Κίνητρο των ορθογραφικών αλλαγών είναι η λειτουργικότητα και η χρηστικότητα του συστήματος γραφής. Μια ορθογραφική μεταρρύθμιση μεγάλης κλίμακας στην ελληνική γλώσσα που πραγματοποιήθηκε με κρατική παρέμβαση είναι η επίσημη αντικατάσταση του πολυτονικού με το μονοτονικό σύστημα το 1982. 
     
Η κατάργηση
 
Έξι χρόνια μετά τη νομοθετική καθιέρωση της βασισμένης στη δημοτική νεοελληνικής γλώσσας ως επίσημης γλώσσας του κράτους και της εκπαίδευσης, ο εκπαιδευτικός νόμος 1228 (Ιανουάριος 1982) και ακολούθως το προεδρικό διάταγμα 297 (Απρίλιος 1982) θέσπισαν το μονοτονικό σύστημα τονισμού του νεοελληνικού γραπτού λόγου αντικαθιστώντας το τότε ισχύον πολυτονικό. Καταργήθηκαν, έτσι, τα τονικά σημεία της περισπωμένης και της βαρείας και τα πνεύματα (ψιλή και δασεία) και παρέμεινε η οξεία το μοναδικό τονικό σημάδι. 
     
Πώς φτάσαμε στο πολυτονικό
 
Στο μυαλό του σύγχρονου ομιλητή της νέας ελληνικής η αρχαία ελληνική γλώσσα έχει συσχετιστεί με δύο πλάνες: μια επίπλαστη χρονική και γεωγραφική ομοιομορφία και το πολυτονικό σύστημα γραφής. Στην πραγματικότητα, η γλώσσα του 7ου αιώνα π.Χ. διέφερε από τη γλώσσα του 4ου αιώνα π.Χ. και επιπλέον οι κάτοικοι της Αττικής, της Λέσβου, της Κύπρου, της Αιτωλοακαρνανίας και της Λακωνίας μιλούσαν διαφορετικές διαλέκτους· με τη γλωσσική αυτή ετερογένεια δεν θα ασχοληθούμε εδώ περαιτέρω. 
 
Γιατί όμως η σύνδεση αρχαίας ελληνικής και πολυτονικού αποτελεί πλάνη; Μετά τη σταδιακή εγκατάλειψη της συλλαβικής, μη αλφαβητικής γραφής Γραμμικής Β, η χρήση αλφαβήτου στην ελληνική γλώσσα πρωτομαρτυρείται τον 8ο αιώνα π.Χ. με τις επιγραφές στην οινοχόη του Διπύλου (740–720 π.Χ.) και στο ποτήρι του Νέστορα (700 π.Χ.), όπου μάλιστα η φορά γραφής είναι αρχικά από δεξιά προς αριστερά—όπως γράφονται σήμερα τα αραβικά και τα εβραϊκά (εικόνα 1). Στην πραγματικότητα, μέχρι τον 8ο αιώνα μ.Χ. τα κείμενα γράφονταν σε κεφαλαιογράμματη γραφή: κεφαλαία γράμματα, χωρίς διαστήματα ανάμεσα στις λέξεις και χωρίς τονικά σημεία. Κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. η φορά γραφής είχε ήδη σταθεροποιηθεί από αριστερά προς δεξιά και η μεταρρύθμιση του αττικού αλφαβήτου το 403 π.Χ. οδήγησε τελικά στα 24 κεφαλαία γράμματα που χρησιμοποιούμε μέχρι σήμερα (εικόνα 2).
 
Κατά την περίοδο της ελληνιστικής κοινής έλαβαν χώρα τρεις ριζικές μεταβολές στη γλώσσα, οι οποίες διήρκεσαν χονδρικά από τον 3ο αιώνα π.Χ. μέχρι τον 2ο–3ο αιώνα μ.Χ. Πρώτο, χάθηκε η προσωδία, δηλαδή η διάκριση βραχέων–μακρών φωνηέντων. Έτσι, οι διαφοροποιητικοί φθόγγοι [o] και [oo] που δηλώνονταν με Ο και Ω αντίστοιχα συνέπεσαν και ακούγονταν το ίδιο [ο], όπως και σήμερα. Δεύτερο και σημαντικότερο, λόγω της απώλειας της προσωδίας, το είδος του τονισμού μετατρέπεται από μουσικό (pitch)—μοιάζει με τον τονισμό της κινέζικης γλώσσας—σε δυναμικό (stress): με άλλα λόγια, στην αρχαία ελληνική τα φωνήεντα των συλλαβών διέφεραν ως προς το τονικό ύψος, το οποίο ήταν ανοδικό (rising), καθοδικό (falling) ή ανοδικό–καθοδικό (rising–falling), ενώ από την ελληνιστική κοινή μέχρι σήμερα τα φωνήεντα των συλλαβών διαφέρουν μόνο ως προς την ένταση της φωνής—τα τονισμένα φωνήεντα ακούγονται πια όχι σε υψηλότερο τονικό ύψος, αλλά με μεγαλύτερη ένταση. Τρίτο, αρχίζει να σιγάται το δασύ λαρυγγικό–γλωττιδικό φώνημα της αρχαίας ελληνικής [h], το οποίο μοιάζει με τον πρώτο φθόγγο της αγγλικής λέξης hat. Μέχρι το 403 π.Χ. γραφόταν ως Η, ενώ μετά την αλφαβητική μεταρρύθμιση δεν σημειωνόταν πια στη γραφή, καθώς το Η δήλωνε το μακρό [e] (δηλαδή, [ee]).
 
Η προφορική ελληνιστική κοινή γλώσσα αλλάζει ραγδαία και απομακρύνεται από την αρχαιοελληνική γραπτή κληρονομιά της. Οι αλεξανδρινοί γραμματικοί—οι φιλόλογοι της εποχής—αντιμετώπιζαν πρακτικά προβλήματα στην ανάγνωση και κατανόηση των κειμένων και επιθυμούσαν να αναπαραστήσουν την αρχαία προσωδία στα κείμενα. Για παράδειγμα, ένα γυμνό Η προφερόταν πλέον [i] στην ελληνιστική κοινή, ενώ στην αρχαία είχε τέσσερις διαφορετικές προφορές, καθεμιά με διαφορετική σημασία: [hee] για το θηλυκό άρθρο, [eé] για τον διαχωριστικό σύνδεσμο, [heé] για τη θηλυκή αντωνυμία «η οποία» και [éè] για το επίρρημα «πραγματικά».
 
Έτσι, εισήγαγαν το πολυτονικό σύστημα: τρία τονικά σημεία και δύο πνεύματα που αναπαριστούσαν τις μεταβολές του τονικού ύψους και την ύπαρξη ή την απουσία του [h] στην αρχαιοελληνική προφορά. Σημείωναν οξεία (ά) για τον ανοδικό τόνο ([á]), βαρεία (ὰ) για τον καθοδικό ([à]) ή απλώς για την οξεία στη λήγουσα και περισπωμένη (ᾶ) για τον ανοδικό–καθοδικό τόνο σε μακρό φωνήεν ([áà])· αλλοιώνοντας γραφηματικά το Η (εικόνα 5) επινόησαν τη δασεία (ἁ) για τη δήλωση ύπαρξης δασέος φωνήματος ([ha]) και την ψιλή (ἀ) για τη δήλωση απουσίας του ([a]) (εικόνα 3). Έτσι, ξεχώριζαν το Ἡ [hee] από το Ἤ [eé], το Ἥ [heé] και το Ἦ [éè].
 
Η μικρογράμματη γραφή με διαχωρισμό των λέξεων πρωτοεμφανίζεται μόλις τον 8ο αιώνα μ.Χ. σε βυζαντινά χειρόγραφα—πιθανόν στη Μονή Στουδίου της Κωνσταντινούπολης—σε μια προσπάθεια των αντιγραφέων να μειώσουν τις μεγάλες και επίπονες κινήσεις που απαιτούσε η κεφαλαιογράμματη γραφή. Η γενίκευση της χρήσης του πολυτονικού συστήματος τόσο στις μεταγραφές των αρχαίων κειμένων σε μικρογράμματη γραφή—αυτές που όλοι γνωρίζουμε σήμερα—όσο και σε όλα τα κείμενα που γράφτηκαν έκτοτε εδραιώνει το πολυτονικό σύστημα ως αναπόσπαστο κομμάτι της ορθογραφίας της ελληνικής γλώσσας (εικόνα 4).
 
Δικαιολογημένη η κατάργηση;
 
Απολύτως! Η επινόηση του πολυτονικού από τους αλεξανδρινούς γραμματικούς είχε ξεκάθαρο στόχο: να αναπαραστήσει στα αρχαία κείμενα στοιχεία της αρχαιοελληνικής προφοράς που είχαν πια χαθεί στην εποχή τους. Ωστόσο, η νέα ελληνική διαφοροποιεί τις συλλαβές μόνο ως προς τη φωνητική έντασή τους: σε κάθε λέξη υπάρχει μια τονισμένη συλλαβή, η οποία προφέρεται δυνατότερα και με ελάχιστα μεγαλύτερη διάρκεια από τις υπόλοιπες άτονες.
 
Ο δυϊσμός αυτός αναπαρίσταται επαρκώς με ένα και μόνο τονικό σημάδι, τον τόνο. Η διατήρηση του πολυτονικού στα κείμενα που γράφτηκαν με πολυτονικό είναι εύλογη για ιστορικούς λόγους. Στη νεοελληνική όμως το πολυτονικό σύστημα δεν έχει ούτε χρηστικότητα ούτε λειτουργικότητα· είναι μια τροχοπέδη και ένα πρόσθετο φορτίο στην εκμάθηση της ορθογραφίας τόσο από φυσικούς ομιλητές όσο και από ξενόγλωσσους, είναι «μπιχλιμπίδια» που «στολίζουν τα γράμματα» (Γεώργιος Χατζηδάκις).
 
Βενέδικτος Βασιλείου, M.Sc.
Γλωσσολόγος, υποψήφιος διδάκτορας Νευρογλωσσολογίας
Max Planck Institute for Human Cognitive and Brain Sciences,
Τμήμα Νευροψυχολογίας,
Λειψία, Γερμανία