Αποφάσισε να περπατήσει μέχρι την πλατεία, θα του έκανε καλό. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Πέρασε έξω από μια μισοτελειωμένη οικοδομή, βλέποντας έναν κουβά με ξεραμένο τσιμέντο μονολόγησε, «βαρέθηκαν να το καθαρίσουν, τώρα έσφιξε. Έτσι έκανα εγώ;» αναρωτήθηκε. Κοιτούσε τον γαλάζιο ουρανό. Αν και Ευρωπαίος, ποτέ δεν κατάφερε να ταξιδέψει στην άλλη Ευρώπη. Μια ζωή στο μεροκάματο, μετά του είπαν «οικονομική κρίση». Δεν κατάλαβε ποτέ, πώς οι σπουδαγμένοι κατάφεραν να πέσουν τόσο έξω και να βρεθεί στην ανεργία. Υπέθεσε ότι, αν η εξουσία είναι ο παράδεισος του κάθε «μορφωμένου», τότε οι μίζες είναι ο απαγορευμένος καρπός που όλοι θέλουν να γευτούν.
Προσπάθησε να βρει μέσα στο μυαλό του πόσα μηδενικά έχει το εκατομμύριο. Δεν τα κατάφερε. Πέρασε έξω από ένα σουβλατζίδικο και άθελά του ανέπνευσε λίγο πιο βαθιά. Διέσχισε την πλατεία. Κάτι φρεσκοβαμμένες κυρίες μοίραζαν σάντουιτς, δεν τόλμησε να απλώσει το χέρι του, ο εγωισμός του δεν τον άφηνε. Κοκκίνισε όταν έπιασε τον εαυτό του να αναπνέει βαθιά περνώντας ξυστά από έναν κύριο, τη στιγμή που αυτός φυσούσε τον καπνό του τσιγάρου.
Παλιά κατέβαινε στην παλιά πόλη να ψωνίσει ή στην πλατεία να ακούσει τους μορφωμένους να βγάζουν λόγους, εξυμνώντας τους αγώνες των εργαζομένων. Διερωτήθηκε, τι θα είχαν να του πουν σήμερα; Ένιωσε προδομένος και συγχυσμένος, όπως τα παιδιά που ανοίγουν τα δώρα του Αϊ-Βασίλη και πάνω σε αυτά αναγράφεται το Made in china. Κοντοστάθηκε σε μια βιτρίνα και χάζεψε για λίγο τις τηλεοράσεις σε λειτουργία. Μια έδειχνε κάτι «γκομενάκια» με τα μπούτια έξω και κάτι αγοράκια που μάλλον δεν είχαν πιάσει ποτέ φτυάρι στο χέρι, χασκογελούσαν χαρούμενα.
Μια άλλη έδειχνε κάτι γνωστές φάτσες με κοστούμια και κατάλευκα πουκάμισα, διερωτήθηκε πώς άνθρωποι τόσο καθαροί, είχαν βρόμικα χέρια. Από 14 χρονών δούλευε στις οικοδομές. Στα 63 του βρισκόταν άνεργος. Έφυγε από το σπίτι για μια «βόλτα», γιατί δεν άντεχε να μην έχουν ούτε ψωμί στο τραπέζι και χρωστούσε και τρία ενοίκια.
Μετά από μισόν αιώνα στις οικοδομές, «έφαγε» μια μυρωδιά σουβλάκι, «ανέπνευσε» μια τζούρα δανικό καπνό και είδε τη χαρούμενη Κύπρο, μέσα από τις τηλεοράσεις μιας βιτρίνας. «Κουνήσου να περάσουμε», μια φωνή και ένα σκούντηγμα τον έβγαλαν από τις σκέψεις του. Ήταν κάτι τύποι που κουβαλούσαν κάτι βαριά κασόνια. Προσπαθώντας να τους κάνει χώρο, παραπάτησε στο πεζούλι και έπεσε. Ξανάκουσε την φωνή να λέει «τον μαλάκα», σκέφτηκε ότι δεν έχει σημασία τι λέμε, αλλά ότι το λέμε.
Για πρώτη φορά αυτή η λέξη είχε γι’ αυτόν έννοια. Μέχρι τώρα τη χρησιμοποιούσε τόσο αυτός όσο και οι φίλοι του για να δώσουν μεγαλύτερη έμφαση σε αυτό που ήθελαν να πουν, για να τσιμεντώσουν τη φιλία τους. Για πρώτη φορά, η λέξη αυτή ηχούσε στ' αφτιά του υβριστική, ξένη, ευρωπαϊκή. Δοκίμασε να σηκωθεί στα γόνατά του, ήταν σαν να προσπαθούσε να νικήσει τον νόμο της βαρύτητας.
Ένιωθε να ασφυκτιά σε ένα σώμα και μια χώρα που έμοιαζαν ξένα. Αναστέναξε. Στα όνειρά του έβλεπε χιλιάδες φορές την πατρίδα του ελεύθερη και τον εαυτό του στο σπίτι των γωνιών του να γιορτάζει με τ' αγαπημένα του πρόσωπα. Μα πάντα στο τέλος κάθε λέξη πονούσε και κομματιαζόταν. Άνοιξε το στόμα του να ρωτήσει «σε τι έφταιξε», αλλά δεν πρόλαβε, έχασε τις αισθήσεις του.