Η Θεσμών ζητά διερεύνηση της εξαγοράς της «Uniastrum»
Στο προκαταρκτικό πόρισμα αναφέρεται ότι η εξαγορά δεν διερευνήθηκε από τον οίκο «Αlvarez & Μarsal», επειδή υπήρξε άρνηση παροχής στοιχείων από εμπλεκόμενα άτομα
Ένα πολύ σοβαρό ενδεχόμενο καταγράφει στο προκαταρκτικό πόρισμά της για τα αίτια που οδήγησαν την κυπριακή οικονομία στην καταστροφή, η Επιτροπή Θεσμών της Βουλής. Συγκεκριμένα στο κεφάλαιο το οποίο αναφέρεται στην εξαγορά της ρωσικής τράπεζας «Uniastrum» από την Τράπεζα Κύπρου το 2008, η Επιτροπή Θεσμών τονίζει την ανάγκη να διερευνηθεί το ενδεχόμενο «διενέργειας παράνομων πληρωμών και δωροδοκιών για την εξαγορά της τράπεζας ''Uniastrum'', αφού αυτό δεν κατέστη δυνατό να γίνει από τον οίκο ''Αlvarez & Μarsal'', έπειτα από την άρνηση των προσώπων υπό διερεύνηση να παρέχουν στοιχεία αναφορικά με τις κινήσεις των προσωπικών τους λογαριασμών».
Υπενθυμίζεται ότι η ρωσική τράπεζα εξαγοράσθηκε από την Τράπεζα Κύπρου έναντι περίπου 371 εκατομμυρίων ευρώ. Μετά τις εξελίξεις στο τραπεζικό σύστημα της Κύπρου και το κούρεμα των καταθέσεων, η νέα διοίκηση της Τράπεζας Κύπρου, στο πλαίσιο του «συμμαζέματος» της επέκτασής της στο εξωτερικό προσανατολίζεται σε πώληση της «Uniastrum», όταν βρεθεί ο κατάλληλος επενδυτής.
Ήταν πολλά τα αρνητικά
Στο πόρισμα της Επιτροπής Θεσμών καταγράφεται σωρεία θεμάτων τα οποία έχουν σχέση με την εξαγορά αυτή και τις συνθήκες υπό τις οποίες αποφασίσθηκε, εγκρίθηκε και τελικά ολοκληρώθηκε.
Συγκεκριμένα, η Επιτροπή διατυπώνει την άποψη ότι από την έκθεση της «Alvarez & Marsal», καθώς και από τα στοιχεία που κατατέθηκαν ενώπιόν της, προκύπτει σαφώς ότι τα ανώτερα στελέχη της Τράπεζας Κύπρου προχώρησαν στην εξαγορά της «Uniastrum» παρά την αρνητική αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ρωσίας στις 23 Οκτωβρίου 2008, από τον οίκο «Standard & Poor’s», τη σοβαρή επιδείνωση των ρωσικών κεφαλαιαγορών που κατέγραψε ο οίκος «Fitch» και την επιβράδυνση της ρωσικής οικονομίας που καταγράφηκε την 1η Νοεμβρίου 2008 από την Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank).
Σημειώνεται ότι μετά την απόφαση για την εξαγορά αυτή, η Τράπεζα Κύπρου υποβαθμίστηκε από τον οίκο αξιολόγησης «Fitch» στη βαθμίδα ΒΒΒ+ από τη βαθμίδα Α- που κατείχε, αφου κρίθηκε ότι η εξαγορά της «Uniastrum» έχει αρνητικές επιπτώσεις στο προφίλ κινδύνου του ομίλου, κρίνοντας παράλληλα την τιμή και τον χρόνο της εξαγοράς ως δυσμενή.
Αναφέρεται, επίσης, μεταξύ άλλων ότι:
-Η Τράπεζα Κύπρου προχώρησε με την εξαγορά της τράπεζας «Uniastrum», παρ’ όλον που ο οίκος «Ernst & Young», τον οποίο είχε προσλάβει για τη διενέργεια του ελέγχου δέουσας επιμέλειας (due diligence work), είχε καταγράψει σοβαρά αρνητικά στοιχεία για την τράπεζα.
-Οι μέτοχοι της «Uniastrum» ήταν επίσης ανώτερα στελέχη της και συνεπώς μπορουσαν να επηρεάσουν τη λειτουργία της, ειδικότερα στη χορήγηση δανείων.
-Υπήρχαν σημαντικές αδυναμίες στη διαδικασία χορήγησης δανείων.
-Στο τέλος του 2007, 25 από τα 43 υποκαταστήματα της «Uniastrum» παρουσίαζαν ζημιές.
-Η αύξηση στην πραγματική αξία (equity) της «Uniastrum» κατά €64 εκατομ. το 2006 οφειλόταν στην επανεκτίμηση των ακινήτων που αγόρασε ένα συνδεδεμένο σε αυτή μέρος.
-Πριν απότο 2007, η «Uniastrum» κατέβαλλε ανεπίσημα ποσοστό μέχρι και 40% των μισθών του προσωπικού της, ώστε να μην επωμίζεται την ανάλογη φορολογία.
-Η άδειά της είχε ανασταλεί για δύο εβδομάδες το 2008.
-Ευρήματα της έκθεσης δέουσας επιμέλειας του οίκου «Ernst & Young» φαίνεται πως δεν τέθηκαν ενώπιον του διοικητικού συμβουλίου της Τράπεζας Κύπρου, ενώ επίσης φαίνεται ότι δεν παρασχέθηκε στα μέλη επαρκής χρόνος εξέτασης των στοιχείων, αφού η έκθεση κατέστη διαθέσιμη στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της τράπεζας τη μέρα πριν από τη συνεδρία κατά την οποία θα αποφασιζόταν η εξαγορά της «Uniastrum», μεταξύ των ωρών 9:30 π.μ. και 6 μ.μ.
Τα στοιχεία που φαίνεται να μην τέθηκαν ενώπιον των μελών του Δ.Σ., ήταν τα ακόλουθα:
-Οι μέτοχοι της «Uniastrum» ήλεγχαν ή είχαν στην ιδιοκτησία τους πολλές άλλες εταιρείες και συνεπώς είχαν τη δυνατότητα να επηρεάσουν τις αποφάσεις της τράπεζας, ειδικότερα σε ό,τι αφορούσε τις χορηγήσεις.
Γιατί δεν έγινε επαναδιαπραγμάτευση
Αναφορά γίνεται και στο θέμα της υπαναχώρησης ή επαναδιαπραγμάτευσης της συμφωνίας εξαγοράς. Η Επιτροπή Θεσμών σημειώνει ότι: Ουδέποτε έγινε συζήτηση στο διοικητικό συμβούλιο της Τράπεζας Κύπρου για τα επιχειρήματα που υπήρχαν για υπαναχώρηση από τη συμφωνία, ότι οι νομικοί σύμβουλοί της εκτιμούσαν ότι η αλλαγή στο οικονομικό περιβάλλον δεν αποτελούσε αιτία για τερματισμό της συμφωνίας και ότι υπήρχε παραπλανητική εγγύηση από τους πωλητές.
Στο πόρισμα γίνεται λόγος και για «ανορθόδοξο για τα τραπεζικά δρώμενα βραχυπρόθεσμο δανεισμό της τράπεζας ''Uniastrum'' πριν από την εξαγορά της».
Για τις ενέργειες της Κεντρικής Τράπεζας, η οποία ενέκρινε την εξαγορά, το πόρισμα αναφέρει ότι η ΚΤ προχώρησε σε έγκριση, παρ’ όλον που φαίνεται να γνώριζε ότι η «Uniastrum» αντιμετώπιζε θέματα κακής εταιρικής διακυβέρνησης, υψηλό ποσοστό δανείων χωρίς ξεκάθαρο σκοπό και κακή κερδοφορία.
Διαψεύδει διαγραφή ο Βγενόπουλος
Με χθεσινή δήλωσή του ο πρώην μη Εκτελεστικός Πρόεδρος της Μαρφίν Λαϊκής Ανδρέας Βγενόπουλος χαρακτηρίζει «τερατώδες ψέμα» όσα αναφέρθηκαν στη συνεδρία της Επιτροπής Θεσμών για διαγραφή δανείου ύψους €29 εκ. της εταιρείας «Δέλτα», θυγατρικής της MIG.
«Αυτό είναι ένα τερατώδες ψέμα και τους καλώ να δημοσιοποιήσουν τα σχετικά στοιχεία ή να ανακαλέσουν άμεσα και να ζητήσουν συγγνώμη, αλλά και την παραίτηση ή/και τη δίωξη των υπευθύνων που τους παραπλάνησαν», αναφέρει σε χθεσινή του ανακοίνωση ο κ. Βγενόπουλος.
Εκφράζει επίσης έκπληξη «που διέρρευσαν στον Τύπο το προσχέδιο και πληροφορίες του πορίσματος, διότι η Επιτροπή Θεσμών είναι μια σοβαρή Επιτροπή απ΄ όπου δεν διαρρέει ποτέ τίποτα» και κάνει λόγο για «θεσμικές» προσπάθειες να μην καταθέσει στην Επιτροπή.
Και καταλήγει:
«Βέβαια αυτό που φοβούνται αυτοί και οι φίλοι τους θα τους συμβεί, διότι πλησιάζει η στιγμή που η κυπριακή κοινή γνώμη θα μάθει όλη την αλήθεια. Παρότι είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι σοβαροί άνθρωποι λειτουργούν μ΄ αυτόν τον τρόπο για να εξυπηρετήσουν σκοπιμότητες, δυστυχώς αυτή είναι η θλιβερή πραγματικότητα».