Παρά την ένταση που προκαλεί η Τουρκία με τις παράνομες και προκλητικές ενέργειές της στην Κυπριακή ΑΟΖ, παρουσιάζεται τώρα μια νέα ευκαιρία για λύση του Κυπριακού
Σαράντα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το πρόβλημα που δημιουργήθηκε έκτοτε δεν έχει ακόμα επιλυθεί. Το πλαίσιο της λύσης έχει προδιαγραφεί από πολυάριθμες αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης και του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, τις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου και τα Ανακοινωθέντα που συμφωνήθηκαν κατά καιρούς στις διακοινοτικές συνομιλίες. Παρ’ όλον τούτο, η λύση μας διαφεύγει και δεν διαφαίνεται στον κοντινό χρονικό ορίζοντα. Την κύρια ευθύνη για την αποτυχία των πολλών προσπαθειών που έχουν καταβληθεί μέχρι τώρα φέρει η Τουρκία με την ανειλικρινή, αρνητική και αδιάλλακτη στάση της.
Πέραν όμως της τουρκικής αδιαλλαξίας που είναι ένα σταθερό δεδομένο, τα Η.Ε., μέσα στο πλαίσιο των οποίων αναζητείται η λύση, δεν είναι άμοιρα ευθυνών. Ιδιαίτερα η Γραμματεία των Η.Ε., που είναι ο θεματοφύλακας των αρχών και των αποφάσεων του διεθνούς οργανισμού και στην οποία ανατέθηκε από το Σ.Α. η αναζήτηση και εξεύρεση λύσης μέσω της διαδικασίας των καλών υπηρεσιών του Γενικού Γραμματέα.
Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου εύλογα γεννώνται ερωτήματα, πόσο «καλές» ήταν αυτές οι υπηρεσίες. Κραυγαλέο παράδειγμα όχι καλών υπηρεσιών του Γ.Γ. είναι η ετοιμασία και υποβολή του γνωστού ως σχεδίου Ανάν στις δυο κοινότητες για έγκριση σε ξεχωριστά δημοψηφίσματα. Μια διαδικασία που όχι μόνο απέτυχε παταγωδώς, αλλά εξουδετέρωσε και την καλύτερη μέχρι τώρα ευκαιρία επίλυσης του Κυπριακού που είχε δημιουργήσει η προοπτική της ένταξης της Κύπρου στην Ε.Ε.
Αυτή η προοπτική -σε συνδυασμό με τον στρατηγικό στόχο της Τουρκίας να ενταχθεί στην Ε.Ε.- τερμάτισε τη στασιμότητα στις προσπάθειες λύσης του Κυπριακού και προκάλεσε μια χωρίς προηγούμενο ανανέωσή τους. Σωστά είχε εκτιμηθεί τότε από τις κυβερνήσεις Κύπρου και Ελλάδας ότι η ενταξιακή προοπτική θα λειτουργούσε σαν καταλύτης για τη λύση του προβλήματος.
Η ορθότητα της εκτίμησης αυτής αποδείχθηκε στη συνέχεια πέρα από κάθε αμφιβολία. Για πρώτη φορά μετά το 1974, η Τουρκία και η τ/κ κοινότητα είχαν κίνητρο και λόγους να συνεργαστούν για λύση του Κυπριακού ενόψει της ένταξης. Οι Τ/κ, για να μη χάσουν τα πολλαπλά οφέλη της ένταξης και της ιδιότητας του Ευρωπαίου πολίτη, και η Τουρκία για να αποφύγει το ενδεχόμενο της υποβολής της δικής της ένταξης σε ένα ενδεχόμενο βέτο της Κύπρου.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η ένταξη θα ενίσχυε πολιτικά, διπλωματικά, οικονομικά και άλλως πως την Κ.Δ. έναντι της Τουρκίας, όχι μόνο σε σχέση με τις προσπάθειες λύσης του Κυπριακού, αλλά και σε σχέση με την επιδίωξή της για ένταξη στην Ε.Ε. Ήταν προς το συμφέρον της Τουρκίας να συνεργασθεί για τη λύση του προβλήματος πριν από την ένταξη, επειδή θα εξέλιπε ένα μεγάλο εμπόδιο στην ενταξιακή της πορεία. Και επειδή με τη λύση, στην κυβέρνηση της Κύπρου θα μετείχαν πια με αποφασιστικό λόγο και οι Τουρκοκύπριοι. Αυτοί που θα έχαναν περισσότερο από την ένταξη της Κύπρου χωρίς λύση του πολιτικού προβλήματος θα ήταν η Τουρκία και οι Τουρκοκύπριοι.
Δυστυχώς τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν σύμφωνα με τις εκτιμήσεις και όπως λογικά αναμενόταν. Στην πιο κρίσιμη φάση της όλης διαδικασίας τα Η.Ε. (και όχι μόνο) διέπραξαν ένα ολέθριο σφάλμα. Αντί να υποβάλουν ένα δίκαιο και ισορροπημένο σχέδιο λύσης, που θα ικανοποιούσε τις απαιτήσεις της αδικημένης πλευράς, της ε/κ κοινότητας, σε βαθμό που θα το έκανε αποδεκτό, ετοίμασαν και υπέβαλαν το γνωστό ετεροβαρές σχέδιο, που ενσωμάτωνε σε μεγάλη έκταση τις τουρκικές θέσεις.
Αντί να πάρουν από τον ισχυρό και αδικούντα που θα έχανε από την ένταξη χωρίς λύση, πήραν από τον αδύνατο και αδικούμενο, που θα ενισχυόταν με την ένταξη που θα του απέφερε πλεονεκτήματα. Αντί να πιέσουν την Τουρκία, που είχε συμφέρον και λόγους να κάνει υποχωρήσεις και να συνεργαστεί και να δελεάσουν την κυπριακή κυβέρνηση και την ε/κ κοινότητα, που θα ισχυροποιείτο με την ένταξη με ένα αποδεκτό σχέδιο λύσης και που προσδοκούσε διακαώς τη λύση, έκαναν ακριβώς το αντίθετο. Με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα.
Ο ενταξιακός καταλύτης εξουδετερώθηκε, μια μοναδική, χρυσή ευκαιρία χάθηκε, η λύση του προβλήματος μετατέθηκε για μια τουλάχιστον δεκαετία και έγινε ακόμα πιο δύσκολη.
Η ανεύρεση πολύ σημαντικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην ΑΟΖ της Κύπρου, εκτός από την προφανή οικονομική σημασία της για τον τόπο και τους κατοίκους του, έχει και πολιτική σημασία, γιατί διανοίγει μια νέα προοπτική για την επίλυση του Κυπριακού.
Η αξιοποίηση και εκμετάλλευση των κοιτασμάτων αυτών αποτελεί ένα πολύ σοβαρό κίνητρο -πρώτιστα για την τ/κ κοινότητα και δευτερευόντως για την Τουρκία- να συνεργασθούν για την εξεύρεση λύσης που θα ενώνει τη χώρα και τον λαό. Για να μπορέσουν έτσι όλοι οι Κύπριοι να απολαύσουν τα οφέλη από τον ανέλπιστο αυτό πλούτο που κρύβουν στα βάθη τους οι κυπριακές θάλασσες. Η αξιοποίηση του οποίου μπορεί να ωφελήσει ποικιλοτρόπως και την ίδια την Τουρκία μέσα στο πλαίσιο μιας περιφερειακής συνεργασίας, που θα διευκολυνθεί σε μεγάλο βαθμό και θα καταστεί δυνατή μόνο με τη λύση του Κυπριακού.
Παρά την ένταση και τα προβλήματα που προκαλεί η Τουρκία με τις παράνομες και προκλητικές ενέργειές της στην κυπριακή ΑΟΖ, παρουσιάζεται τώρα μια νέα ευκαιρία για λύση του Κυπριακού. Τον πρώτο λόγο έχουν και πάλιν τα Η.Ε., ο Γ.Γ και ο πρόσφατα διορισθείς Ειδικός Σύμβουλός του κ. Άιντα.
Έχοντας υπ’ όψιν την προηγούμενη πικρή εμπειρία μας από τους λανθασμένους χειρισμούς της Γραμματείας των Η.Ε., που σκότωσαν μιαν ανεπανάληπτη ευκαιρία για την εξεύρεση λύσης με την υποβολή του σχεδίου Ανάν, αναμένουμε ότι αυτήν τη φορά ο Γ.Γ. και ο Ειδικός Σύμβουλός του θα ενεργήσουν με περίσκεψη και πιο εποικοδομητικά. Ελπίζουμε ότι δεν θα προβούν σε ενέργειες και δεν θα υποβάλουν προτάσεις που θα εξουδετερώσουν τα κίνητρα που προσφέρει η αξιοποίηση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην κυπριακή ΑΟΖ.
ΘΕΟΦΙΛΟΣ Β. ΘΕΟΦΙΛΟΥ
Δικηγόρος, Πρέσβης ε.τ.