ΤΙ ΚΑΤΑΔΕΙΚΝΥΟΥΝ ΤΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΠΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΤΑΙ Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Η ΑΠΟΣΥΜΦΟΡΗΣΗ ΤΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΤΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΔ ΘΑ ΤΟΥΣ ΔΩΣΕΙ ΤΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΝΑ ΕΝΙΣΧΥΣΟΥΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΝΕΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ

Έχει αποδειχτεί ότι, για κάποια δάνεια, όσο και να μειωθεί το επιτόκιο και να επεκταθεί η περίοδος αποπληρωμής, ο δανειολήπτης με βάση τα εισοδήματά του δεν θα μπορέσει ποτέ να το εξυπηρετήσει


Τον τελευταίο καιρό αναπτύσσεται η συζήτηση για τη δυνατότητα της κυπριακής οικονομίας να αντιμετωπίσει το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) έτσι όπως εξελίσσεται, λαμβάνοντας υπόψη τους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης που παρουσιάζονται. Σίγουρα σε ένα βελτιωμένο οικονομικό και επενδυτικό περιβάλλον η διαχείριση των ΜΕΔ είναι ευκολότερη, πάντα όμως λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος του προβλήματος και την πολυπλοκότητά του.

Μια απλή παρατήρηση στα στατιστικά στοιχεία που ανακοινώνει η Κεντρική Τράπεζα (δεν απαιτούνται εξειδικευμένες αναλύσεις εφόσον τα συμπεράσματα είναι ευδιάκριτα), καταδεικνύει πως ο ιδιωτικός τομέας στην Κύπρο, νοικοκυριά και επιχειρήσεις, είναι υπερδανεισμένος. Ο ιδιωτικός δανεισμός είναι αυτήν τη στιγμή σχεδόν τριπλάσιος του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) της χώρας, ενώ την ίδια στιγμή ο δανεισμός του κράτους διατηρείται επίσης σε υψηλά επίπεδα, κοντά στο 100%.

Το πιο πάνω στατιστικό καταδεικνύει την ευκολία με την οποία στο παρελθόν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα παραχωρούσαν χρηματοπιστωτικές διευκολύνσεις αλλά και την τάση των πολιτών, της πλειοψηφίας τουλάχιστον, να δανείζονται ποσά που δεν θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν.

Δανειολήπτες και καταθέτες

Ένα φαινόμενο το οποίο αναδείχθηκε από τα κλιμάκια της Τρόικας το 2013, είναι ο δανειολήπτης να διαθέτει σημαντικές καταθέσεις αλλά και δάνεια σε καθυστέρηση. Φυσικά με τις απομειώσεις καταθέσεων πλέον, δάνεια και καταθέσεις του ίδιου δανειολήπτη, εντός του ίδιου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος συμψηφίστηκαν, ενώ στην περίπτωση που αυτά βρίσκονταν σε διαφορετικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έπληξαν σοβαρά τον δανειολήπτη, εφόσον οι καταθέσεις απομειώθηκαν αλλά ο δανεισμός παρέμεινε.

Ένας από τους κανόνες δανειοδότησης είναι ο δανειολήπτης να συνεισφέρει σημαντικό ποσοστό της επένδυσης με ίδια κεφάλαια. Αυτή η πολιτική που εφαρμόζεται τώρα με τις νέες οδηγίες, έχει ως αποτέλεσμα πολλές φορές να μη χρημοτοδοτούνται αξιόλογα έργα, εφόσον ο ιδιοκτήτης είναι υπερδανεισμένος και είτε δε μπορεί να συνεισφέρει προς την υλοποίηση του έργου είτε δεν μπορεί να αποπληρώσει τον συνολικό δανεισμό. Σημειώνεται ότι κάποια έργα το τελευταίο διάστημα υλοποιούνται με τη συμμετοχή επιπλέον επενδυτών, οι οποίοι συνεισφέρουν τα ποσά που απαιτούνται ως ίδια κεφάλαια.

Η ενυπόθηκη εξασφάλιση

Βασικός παράγοντας χορήγησης δανείων την περίοδο της μεγάλης πιστωτικής επέκτασης ήταν το ύψος της ενυπόθηκης εξασφάλισης, ενώ ο ορισμός των μη εξυπηρετούμενων δανείων που εφαρμοζόταν δε βοηθούσε στην έγκαιρη ανάδειξη του προβλήματος. Σύμφωνα με τον προηγούμενο ορισμό των ΜΕΔ, ένα δάνειο εθεωρείτο εξυπηρετούμενο, ανεξάρτητα από τις καθυστερημένες δόσεις και την περίοδο μη καταβολής τους, αν η αξία της ενυπόθηκης εξασφάλισης ξεπερνούσε το υπόλοιπο του δανείου. Λαμβάνοντας αυτό υπόψη, τη σημαντική μείωση στις εκτιμήσεις των υποθηκών (σημειώνεται ότι οι εκτιμήσεις της Pimco ίσως να ήταν υπερβολικές) και την αλλαγή του ορισμού των μη εξυπηρετούμενων δανείων (δάνεια σε καθυστέρηση πέραν των ενενήντα ημερών θεωρούνται ΜΕΔ), γίνονται εύκολα αντιληπτοί οι λόγοι «εκτόξευσης» των ΜΕΔ και των επισφαλειών.

Πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν ότι οι παραδοχές της Pimco έχουν επαληθευτεί με την πορεία που πήραν τα πράγματα. Υπάρχει ένα σημείο, όμως, που πρέπει να ληφθεί υπόψη. Όσο η αξιολόγηση ήταν σε εξέλιξη, δεν υπήρχε σενάριο για απομείωση καταθέσεων. Αυτό «προκλήθηκε» εν μέρει από τη συγκεκριμένη αξιολόγηση, με αποτέλεσμα η πορεία της οικονομίας να ήταν αυτή που είχε εκτιμηθεί.

Οι τομείς και η ανάκαμψη

Ένα άλλο στοιχείο των δανείων που έχουν παραχωρηθεί είναι η συγκέντρωσή τους σε ορισμένους τομείς, όπως οι τομείς του τουρισμού και της εμπορίας και ανάπτυξης ακινήτων. Εν μέρει αυτό ήταν φυσιολογικό, εφόσον είναι δύο από τους παραδοσιακούς τομείς της κυπριακής οικονομίας που θεωρούνται αιμοδότες του ΑΕΠ της χώρας.

Αυτό που είναι προβληματικό είναι ο τρόπος που χορηγήθηκαν τα συγκεκριμένα δάνεια, χωρίς να αξιολογηθούν σωστά αφενός η δυνατότητα του δανειολήπτη να αποπληρώσει το δάνειο και, αφετέρου, οι κίνδυνοι σε περίπτωση που η οικονομία και ειδικότερα ο συγκεκριμένος τομέας περνούσαν μια περίοδο ύφεσης.

Σημειώνεται ότι, κατά τις περιόδους που η οικονομία βρίσκεται σε πορεία ύφεσης, οι λύσεις για την αντιμετώπιση των ΜΕΔ είναι περιορισμένες. Αυτό γίνεται ακόμη πιο δύσκολο στην περίπτωση που τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν έχουν σημαντικά αποθέματα επισφαλειών. Αυτό ήταν η πραγματικότητα του 2013.

Πέντε χρόνια μετά κάποια δεδομένα έχουν διαφοροποιηθεί. Η οικονομία παρουσιάζει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, οι τομείς του τουρισμού και των ακινήτων ανακάμπτουν και τα περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα έχουν «χτίσει» σημαντικά αποθέματα επισφαλειών. Επιπλέον, η ενίσχυση του επενδυτικού περιβάλλοντος με ελκυστικά κίνητρα προκάλεσε το ενδιαφέρον επενδυτών για επενδύσεις στην Κύπρο, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής τους στο μετοχικό κεφάλαιο τραπεζών και της αγοράς χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων.

Σε ένα περιβάλλον ανάπτυξης θα ήταν αναμενόμενο τα εισοδήματα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων να αυξάνονται και μαζί η δυνατότητα αποπληρωμής των δανειακών τους υποχρεώσεων. Αυτό όμως δεν είναι τόσο ευδιάκριτο στην περίπτωση της Κύπρου, λόγω της υψηλής μόχλευσης του ιδιωτικού τομέα σε βαθμό που αρκετά δάνεια είναι μη βιώσιμα εν τη γενέσει τους.

Σημειώνεται ότι αποδεδειγμένα η ανάκαμψη της οικονομίας βασίζεται κυρίως στις επαγγελματικές υπηρεσίες, τη ναυτιλία, τον τουρισμό και τον τομέα των ακινήτων. Σε ό,τι αφορά τον τελευταίο, η ανάκαμψή του οφείλεται στα κίνητρα που παραχωρήθηκαν (όπως τα φορολογικά, τα κίνητρα πολιτογράφησης που έφεραν αρκετές νέες επενδύσεις και τα πολεοδομικά - «πωλούμε συντελεστή» αναφέρθηκε μια φορά από επιχειρηματία του χώρου). Πολλά από τα ποσά που εισρέουν καταλήγουν στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προς κάλυψη δανειακών διευκολύνσεων, ενώ τα ίδια τα ιδρύματα προχωρούν σε πωλήσεις ακινήτων που έχουν ανακτήσει έναντι χρεών. Ως εκ τούτου, παρά το γεγονός ότι η ανεργία μειώνεται και η κατανάλωση ενισχύεται, παρουσιάζεται μια καθυστέρηση στο να υπάρχει ευδιάκριτος αντίκτυπος στη λεγόμενη «πραγματική οικονομία».

Οι αναδιαρθρώσεις

Οι αναδιαρθρώσεις δανείων αποτελούν λύση στο πρόβλημα των ΜΕΔ, αλλά σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα και όχι για όλα τα δάνεια. Έχει αποδειχτεί ότι για κάποια δάνεια, όσο και να μειωθεί το επιτόκιο και να επεκταθεί η περίοδος αποπληρωμής, ο δανειολήπτης με βάση τα εισοδήματά του δεν θα μπορέσει ποτέ να το εξυπηρετήσει. Σε τέτοιες περιπτώσεις η κατάληξη θα είναι η πώληση των υποθηκών ή η ανάκτησή τους από το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.

Επιπλέον, οι εποπτικές Αρχές ψάχνουν πιο άμεσες λύσεις για εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών. Η δημιουργία αποθεματικού επισφαλειών διευρύνει τις δυνατότητες των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, όπως για παράδειγμα να αποδεχτούν πωλήσεις δανείων με σημαντική έκπτωση, χωρίς αυτό να επηρεάζει τα κεφάλαιά τους. Την ίδια στιγμή, η αποσυμφόρηση των λογαριασμών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων από τα ΜΕΔ θα τους δώσει τη δυνατότητα να ενισχύσουν την προσπάθεια ανάπτυξης της οικονομίας με την παραχώρηση νέων δανείων. Μεγάλο μέρος των πόρων που διαθέτουν αυτήν τη στιγμή, αντί να ασχολούνται με τις βασικές τραπεζικές εργασίες, ασχολούνται είτε με τη διαχείριση των δανείων είτε με τη διαχείριση των ακινήτων που έχουν ανακτηθεί.

Την επόμενη περίοδο αναμένεται να υπάρξει περαιτέρω συγκέντρωση του τραπεζικού τομέα σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των διοικήσεων των χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Ένα περιβάλλον διαρκούς ανάπτυξης ενισχύει την κίνηση αυτή, ενώ σταδιακά θα δημιουργήσει συνέργειες και πιο αποτελεσματικές τραπεζικές πρακτικές. Το ζητούμενο θα συνεχίσει να αποτελεί η διαχείριση των ΜΕΔ, είτε αυτά παραμείνουν στους ισολογισμούς των τραπεζών είτε μεταφερθούν σε οργανισμούς εκτός αυτών. Και αυτό διότι η διαχείρισή τους έχει άμεσο οικονομικό αλλά και κοινωνικό αντίκτυπο.