Το τελευταίο διάστημα και ειδικά μετά τις προεδρικές εκλογές, η Τουρκία και η τουρκοκυπριακή ηγεσία επιδεικνύουν ένα έντονο αίσθημα απροθυμίας για επιστροφή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Μετά το ναυάγιο του Κραν Μοντανά, το οποίο οφείλεται στην αδιάλλακτη στάση της Τουρκίας σε σχέση με τα ζητήματα των εγγυήσεων και των επεμβατικών δικαιωμάτων, ως επίσης και της παραμονής τουρκικών στρατευμάτων στο νησί μετά τη λύση, η Τουρκία προβαίνει σε ενέργειες που μόνο ως πειρατικές μπορούν να χαρακτηριστούν.

Η παρεμπόδιση του γεωτρητικού προγράμματος της ΕΝΙ στο Οικόπεδο 3 της Κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, με τον εγκλωβισμό του πλοίου - γεωτρύπανου SAIPEM 12000 από το τουρκικό πολεμικό ναυτικό και τις απειλές που είχαν διατυπωθεί εναντίον του, οι συνεχόμενες παράτυπες και παράνομες οδηγίες προς ναυτιλλομένους που εκδίδει η Τουρκία δεσμεύοντας περιοχές που εμπίπτουν στον χώρο ευθύνης του Κέντρου Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, η αμφισβήτηση με NAVTEX του χώρου ευθύνης της Δημοκρατίας, η τουρκική προκλητικότητα στο Αιγαίο και στον Έβρο αποτελούν μόνο κάποιες από τις δημόσιες ενέργειες της Τουρκίας, που καταδεικνύουν με τον πιο εμφαντικό τρόπο την απροθυμία της να επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για επίλυση του κυπριακού προβλήματος.

Πλέον η Άγκυρα, έχοντας ανοίξει πολλά μέτωπα σε Συρία, Κύπρο και Ελλάδα, παρουσιάζεται ιδιαίτερα προκλητική. Η σύνδεση του ενεργειακού σχεδιασμού της Κυπριακής Δημοκρατίας με τη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού είναι πλέον φανερή, γεγονός που αναδεικνύει την τουρκική στρατηγική σε σχέση με το όλο ζήτημα. Οι προσπάθειες διασύνδεσης του ενεργειακού προγράμματος με τη διαδικασία του Κυπριακού, που γίνονται από την Τουρκία και στηρίζονται από την ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας, στοχεύουν στη συνδιαχείριση των διαδικασιών του ερευνητικού προγράμματος της Δημοκρατίας, προ της λύσης μάλιστα, αλλά και την κατάληξη σε συμφωνία, πάλι προ της λύσης, για τη συνδιαχείριση των εσόδων από τις ανακαλύψεις υδρογονανθράκων, παρά την ύπαρξη σύγκλισης, ως προς το τελευταίο, ως προς τις αρμοδιότητες της κεντρικής κυβέρνησης στο θέμα του φυσικού πλούτου του νησιού.

Παράλληλα, η τουρκική ρητορική μεταλλάσσεται με τρόπο πλήρως ασύμβατο με το διεθνές δίκαιο, ειδικά όσον αφορά τις (παράλογες) διεκδικήσεις της Τουρκίας σε σχέση με τον διαχωρισμό των θαλασσίων ζωνών στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η Τουρκία, από τη μια ισχυρίζεται ότι ως προς το νότιο / νοτιοδυτικό μέρος της θαλάσσιας περιοχής της Κύπρου, η υφαλοκρηπίδα της ηπειρωτικής Τουρκίας χωρίζεται στη βάση της μέσης γραμμής με αυτήν της Αιγύπτου, την ίδια στιγμή που χωρίζοντας παράνομα την υφαλοκρηπίδα της με το ψευδοκράτος ακολουθεί άλλη μέθοδο αντί της μέσης γραμμής αποκτώντας περισσότερο θαλάσσιο χώρο, ενώ όσον αφορά το ψευδοκράτος του αναγνωρίζει ΑΟΖ, χωρίς να αναγνωρίζει ΑΟΖ σε αυτό που η ίδια αποκαλεί «ελληνοκυπριακή διοίκηση του νότου».

Οι θέσεις της Τουρκίας είναι τουλάχιστον φαιδρές, ενώ οι προκλήσεις της συνεχίζονται, με μια επιτήδεια απροθυμία για επιστροφή στον διάλογο, όπως επιθυμεί η δική μας πλευρά, χωρίς όμως τα τετελεσμένα που προσπαθεί να δημιουργήσει η Άγκυρα.

ΔΡ ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΤ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ
Λέκτορας Νομικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας,
LL.BLaw (Bristol), Ph.D in Law - International Law and Human Rights (Kent),
Διευθυντής Μονάδας Νομικής Κλινικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας