Δεν έζησε αρκετά για να δημοσιεύσει τα ποιήματά του, ο Vytautas Macernis, ο νεότερος κλασικός λογοτέχνης της Λιθουανίας, ένας από τους πρωτοπόρους της σύγχρονης ποίησης της χώρας και ένας από τους πιο σημαντικούς της γενιάς του. Γεννημένος το 1921, πέθανε το 1944, σε ηλικία μόλις 23 χρoνώ, λίγους μήνες μετά που η πατρίδα του καταλήφθηκε για δεύτερη φορά από τον Κόκκινο Στρατό του σοβιετικού καθεστώτος, αφού υπέφερε τρία χρόνια κατοχής από τον γερμανικό στρατό του ναζιστικού καθεστώτος.

Χθες, 11 Μαρτίου 2015, η Λιθουανία, η περήφανη, μικρή χώρα της Βαλτικής (των 3 εκατομμυρίων κατοίκων), που έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2004 μαζί με την Κύπρο, γιόρτασε την εικοστή πέμπτη επέτειο της Ανεξαρτησίας της από τη Σοβιετική Ένωση (11 Μαρτίου 1990). Με την ευκαιρία αυτή, η στήλη χαιρετίζει τον νεαρό Vytautas Macernis, τον τραγικό ποιητή που πρόλαβε μέσα στα λίγα χρόνια της ζωής του να σπουδάσει σε πανεπιστήμια της πατρίδας του Φιλοσοφία και Αγγλική Λογοτεχνία και να γράψει όμορφη υπαρξιακή ποίηση που συνεχίζει να είναι και σήμερα ολοζώντανη, πολλά χρόνια μετά που ο δημιουργός της έχει φύγει.

Ένα θυμωμένο βράδι ήρθε στη γη,
Τόσο ξένο και ανήσυχο.
Μόνο ο περιπλανώμενος αέρας στριφογυρίζει έξω απ’ το παράθυρο
Και σαν ένας ταξιδιώτης κτυπά την πόρτα.
Αλλά δεν θα τον αφήσω να μπει -
Θα κλείσω την πόρτα ακόμα πιο ερμητικά
Εγώ, γεμάτος ανησυχία, νοσταλγώντας για κάτι,
Πνιγμένος στη βαρύτητα της νύχτας…
(Απόσπασμα από ποίημα της συλλογής του «Οράματα», γραμμένο το 1938, στα 17 του χρόνια).

Πολλά από τα ποιήματα του Vytautas Macernis έχουν σημαντικό υπαρξιακό υπόβαθρο, συνδεδεμένο με την ανάγκη του νεαρού φοιτητή να κατανοήσει έναν ακατανόητο, σκληρό και εχθρικό κόσμο, όπου ένιωθε αποξενωμένος. Η ευαίσθητη φύση του δεν μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη από τις αγριότητες που έζησε η πατρίδα του, στη διάρκεια της βίαιης προσάρτησης και κατοχής της, πρώτα από τη Σταλινική Ρωσία (1940-1941), στο πλαίσιο της Ρωσο-Γερμανικής Συμφωνίας Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, στη συνέχεια από τη Ναζιστική Γερμανία (1941-1944) και τέλος από τη Σταλινική Ρωσία και πάλι (1944-1990).

Τα ποιήματά του της περιόδου αυτής είναι αναπόφευκτα καταθλιπτικά και σκοτεινά, παρά το ότι ήταν ένας δυναμικός και αποφασιστικός φοιτητής, που όταν οι Γερμανοί έκλεισαν το Πανεπιστήμιό του στην πρωτεύουσα Βίλνιους το 1943, επέστρεψε στο χωριό του και συνέχισε ως αυτοδίδακτος να μελετά αστρονομία, φυσική και γλώσσες όπως Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά, Αγγλικά, Ρωσικά, Λατινικά και Ελληνικά.
Έγραφε νοσταλγικά και λυπημένα ποιήματα μέχρι τον θάνατό του, που τα έστελνε μαζί με γράμματα σε φίλους του και έτσι έγινε γνωστός και δημοφιλής ως ποιητής, ανάμεσα στους φοιτητές και σε νεαρούς διανοούμενους, πριν ακόμα πεθάνει. Στο μεταξύ, ο ρωσικός στρατός προέλαυνε προς τη δυτική περιοχή της Λιθουανίας, όπου ο ποιητής είχε καταφύγει, γιατί δεν ήθελε να ζήσει υπό σοβιετική κατοχή.

Ο Vytautas Macernis δεν έζησε την προσάρτηση της πατρίδας του στη Σοβιετική Ένωση και τη γενοκτονική πολιτική που το κομμουνιστικό καθεστώς της Μόσχας εφάρμοσε σε βάρος της Λιθουανίας (και των άλλων Βαλτικών χωρών), στέλνοντας δεκάδες χιλιάδες αθώους Λιθουανούς (στην πλειοψηφία τους γυναικόπαιδα), στα σοβιετικά στρατόπεδα εργασίας, στα γκουλάγκ της Σιβηρίας, όπου οι περισσότεροι πέθαναν από την ασιτία, το κρύο και την κακομεταχείριση. Δεν έζησε ούτε τον ανταρτοπόλεμο των Λιθουανών εναντίον του σοβιετικού κατοχικού καθεστώτος το 1944-1952.

Έχασε τη ζωή του κτυπημένος από εξοστρακισμένη σφαίρα -μια σφαίρα πιθανόν προορισμένη για κάποιον άλλο- σε έναν τυχαίο θάνατο, που έμοιαζε βγαλμένος από την ποίησή του.