Η χθεσινή ψήφιση από τη Βουλή, του νόμου που ρυθμίζει το θέμα της σωματεμπορίας, με σημαντικότερη -και επαναστατική- πρόνοια την ποινικοποίηση του πελάτη, ακόμα και όταν δεν γνωρίζει σίγουρα ότι η εκδιδόμενη γυναίκα είναι θύμα sex trafficking, μου έφερε στο μυαλό την Ιρλανδέζα ακτιβίστρια και συγγραφέα Rachel Moran.

«Όταν οι άνθρωποι με ρωτούν για τη βία που υπάρχει στην πορνεία, τους απαντώ ότι χάνουν την ουσία του ζητήματος, αφού η ίδια η πορνεία είναι μορφή βίας», είπε μεταξύ άλλων μιλώντας τον περασμένο μήνα στη Λευκωσία, σε συνέδριο για το σωματεμπόριο.

Τη βία της πορνείας βίωσε η ίδια στην πατρίδα της από ανήλικο, άστεγο κορίτσι 15 χρονών μέχρι τα 22 της που κατάφερε να απελευθερωθεί από το εγκληματικό κύκλωμα και να αλλάξει τη ζωή της ολοκληρωτικά. Σπούδασε δημοσιογραφία και αφιερώθηκε από τότε στον ακτιβισμό εναντίον της σεξουαλικής εκμετάλλευσης των γυναικών. Επίκεντρο των πρωτοβουλιών της, η υιοθέτηση του «σκανδιναβικού μοντέλου» αντιμετώπισης της πορνείας και του σωματεμπορίου για σεξουαλικούς σκοπούς, με την ποινικοποίηση και την τιμωρία των αντρών «αγοραστών» του σεξ και όχι των εκδιδόμενων γυναικών.

Η ψήφιση του νόμου αυτού, μετά από πολλές συζητήσεις τους τελευταίους μήνες στη Βουλή, αλλά και στην κοινωνία των πολιτών, με τη συμμετοχή κυβερνητικών και μη κυβερνητικών φορέων, αναμένεται -πιστεύω- να αναζωπυρωθεί το επόμενο διάστημα.

Επίκεντρο θα είναι η κυρίαρχη αντρική αντίληψη στην Κύπρο, που διαχωρίζει κάθετα το «κακό» sex trafficking, ως ένα διεθνές έγκλημα με εκατομμύρια θύματα, κυρίως νεαρές γυναίκες, από την «καλή» πορνεία, δηλαδή τη θεωρούμενη συναινετική «πώληση» σεξουαλικών υπηρεσιών σε άντρες πελάτες, χωρίς τη μεσολάβηση προαγωγών.

Δεν είμαι σίγουρος αν, στον νόμο που ψηφίστηκε χθες, αναδεικνύεται οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ της εμπορίας γυναικών για σεξουαλικούς σκοπούς και της «παραδοσιακής» πορνείας. Η Επίτροπος Διοικήσεως και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Ελίζα Σαββίδου, σε κείμενο διαβούλευσης με εμπλεκόμενους φορείς για την πορνεία στην Κύπρο, επισήμανε πάντως ότι «τα όρια μεταξύ των δύο είναι δυσδιάκριτα», ενώ σημαντικοί φορείς στην Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρούν ότι αυτά τα δύο είναι, βασικά, ένα και το αυτό.

Υπενθυμίζω το ψήφισμα του περασμένου μήνα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που καλεί τα κράτη-μέλη να καταπολεμήσουν την πορνεία, τιμωρώντας τους πελάτες και όχι τις ιερόδουλες. Οι περισσότεροι ευρωβουλευτές υποστηρίζουν επίσης το «σκανδιναβικό μοντέλο», που ακολουθείται από τη Σουηδία, την Ισλανδία και τη Νορβηγία, όπου η πορνεία, όπως και το trafficking, εκλαμβάνεται ως παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ως μορφή βίας κατά των γυναικών.

Η μη κυβερνητική οργάνωση Μεσογειακό Ινστιτούτο Μελετών Κοινωνικού Φύλου παρουσιάζεται να έχει τις πιο ριζοσπαστικές θέσεις στο ζήτημα, αφού απαιτεί εδώ και καιρό όπως η Κύπρος προχωρήσει στην ποινικοποίηση της ζήτησης, μαζί με μέτρα αποτροπής και ολοκληρωμένα προγράμματα εξόδου των γυναικών από την πορνεία.

Ακόμα, θεωρεί ότι «η νομοθεσία στην Κύπρο είναι προβληματική αφού η ιδεολογική προσέγγιση του νομοθέτη πηγάζει από την αντίληψη της πορνείας ως ζήτημα κοινωνικής τάξης και ηθών, αντί ζήτημα βίας κατά των γυναικών και σεξουαλικής εκμετάλλευσης, παραβίασης του δικαιώματος στη σωματική ακεραιότητα, υγεία, ζωή και ελευθερία».

Παρόλο ότι θεωρώ δυσάρεστη την ποινικοποίηση της προσωπικής ζωής, κοντοστάθηκα ιδιαίτερα στις θέσεις αυτές, γιατί νιώθω οικείο και αποδεκτό, στο δικό μου σύστημα, τον ριζοσπαστισμό τους.