Δυστυχώς, η εισβολή κι η στροφή του κυβερνητικού ενδιαφέροντος σε άλλα επείγοντα θέματα, περιθωριοποίησαν το θέμα…

Τελευταίως, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε την αναστολή ανέγερσης του Μεγάρου Πολιτισμού. Θεωρώ ότι είναι μια ευκαιρία να αναθεωρηθούν τα κτιριακά σχέδια ώστε να εξυπηρετούνται περισσότεροι σκοποί ταυτόχρονα. Το καλοκαίρι του 2000 παρέμβηκα δημόσια κι υποστήριξα την ανάγκη δημιουργίας ενός Πολυδύναμου Πολιτιστικού Κέντρου (πινακοθήκης, βιβλιοθήκης κι αιθουσών μουσικής, θεατρικής σκηνής κτλ.) αντί της αρχικής ιδέας της δημιουργίας ενός Μεγάρου Μουσικής κατά το πρότυπο εκείνου των Αθηνών.

Επανέφερα στο προσκήνιο την προεργασία που έγινε στο θέμα αυτό στις αρχές της δεκαετίας του 1970 από τον Γερμανό αρχιτέκτονα Λέμπρουκ σε συνεργασία με τον μ. Πεύκιο Γεωργιάδη, Προϊστάμενο τότε των Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας. Τα προσχέδια που έγιναν, με προοπτική την τοποθέτηση του έργου στο άλσος στη βόρεια πλευρά του Προεδρικού Μεγάρου, διαλάμβαναν χώρους και διευκολύνσεις για όλες τις πιο πάνω πολιτιστικές δραστηριότητες.

Έκτοτε έγιναν οι απαραίτητες διοικητικές διευθετήσεις, η δημιουργία του Ιδρύματος Πολιτισμού Κύπρου, το οποίο προχώρησε στην επεξεργασία ενός γενικού σχεδίου και τελικών αρχιτεκτονικών σχεδίων για την ανέγερση Μεγάρου Πολιτισμού, όπως μετονομάστηκε στη συνέχεια, σε περιοχή της παλιάς Αρχιγραμματείας. Ουσιαστικά φαίνεται να κινούμαστε προς τη δημιουργία ενός πολυτελούς συγκροτήματος εκδηλώσεων με μια τεράστια δαπάνη. Είναι αυτή την πολιτιστική υποδομή που χρειαζόμαστε;

Όταν μας λείπουν βασικές υποδομές, όπως η κρατική πινακοθήκη κι η κρατική βιβλιοθήκη; Βέβαια για το κρατικό θέατρο η Κυβέρνηση προχώρησε στο μεταξύ στην ανέγερση άλλου μεγάρου στο παλιό ΓΣΠ έναντι σημαντικής δαπάνης, κάτι που μπορούσε να αποφευχθεί εάν οι στεγαστικές ανάγκες του ΘΟΚ ικανοποιούνταν στο πιο πάνω πολυδύναμο κέντρο. Τι γίνεται όμως με την κρατική βιβλιοθήκη και την κρατική πινακοθήκη; Να μην αναφέρω και κάτι πρόσθετο:

Τι γίνεται με το κρατικό μουσείο, που τα περισσότερα εκθέματα είναι στοιβαγμένα στα υπόγεια λόγω έλλειψης εκθεσιακών χώρων και που επίσης καθυστερεί η ανέγερση νέου, σύγχρονου κτιρίου; Η εισήγησή μου είναι να ανατεθεί στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού και στο Ίδρυμα Πολιτισμού Κύπρου να μελετήσουν την πιο πάνω πρόταση. Εάν αυτή είναι εφικτή, τότε να εξεταστεί κατά πόσον τα σχέδια Λέμπρουκ/Γεωργιάδη είναι εφαρμόσιμα σήμερα και μάλιστα στον νέο χώρο που έχει επιλεγεί, μειώνοντας ανάλογα τους χώρους εκδηλώσεων. Δεν ξέρω εάν το κτιριακό συγκρότημα που σχεδιάστηκε τότε εξακολουθεί να ικανοποιεί τις σημερινές και μελλοντικές ανάγκες.

Τούτο, όπως και η λειτουργικότητα του κτιρίου θα πρέπει να επανεξετασθούν και να επενεχθούν όσες αλλαγές χρειάζονται ενόψει τυχόν διαφοροποιήσεων στις απαιτήσεις των συστεγαζόμενων υπηρεσιών, την τεχνολογία, το μέγεθος του κοινού που θα δέχεται και των νέων πολιτιστικών μεγάρων των άλλων Δήμων. Εάν δεν υπάρξει συνέχεια, πολύ φοβούμαι ότι και πάλι τα πράγματα θα οδηγηθούν προς τις ελληνικές καλένδες. Κατά την πρώτη μετά την Ανεξαρτησία δεκαετία, η νεαρή Κυπριακή Δημοκρατία, παράλληλα με τις προσπάθειες για οικονομική ανάπτυξη, επιχείρησε, μεταξύ άλλων, να βάλει τα θεμέλια για πολιτιστική ανάπτυξη επίσης.

Έτσι δημιουργήθηκε ο ΘΟΚ και προωθήθηκαν άλλα σχέδια με σκοπό τη στήριξη της πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η υφιστάμενη «κρατική πινακοθήκη» έγινε ευκαιριακά σαν ενδιάμεση λύση για να εκτεθούν μόνο ορισμένα έργα Κυπρίων ζωγράφων στους περιορισμένους χώρους του πρώην ξενοδοχείου Ματζέστικ, που ως διατηρητέο κτίριο έπρεπε να σωθεί. Η κατάσταση με την «κρατική βιβλιοθήκη» είναι ακόμη πιο πρωτόγονη. Στεγασμένη σε ακατάλληλους χώρους δίπλα απο το Δημοτικό Μέγαρο λειτουργεί περισσότερο σαν απο-θήκη παρά σαν βιβλιο-θήκη για τους λίγους που γνωρίζουν την ύπαρξή της. Ας επαναληφθεί η ολιγωρία του παρελθόντος.

Τo σχέδιο Λέμπρουκ/Γεωργιάδη, ένα ευφάνταστο σχέδιο, προνοούσε έναν κοινόχρηστο κυκλικό χώρο-είσοδο, από τον οποίο ξεκινούσαν ακτινωτά τρεις πτέρυγες, που θα στέγαζαν αντίστοιχα το κρατικό θέατρο και τις άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις, όπως τις μουσικές, την κρατική βιβλιοθήκη και την κρατική πινακοθήκη. Δυστυχώς, το έργο αυτό δεν υλοποιήθηκε, κυρίως, λόγω της εισβολής και της αλλαγής των προτεραιοτήτων. Τα πλεονεκτήματα, στην περίπτωση που θα υιοθετηθεί η λύση της συγκέντρωσης των δραστηριοτήτων αυτών κάτω από την ίδια στέγη, είναι:

Η δαπάνη θα είναι ασφαλώς πολύ μικρότερη παρά εάν είχαμε να ανεγείρουμε περισσότερα από ένα κτίρια. Η ανέγερση ενός κτιρίου θα απαιτούσε λιγότερο χρόνο και χώρο κι έτσι η προώθηση του έργου θα ήταν πιο εφικτή ενώ θα μπορούσε να υλοποιηθεί σταδιακά, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες. Πάνω απ’ όλα η διαχείριση ενός τέτοιου συμπλέγματος θα ήταν λιγότερο δαπανηρή σε σχέση με τη διαχείριση περισσότερων κέντρων, ενώ θα παρείχετο μεγαλύτερη ευελιξία στην αξιοποίηση των διευκολύνσεων για περισσότερους σκοπούς. Τέλος, η χρηματοδότηση από εσωτερικές κι εξωτερικές (κυρίως ευρωπαϊκές) πηγές θα ήταν πιο εύκολη.

Η χρηματοδότηση εκάστης πτέρυγας θα μπορούσε να γίνει από έναν ιδιωτικό οργανισμό, στον οποίο θα γίνει ειδική αφιέρωση, ενώ παράλληλα θα γίνουν πρακτικές διευθετήσεις για την εξασφάλιση πηγών ετήσιου εισοδήματος για τη λειτουργία του Συμπλέγματος. Όπως είπα κι άλλοτε, θα περιποιούσε ιδιαίτερη τιμή σ’ ολόκληρο τον κυπριακό λαό εάν το έργο τούτο έφερε το όνομα του Μακαρίου Γ’, που μόνο η ευαισθησία και το όραμα του ανδρός θα μπορούσαν να συλλάβουν ένα τέτοιο έργο στα πρώτα στάδια της Δημοκρατίας. Δυστυχώς, η εισβολή κι η στροφή του κυβερνητικού ενδιαφέροντος σε άλλα επείγοντα θέματα, περιθωριοποίησαν το θέμα αυτό.

ΙΑΚΩΒΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ
Πρώην Υπουργός
Πρώην Γενικός Διευθυντής Γραφείου Προγραμματισμού