Συγγνώμη Βαγγέλη. Σ’ αγαπήσαμε χωρίς να σε ξέρουμε. Σαράντα μέρες απλωνόταν στο παγωμένο γυαλί το ζεστό, τρυφερό χαμόγελό σου, τα στοχαστικά μελαγχολικά μάτια σου. Λιτοί και δεμένοι σ’ έψαχναν απ’ άκρη σ’ άκρη της Ελλάδας, μα τα είκοσι χρόνια σου ήταν δίπλα εκεί στη Λίμνη της κυρά-Φροσύνης, θαμμένα στη λάσπη. Ο αριστερός καρπός χαρακωμένος, το μαχαίρι στο πλάι, τα δάκτυλα μισοφαγωμένα από ζώα, ούτε οκτακόσια μέτρα απ’ το Γολγοθά του μαρτυρίου σου. Και δεν σε είδε κανείς. Συγγνώμη, Βαγγέλη. Να μου πεις, τι να την κάνεις τώρα τη συγγνώμη, τι ανάγκη την έχεις, τι θ’ αλλάξει; Εμείς την έχουμε ανάγκη, Βαγγέλη, σ’ εμάς μπορεί -λέμε τώρα- κάτι ν’ αλλάξει.

«Ο Βαγγέλης είναι το παιδί μου», έλεγε η λεζάντα στις φωτογραφίες σου που κρατούσαν αγκαλιά εκατοντάδες και σε περιέφεραν σαν ένα Χριστό σ’ επιτάφιο θρήνο χωρίς κιβούρι. Συγγνώμη, Βαγγέλη. Συγγνώμη από πατεράδες που δεν τους έκαναν τα μαζεμένα ντροπαλά αγόρια τους και δήλωναν απόντες: Δεν κλοτσάει το πετσί, δεν πάει στο γήπεδο, δεν είναι αρσενικό. Συγγνώμη από μανούλες που μεγάλωσαν μόνες αγόρια κι έκαναν την τρυφεράδα που τους δίδαξαν, συνειδητά ή όχι, αφορμή για, πώς το λένε το νέο φρούτο; Α, ναι… bullying.

Στον καιρό μας το λέγανε καζούρα, κασκαρίκα, προγκάρισμα, ε, δεν έσφαζε κιόλας, μια γεύση σας έδινε απ’ το καψώνι που σας περίμενε στον στρατό για να σας κάνει «άντρες». «Άντρες που μετράν το αντριλίκι με βρισιές», έτσι το λέει ο Λευτέρης ο Παπαδόπουλος στο τραγούδι. Που δεν κλαίνε μην τους πουν «γυναικωτούς», που δεν έχουν το δικαίωμα να προτιμούν τη μοναξιά τους, να διαλέγουν τι, πώς και ποιος θα τους συντροφέψει, να ορίζουν την ψυχή και το κορμί τους. Μα τι λες; Δικαίωμα να ’σαι διαφορετικός έξω απ’ τα πρέπει και τους κανόνες; Εύκολος στόχος ο κοντός, που και να τον κρεμάγανε από χέρια και πόδια τέσσερεις δεν θα ψήλωνε. Κοντοστούπης, κοντοστούπης, πειράζει κανέναν; Ο χοντρός που δεν γουστάρει να ’ναι αλλιώς, μπόγος, μπόγος, πειράζει κανέναν;

Ο ψευδός που τραυλίζει, το ρο, γο, πειράζει κανέναν; Κι άμα σ’ έφεραν απ’ του βοδιού το κέρατο, τι ζόρι τραβάει ο καθένας πώς τη μιλάς τη γλώσσα; Κι άμα σε κλοτσάνε απ’ την παρέα, πώς θα τη μάθεις; Κι οι δάσκαλοι ακούνε, βλέπουν και τραβιούνται μην μπλέξουν: «Βρέστε τα, βρε!» κι έληξε. Σεβασμός στον εαυτό; Πού να σ’ αφήσουν; Να παλεύεις και να μην καταλαβαίνουν Χριστό οι γύρω, να σ’ αφήσουν στα δικά σου, αφού τα δικά τους δεν σου κάνουν. Δικαίωμά σου δεν είναι;

Συγγνώμη, Βαγγέλη. Κάτι ακούσαμε για ιμάντες, σε κυνηγούσαν, λέει, να σε πνίξουν, για ντουλάπια, σε κλείδωναν, λέει, για πλάκα, γιατί ήσουν αλλιώς κι είχε πέραση η «παλληκαριά» των «συγκατοίκων» σου. Μούγγα στη Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων, ομερτά, μαφιόζικος όρκος σιωπής. Βρε άλλαξες δωμάτιο, βρε άλλαξες όροφο, τα πατριωτάκια σου οι κρητίκαροι δεν νογάνε από τέτοια. Μπάστακες, κάθε λεπτό να σε κυνηγάνε: «Να γίνεις άντρας, ρε!» Ποιοι, πώς, γιατί σ’ έφεραν ώς εδώ, μόκο, ούτε άχνα. Δεν έχει ιδέα κανείς για τον φόνο.

Τώρα, να ληφθούν, λέει, μέτρα, να τιμωρηθούν, λέει, οι ηθικοί αυτουργοί, μέχρι και να κλείσουν τα οικοτροφεία, αφού η εποχή αγρίεψε τόσο. Άντε κι έγιναν όλα αυτά! Να σε δώσει πίσω στην ορφανεμένη αγκαλιά της μάνας σου, μπορεί κανείς; Μπορεί; Συγγνώμη, Βαγγέλη, και τον Άλεξ χρόνια τον ψάχνει η δική του η μάνα. Νόμος της ζούγκλας: «Είναι διαφορετικός, σκοτώστέ τον».

ΑΛΕΚΑ ΓΡΑΒΑΡΗ-ΠΡΕΚΑ