβάνι, αφού προηγουμένως έπιασε από το σαλόνι μια τσάντα που είχε πάντοτε μέσα κάποια ρούχα της.