Το νέο σλόγκαν στην Κύπρο θα πρέπει να είναι «μην ψάχνετε για να μην βρίσκετε». Φαίνεται ότι οι νόμοι, τα συμβόλαια του κράτους, των ημικρατικών οργανισμών των τραπεζών, ο πατριωτισμός, η αξιοπρέπεια, η ηθική και οι τιμωρίες χωρίς οίκτο υφίστανται μόνο για τον απλό πολίτη.

Ενώ ο απλός πολίτης, μετά από σχεδόν μισό αιώνα, θάβει οστά των παιδιών του και υποβάλλεται σε υπέρμετρες θυσίες, για να σώσει αυτό που οι «αγωνιστές» και «συναγωνιστές» ονομάζουν πατρίδα, οι ίδιοι ανταλλάσσονται σε θέσεις-κλειδιά και, εκμεταλλευόμενοι καταστάσεις, αφαίμασσαν διαχρονικά τον τόπο.

Το θράσος τους φτάνει σε σημείο να προβάλλουν καθημερινά την ανηθικότητα, την πλεονεξία, τον δόλο και τη διαπλοκή, και επιπλέον να ζητούν από τον απλό πολίτη και άλλες θυσίες.

Έχουν χάσει σε τέτοιο βαθμό το μέτρο της «ψυχολογική βίας» που εξασκούν στον πολίτη, ώστε να συζητούν τηλεοπτικά για συμβόλαια και αστρονομικές, για τον τόπο, οικονομικές απαιτήσεις και καταχρήσεις εξουσίας για προσωπική χλιδή. Τους είναι αδιάφορο ότι οι αποδέκτες τους αποτελούνται από άνεργους, οικογενειάρχες των 500 και 800 ευρώ, που τιμωρούντα καθημερινά από τα διαχρονικά «λάθη».

Σε ένα περιβάλλον που αναδίδεται η δυσοσμία της σήψης στη δημόσια ζωή και η προσπάθεια να βρίσκονται στην εξουσία διαφθείρει, το φαινόμενο «ντόμινο» από το ένα «κομμάτι» διαφθοράς αξιωματούχου να ακολουθεί κάποιο άλλο, ανεξαιρέτως τομέα και εξουσίας, είναι παράλογο να απαιτείται από τον πολίτη να εμπιστευτεί τους θεσμούς και τους ηγέτες του.

Οι εξασθενισμένες αντοχές που απέμειναν στον πολίτη, σε ένα σύστημα που αδυνατεί, λόγω διαφθοράς, να τον προστατεύσει, τον ωθεί είτε σε κοινωνικό ξέσπασμα είτε σε μαρασμό. Στη δική μας περίπτωση ισχύει το δεύτερο, που είναι και το επικινδυνότερο, σε μια ημικατεχόμενη πατρίδα, που απειλείται καθημερινά η ύπαρξή της.

Ας μην ξεγελούμε τους εαυτούς μας, κρύβοντας κάτω από το χαλί το χάσμα μεταξύ εξουσίας και πολίτη. Ο μαρασμός του πολίτη και η καθημερινή επιβεβαίωση ότι «ουδείς έντιμος», οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη μοναξιά και στο σύνδρομο της ανυπαρξίας, μηδενίζοντας κάθε αγωνιστική διάθεση. Πράγμα που αυτήν τη στιγμή δεν έχει και τόση σημασία, αλλά όταν «φτάσουμε εκεί», δεν θα έχει νόημα, γιατί όλα θα είναι ήδη τετελεσμένα και αμετάκλητα.